Η είσοδος του Λουί Μαλ στο παγκόσμιο σινεμά είναι μυθιστορηματική: παραμένει ο νεότερος σκηνοθέτης που απέσπασε το κορυφαίο βραβείο του Φεστιβάλ Καννών, όταν στα είκοσι τρία του χρόνια συνυπέγραψε τον Κόσμο της Σιωπής με τον Ζακ Ιβ Κουστό.

 

Την αμέσως επόμενη χρονιά, και ενώ θα μπορούσε να «διατάξει» κινηματογραφικά όποιο στόρι επιθυμούσε χάρη στη δύναμη της αναγνώρισης που κέρδισε, μαθήτευσε δίπλα στον Ρομπέρ Μπρεσόν, βοηθώντας τον στο Un condamné à mort s’est echappé, και το 1958 διασκεύασε μια pulp νουβέλα του Νοέλ Καλέφ που τοποθετείται με παρρησία μεταξύ του κλασικού γαλλικού νουάρ και της ανανεωτικής φόρμας του νέου κύματος ‒που, να μην το ξεχνάμε, βασίστηκε πολύ στους Αμερικανούς του είδους όπως δείχνουν το Με κομμένη την ανάσα και το Πυροβολήστε τον πιανίστα‒ με σκοπό να ανακατέψει τους κώδικες.

 

Από ένστικτο, ο ακόμη νεότατος Μαλ πήρε αποστάσεις από τον Γκοντάρ, τον Τριφό και τους ομοϊδεάτες τους, και συνέχισε στον δικό του ρυθμό, με μια αξιοζήλευτη ποικιλία. Το Ασανσέρ για δολοφόνους ξεδιπλώνει τη στάνταρ τριπλέτα: η μοιραία Φλοράνς συνωμοτεί για να ξεφορτωθεί τον σύζυγό της με τον αλεξιπτωτιστή εραστή της Ζιλιάν και ο επιθεωρητή Σεριέ αναλαμβάνει την υπόθεση.

 

Ο Ανελκυστήρας για το ικρίωμα, όπως είναι η αυτολεξεί μετάφραση μιας ταινίας που διαδραματίζεται προτού η γκιλοτίνα περάσει οριστικά στην Ιστορία (άρα το ρίσκο ενός φόνου είναι ακόμη εντονότερο), εντυπωσιάζει με τον ρεαλισμό και τη μελαγχολία του.

 

Ο οπερατέρ Ανρί Ντεκαέ φωτίζει συχνά τη σκληρά εργαζόμενη, αλλά άγνωστη ως τότε Ζαν Μορό χωρίς μακιγιάζ, μόνο με τις αντανακλάσεις της νύχτας στην πόλη, και ο Μάιλς Ντέιβις αυτοσχεδιάζει μαζί με τέσσερις μουσικούς ένα σκορ που έμελλε να μείνει αθάνατο και να επηρεάσει όχι μόνο το ύφος του σάουντρακ αλλά και την τζαζ όπως τη γνωρίζουμε. Ένα σκληρό και ανελέητο φλερτ με τον θάνατο, όχι τέλειο στον νουάρ μηχανισμό του, αλλά μοναδικό στη μείξη πάθους και μοναξιάς.