Το τέταρτο και, απ' ό,τι φαίνεται, τελευταίο επεισόδιο της σειράς των πολιτιστικών περιηγήσεων του BBC με πρωταγωνιστές τον Στιβ Κούγκαν και τον Ρομπ Μπράιντον είναι το καλύτερο απ' όλα, όχι γιατί θέλουμε να το παινευτούμε αλλά γιατί το Ταξίδι στην Ελλάδα αγγίζει την πιο ευαίσθητη χορδή της αθεράπευτης, συχνά ασταμάτητης κωμικότητάς τους και μοιάζει να ταιριάζει στο ύφος και το χιούμορ των δύο Βρετανών ηθοποιών, αποκαλύπτοντας στη διαδρομή τον χαρακτήρα και τις δραματικές τους δυνατότητες.

 

Ο Κούγκαν με τον Μπράιντον, πάντα με τη fly on the wall καθοδήγηση του Μάικλ Γουίντερμποτομ, ξεκινούν από την Τροία, σαν τον Οδυσσέα, παραθέτοντας και παραλλάσσοντας ατάκες από το ομηρικό έπος, προσπερνώντας έξυπνα τη Μόρια στη Λέσβο ‒ δεν λείπουν τα σαπφικά υπονοούμενα, πάντα με τακτ και συνείδηση της συμπαραδήλωσής τους. Άλλωστε, τριπάκι των trips τους είναι ο ανταγωνισμός σε λεκτικό επίπεδο, μια συνεχής αντιπαράθεση δύο αντρών που έχουν πατήσει τα 50 και γνωρίζουν πως οι μετεφηβικές κοκορομαχίες τους παραμένουν ένα εσωτερικό ανέκδοτο εντυπωσιασμού αλλά και αμοιβαίου σεβασμού.

 

Στην εξέλιξη του οδοιπορικού τους οι Κούγκαν και Μπράιντον ενσαρκώνουν περίπου τους εαυτούς τους, ενθέτοντας στην πλοκή πραγματικά περιστατικά, στοιχεία της αληθινής τους ζωής αλλά και μυθοπλαστικό υλικό για να αποδώσουν μια ημι-αυτοβιογραφική ταινία φίλων στον δρόμο, buddy και road movie μαζί, αλλά με επίκεντρο τον τοπικό πολιτισμό, προσαρμοσμένο σε μια σχηματική, σεναριακή ραχοκοκαλιά.

 

Ο Κούγκαν έχει στην κατοχή του 7 βραβεία BAFTA, όπως δεν παραλείπει να υπενθυμίζει στον Μπράιντον, αλλά μόλις ένα παιδί, έναντι 5 του Ουαλού, ο οποίος στην πιο νηφάλια φάση του μιλάει σαν καλοσυνάτος Άντονι Χόπκινς ‒ τον έχει για ευκολάκι, μαζί με την υπερσκωτζέζικη προφορά του Σον Κόνερι ως Τζέιμς Μποντ.

 

Από την Επίδαυρο και τους Δελφούς με τον ομφαλό της γης, τον οποίον, μορφολογικά, παρομοιάζουν με αιδοίο, μέχρι την Ύδρα, τη Μάνη, την Πύλο και την Ιθάκη, στο αυτοκίνητο ή τις στάσεις τους στα εστιατόρια μιλούν, απαγγέλλουν και τραγουδούν από το ψιλό καστράτο του Ντέμη Ρούσου στο «Forever and Ever» μέχρι τα πασίγνωστα φαλσέτο του Μπάρι Γκιμπ που ταιριάζουν στη χώρα μας: το «Grease», που στα αγγλικά είναι ομόηχο με την Ελλάδα, και το «Tragedy» των Bee Gees, επειδή αρμόζει στη γενέτειρα της τραγωδίας. Ο Αριστοτέλης είναι το κλειδί του ταξιδιού: η θεωρία του περί τέχνης ως πράξης μιμητικής λειτουργεί διαφωτιστικά για δύο από τους ικανότερους μίμους της εποχής μας.

 

Εκτός από την υποκριτική καθαυτή, αμφότεροι επιδίδονται σε μιμήσεις γνωστότατων συναδέλφων τους στη δεκαετή πορεία των υβριδικών ντοκιμαντέρ στην Αγγλία και στη Μεσόγειο. Αυτήν τη φορά «κάνουν» τον Μπράντο, τον Μικ Τζάγκερ αμέσως μετά την πρόσφατη εγχείρησή του και, καλύτερα απ' όλους, τον Λόρενς Ολίβιε και τον Ντάστιν Χόφμαν στο Marathon Man, στο θρυλικό κοντράστ του νευρωτικού method actor με τον υπεροπτικό ηθοποιό, που βασίζεται μόνο στο ταλέντο και όχι στο εξωτερικό ερέθισμα. Δεν είναι απλώς ένα επιδέξιο ξεπατίκωμα των εκφράσεων και της προφοράς. Ο Μπράιντον φτάνει στο σημείο να αναπαράγει τον ήχο του τροχού του ναζί οδοντίατρου Ολίβιε, όπως τον άκουγε μέσα στο κεφάλι του ο Χόφμαν!

 

Στην εξέλιξη του οδοιπορικού τους οι Κούγκαν και Μπράιντον ενσαρκώνουν περίπου τους εαυτούς τους, ενθέτοντας στην πλοκή πραγματικά περιστατικά, στοιχεία της αληθινής τους ζωής αλλά και μυθοπλαστικό υλικό για να αποδώσουν μια ημι-αυτοβιογραφική ταινία φίλων στον δρόμο, buddy και road movie μαζί, αλλά με επίκεντρο τον τοπικό πολιτισμό, προσαρμοσμένο σε μια σχηματική, σεναριακή ραχοκοκαλιά. Στη χώρα του δράματος ο μελαγχολικός Κούγκαν, ο οποίος έχει ομολογήσει πως πολέμησε το θηρίο της κατάθλιψης που είχε από νέος, υποκύπτει στα κακά μαντάτα που του μηνύθηκαν προς το τέλος της ταινίας, σαν να ωρίμασε ένα σημαντικό κομμάτι της παιγνιώδους φύσης του.

 

Αντίστοιχα, ο Μπράιντον βρήκε το μονοπάτι της Ελλάδας στρωμένο στα μέτρα του και το απόλαυσε χωρίς να του βγει ξινό το κύκνειο άσμα μιας σειράς που τον έκανε ευρύτερα γνωστό και δεν σταμάτησε να τη διασκεδάζει από την πρώτη στιγμή. Η μίμηση του Αριστοτέλη, όπως τη βίωσαν στην Ελλάδα, δεν αποδείχτηκε απλώς μια ελαφριά αντιγραφή, αλλά σύνδεση με τη σπουδή της τέχνης που ο Μπράιντον και ο Κούγκαν τόσα χρόνια εφάρμοζαν συστηματικά.

 

Ταυτόχρονα, επιβεβαιώθηκε πως ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο, για να λειτουργήσει, οφείλει να είναι πολλά παραπάνω από μια καταγραφή εμπειριών με φόντο το αναμενόμενα φωτογενές τουριστικό τοπίο ‒ αυτά προορίζονται για διαφημίσεις και προωθητικές ενέργειες. Το Ταξίδι στην Ελλάδα είναι ένα καλό παράδειγμα διασκεδαστικού, δυναμικού και συχνά αστείου διαλόγου της κουλτούρας ενός τόπου με την ιδιοσυγκρασία του επισκέπτη.