Η ταινία Ενήλικοι στην αίθουσα προσφέρει ακριβώς αυτό που θα περίμενε ο υποψιασμένος με το σινεμά του Κώστα Γαβρά και τις θέσεις του Γιάνη Βαρουφάκη θεατής: ένα πολιτικό δράμα για μια αλλαγή που ματαιώθηκε άδοξα και επώδυνα μέσα από το χρονικό των εξαντλητικών διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τους εταίρους για το δυσβάσταχτο χρέος τα χρόνια της κρίσης.

 

Πέρα από τα γεγονότα, που αναπαράγονται με λεπτομέρειες που συχνά φτάνουν σε σεμιναριακό επίπεδο ανάλυσης, ο 86χρονος Ελληνο-γάλλος δημιουργός, ο οποίος βραβεύτηκε και για τη συνολική του προσφορά στο Φεστιβάλ Βενετίας, στήνει δύο εξαιρετικές, καθαρά κινηματογραφικές σκηνές, ανάσες στον συνεχόμενο διάλογο: όταν νέοι Αθηναίοι σηκώνονται από τα τραπέζια τους σε ταβέρνα όπου ο Βαρουφάκης με τη σύζυγο και φίλους τους τρώνε παρεΐστικα και συζητάνε τις εξελίξεις και την ενδεχόμενη παραίτησή του, περπατάνε αργά προς το μέρος του, σέρνοντας τα πόδια τους στα χαλίκια, βγάζοντας τον ήχο των αλυσοδεμένων ή των φαντασμάτων, τον κοιτάζουν για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητοι και αποχωρούν με νόημα.

 

Και όταν ο πρωθυπουργός μεταβαίνει στις τελικές διαπραγματεύσεις, ο Γαβράς αποφεύγει τελείως το λόγο, τον βάζει να κινείται ρομποτικά σε άγνωστα νερά, σαν να προσπαθεί να αποφύγει αντιπάλους σε ρινγκ, και τον φέρνει αντιμέτωπο με αυτούς, σαν αρχαίο Χορό, βουβό και ασύμβατο, να χορεύει μαζί τους στις άκρες ενός αόρατου σκοινιού, σαν να δίνουν όλοι μαζί παράσταση διελκυστίνδας, με αποτέλεσμα μια αναμνηστική φωτογραφία βγαλμένη από ταινία τρόμου.

 

Ο Γαβράς δεν επιφυλάσσει για τον Βαρουφάκη ηρωικό βήμα αντίστοιχο του Σαρτζετάκη στο Ζ, αλλά αναγκαστικά συντάσσεται με την ουτοπία του και ταυτόχρονα βλέπει με μεγαλύτερη συμπάθεια τον ρόλο του Αλέξη Τσίπρα ή καλύτερα τον Τσίπρα ως ρόλο, χωρίς να τον δαιμονοποιεί.

 

Σταθερά προσηλωμένος σε μια Ευρώπη αξιών και ανθρωπισμού, ο Κώστας Γαβράς βρήκε, ακριβώς 50 χρόνια μετά το ανελέητο κατηγορώ στην κυβέρνηση των συνταγματαρχών, τη δυσάρεστη αφορμή για να μιλήσει για ένα ακόμη ελληνικό δράμα και, σε ευρύτερο πλαίσιο, για τη σύνθλιψη της αριστεράς στην Ευρώπη, μετά από μια σύντομη αναλαμπή ελπίδας και υποσχέσεων. Επιλέγοντας να κινηματογραφήσει το δίκαιο και το αυτονόητο, ο σπουδαίος Γαβράς σκοντάφτει μετά την εισαγωγή στο «ψητό».

 

Παραθέτει αντί να εφευρίσκει εργαλεία αφήγησης για μια λίγο-πολύ γνωστή και νωπή υπόθεση, υποβιβάζει αντί να δώσει χρώμα στους δράστες πέριξ του πρωταγωνιστή και αφήνει τα πρόσωπα να μιλάνε, αντί να διαβάσει τους χαρακτήρες ‒ εκτός από ελάχιστες σκηνές, όπου ακούγονται οι σκέψεις τους.

 

Σε ένα πολυπρόσωπο καστ, ο Χρήστος Λούλης είναι εξαιρετικός, ο μόνος που ξεχωρίζει με άνεση και έχει ζουμί. Καναλιζάρει τον πραγματικό Βαρουφάκη σε μανιερισμό και ύφος, δίνοντας διάσταση στην πρόθεση και ένταση στις σιωπές τους. Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης είναι σωστή επιλογή, αλλά μένει εκκρεμής, στριμωγμένος ανάμεσα σε εκφράσεις εμφατικές και κάπως ναΐφ.