Η ερμηνεία της Γκλεν Κλόουζ αποκαλύπτει πως το ουκ εν τω πολλώ τω ευ αναστατώνει μια ήσυχη ταινία ακριβώς επειδή, μέσα από την πυκνή σιωπή και τις τυπικές κουβέντες της, δύο γυναίκες στην «τιμή» και στην αξιοπρέπεια της μιας παλεύουν να επιβιώσουν από μια τεράστια αναμονή.

 

Εξηγούμαι: βρισκόμαστε στο 1992, την κρίσιμη στιγμή που το ζεύγος Κάσλμαν δέχεται τηλεφώνημα από τη Σουηδική Ακαδημία που απονέμει τα βραβεία Νόμπελ. Η ύψιστη τιμή για τον λογοτέχνη Τζόζεφ αντιμετωπίζεται με παιδικό ενθουσιασμό και, μαζί με την Τζόαν, χοροπηδάνε στο κρεβάτι από τη χαρά τους για κάτι που προφανώς είναι το επιστέγασμα μιας κοπιώδους, μεγάλης καριέρας στα γράμματα.

 

Από την ανακουφιστική είδηση της νίκης μέχρι το ταξίδι στη Σκανδιναβία και την απονομή μεσολαβούν ανάμεικτα συναισθήματα και σημαντικές αναδρομές στο παρελθόν του ζευγαριού, στα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν εκείνη ήταν μια φιλόδοξη σπουδάστρια Λογοτεχνίας κι αυτός, παντρεμένος καθηγητής.

 

Τα όνειρά της για καριέρα σταμάτησαν όταν ο Τζόζεφ ξεκίνησε τη δική του πορεία, που σταθερά τον έφερε στην κορυφή του αμερικανικού κύκλου λογοτεχνών.

 

«Η Σύζυγος» γιορτάζει τη δεύτερη ευκαιρία, αυτή την μπερδεμένη εξίσωση της ξανακερδισμένης αυτοπεποίθησης με το γύρισμα της τύχης, και ανανεώνει το αντίκρισμα στο παλιό, γνωστό ευφυολόγημα, πως η εκδίκηση σερβίρεται κρύα.

 

Η μεταμόρφωση της Κλόουζ είναι σταθερή και αδιόρατη, σαν ένα παιδί που ψηλώνει κάθε μέρα και κανείς δεν το αντιλαμβάνεται σε πλήρη κλίμακα.

 

Ώσπου φτάνει το διαφωτιστικό φινάλε, με την καταλυτική ψυχολογική βοήθεια του ενήλικου γιου, ο οποίος γράφει επίσης ποίηση, αλλά ο πατέρας του δεν αναγνωρίζει ούτε ενθαρρύνει τη φιλότιμη προσπάθειά του, και την αφηγηματική εμπλοκή ενός φορτικού δημοσιογράφου που πιέζει το ζευγάρι να του επιτρέψει να γράψει τη βιογραφία του Τζόζεφ, και φαίνεται να ξέρει σημαντικές λεπτομέρειες από το παρελθόν.

 

Η Κλόουζ εκφράζει μια αυξανόμενη δυσφορία απέναντι στην κορυφαία στιγμή της βράβευσης ‒ μια κατάσταση που εκφράζει σαν ασθένεια, μια δυσανεξία στον άνδρα της ζωής της και κυρίως στον ίδιο της τον εαυτό.

 

Φροντίζει και συμπληρώνει τον Τζόζεφ, του στέκεται και τον καμαρώνει, αλλά ιδιωτικά υποφέρει και λυπάται, χωρίς να μπορεί να δείξει σε κανέναν τι την ενοχλεί πραγματικά και για ποιον λόγο φέρεται περίεργα. Αριστοτεχνικά υπονοεί συνεχώς στον σύζυγο πως δεν προτίθεται να παριστάνει τη σύζυγο και αυτός γνωρίζει πώς να την κρατήσει πίσω, στη θέση που ανέκαθεν διατηρούσε.

 

Μπροστά σε κόσμο, ακόμη και στον πικραμένο γιο της, σηκώνει ψηλά το κεφάλι, αν και τα μάτια της μιλούν συνεχώς. Στην ανέλιξη μιας ταινίας που ο Σουηδός Μπγιορν Ρούνγκε σκηνοθετεί απέριττα, σεβάσμια και θεατρικά, η ερμηνεία της Κλόουζ τροφοδοτείται από τις αποκαλύψεις της νεότητας και τη σταθεροποίηση μιας νοσηρής, πνευματικής παιδεραστίας.

 

Κάτι πολύ ζωτικό έχει κλαπεί από την ψυχή της, για να αντικατασταθεί, σαν σε αυτόματη αντίδραση άμυνας και επιβίωσης, από αυτοκαταστροφική στωικότητα. Ο κίνδυνος ζωγραφίζεται στο ανεπανάληπτο πρόσωπο της Γκλεν Κλόουζ σε μια παράσταση για έναν ρόλο.

 

Η Σύζυγος γιορτάζει τη δεύτερη ευκαιρία, αυτή την μπερδεμένη εξίσωση της ξανακερδισμένης αυτοπεποίθησης με το γύρισμα της τύχης, και ανανεώνει το αντίκρισμα στο παλιό, γνωστό ευφυολόγημα, πως η εκδίκηση σερβίρεται κρύα.