Η ζέστη πηχτή και ο ορίζοντας ανοιχτός στις πεδιάδες της Ρουμανίας, σε ένα τείχος αδιαπέραστο από νότες μουσικής και αισιοδοξίας στο Όταν ξέσπασε η βία. Τα σκυλιά αλυχτούν και οι άνθρωποι σωπαίνουν συνωμοτικά, όταν ο Ρόμαν, που κληρονόμησε ένα τεράστιο κτήμα από τον παππού του, προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς γίνεται. Ήδη από το αρχικό πλάνο, όταν η κάμερα του Μπόγκνταν Μίριτσα πλησιάζει σε έναν βάλτο και η ηρεμία ταράζεται από ένα αναδυόμενο, κομμένο ανθρώπινο πόδι, αντιλαμβανόμαστε πως η βουκολική αδράνεια κρύβει αμαρτωλό παρελθόν. «Αν είσαι έξυπνος, μην κάνεις τον χαζό» συμβουλεύει με ραθυμία έμπειρου ο βετεράνος αρχηγός της τοπικής αστυνομίας τον Ρόμαν, όταν εκείνος του λέει πως δεν φοβάται. Το ιστορικό του παππού του, του διαβόητου Alecu, που ήταν ο νονός της ευρύτερης περιοχής, είναι βαρύ και ο σκηνοθέτης, στο ντεμπούτο του, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών, καταφεύγει ορθώς σε όρους γκανγκστερικού/αστυνομικού δράματος με πραγματικούς χρόνους, για να χτίσει σασπένς και ατμόσφαιρα. Επιπρόσθετα, αξιοποιεί προς όφελος της ταινίας την εξωτερική και τεχνική αντίθεση μεταξύ του επιβλητικού και straightforward Ντράγκος Μπουκούρ, που είχαμε γνωρίσει στο πολύ ενδιαφέρον Boogie πριν από μερικά χρόνια, και του απειλητικού, σχεδόν καταχθόνιου Βλαντ Ιβάνοφ, του γιατρού στο κλασικό πλέον 4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες.