Προφανώς ξετρελάθηκε ο Φρανκ Μίλερ όταν πρωτοείδε τους παλιούς 300 Σπαρτιάτεςτου Ρούντολφ Ματέ, ένα τυπικό έπος από την ένδοξη και très μπανάλ εποχή του χιτώνα και των σανδαλιών – με κάποιο ελληνικό ενδιαφέρον, αφού το γέννησε ο Σκούρας και η Fox που διηύθηνε, και τη μουσική είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις (το σάουντρακ δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ και σε καμία μορφή). Το περίεργο στην ταινία ήταν ότι οι ήρωες πεθαίνουν στο τέλος όχι για τη δόξα ή για τα μάτια μιας μοιραίας, αλλά για το νόμο και τα πιστεύω τους, κάτι που δεν συμβαίνει σε καμία αμερικάνικη ταινία. Βέβαια, όσο ασυνήθιστο είναι το φινάλε στη χώρα της καλοζυγισμένης φόρμουλας και του αισίου τέλους, για μας είναι δεδομένο – ένα ιστορικό γεγονός που διδαχθήκαμε και θεωρούμε εγγεγραμμένο στο πετσί μας, ακόμη κι αν ο τόνος στο σχολείο ήταν αρκετά επιτιμητικός για τους γενναίους Σπαρτιάτες. Βλέπετε, και εδώ το κέντρο αποφάσεων είναι φιλοαθηναϊκό, κοντά στις ασκήσεις του πνεύματος και το στρέτσινγκ του μυαλού. Μάθαμε ότι η αυστηρή σωματικότητα απογύμνωνε τον πολιτισμό από τη βενζίνη του, ενώ το πρωτευουσιάνικο μπλα μπλα τελικά όλο και κάπου μας οδήγησε. Στην ταινία, ο Λεωνίδας φωνάζει με όλη του τη δύναμη «Αθηναίοι, φιλόσοφοι και παιδεραστές», ενσωματώνοντας σε δύο λέξεις δύο προκαταλήψεις που ταξίδεψαν ως βρισιές για περισσότερα από 2500 χρόνια – δεν νομίζω πως διαφωνεί ριζικά το κυριακάτικο κοινό της Τούμπας ή, για να πάμε πιο δίπλα, τα αδέρφια από την Τουρκία (άσε που η υφήλιος ολόκληρη, όταν χασκοδηλώνει πως οι Έλληνες τον ψιλοπαίρνουν, τους Αθηναίους εννοεί). Η ρώμη των Σπαρτιατών είναι και κινηματογραφικότερη, και το στόρι των 300 του Λεωνίδα, αν και χωρίς μεγάλη ίντριγκα, παρέχει δυνατό και καθαρό δράμα. Περιπέτεια δηλαδή είναι, που τόσο χρειαζόταν μια ματιά διαφορετική από την απαρχαιωμένη, στάνταρ αντιμετώπιση, έτσι ώστε η παλιά εποχή να αγκαλιαστεί από την τεχνολογία και το πνεύμα του σήμερα. Αυτό και έγινε, σε ένα συνδυασμό του κόμικ του Φρανκ Μίλερ με την οπτική του Ζακ Σνάιντερ, του σκηνοθέτη που υπέγραψε το θαύμα ασταμάτητο ριμέικ του Dawn Of The Dead. Τα μαύρα του πρώτου συνάντησαν τα κόκκινα του δεύτερου, και η χρυσή τομή βρέθηκε σε μια μέλαινα παλέτα όπου, με βάση το σκούρο, πειράχτηκαν όλα τα χρώματα και έσμιξαν σε ένα ψηφιακό κινηματογραφικό ύφασμα, συνθετικό αλλά εντυπωσιακό, και υποβλητικό όπου έπρεπε. Όλοι οι ηθοποιοί παίζουν σε μπλε και πράσινο φόντο, και τα σκηνικά αναδημιουργούνται από το μηδέν με έμπνευση τις εικόνες του Μίλερ, όπως τις θυμόταν από το ταξίδι του στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα είναι πολύ καλύτερο από τον μπασταρδεμένο ρεαλισμό της Τροίας και το ρομαντισμό των παλιών επών, καθώς δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει πως βλέπουμε τη φαντασία μιας μακρινής πραγματικότητας. Από τον Ηρόδοτομέχρι σήμερα, η ιστορική μας ακεραιότητα δεν κινδυνεύει από το Χόλιγουντ, και δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, αισθανόμαστε την αυτολογοκριμένη υποχρέωση να δούμε μια διεθνή ταινία με ελληνική βάση από την ελληνική μπάντα, και όχι τόσο από την κινηματογραφική της σκοπιά. Ελληνικά μιλώντας, το φιλμ του Σνάιντερ δεν θίγει την ελληνικότητα και τις πράξεις των Σπαρτιατών, ακόμη κι αν οι διάλογοι ανήκουν σαφώς στη σφαίρα της αχαλίνωτης νεοχολιγουντιανής δραματουργίας. Κινηματογραφικά μιλώντας, δεν είδα κάτι το φασιστικό, στο μέτρο που οι Σπαρτιάτες ήταν μια κατεξοχήν μιλιταριστική φυλή – άρα ο Σνάιντερ δεν μοιράζει αυθαίρετα στρατόκαυλες διαθέσεις και κηρύγματα όταν υποστηρίζει πως τα αδύναμα παιδιά ρίχνονταν στον Καιάδα, και όλοι οι άντρες μια ζωή προετοιμάζονταν για να θυσιαστούν για την πατρίδα και τον σπαρτιάτικο νόμο. Για τα πιο εξασκημένα αυτιά, οι Σπαρτιάτες μιλάνε αγγλικά με αγγλική προφορά και ο Ξέρξης με αμερικάνικη, ενώ στις περισσότερες ταινίες ο ρόλος του κακού προορίζεται για έναν Τζέρεμι Άιρονς ή έναν Άντονι Χόπκινς. Ολόκληρη η ταινία καλύπτεται από το μανδύα της καρναβαλίστικης υπερβολής, σαν να έχει εμβολιαστεί με τεστοστερόνη ένας αμερικάνος Φελίνι. Ο απόηχος της ιστορίας είναι καθαρά μυθολογικός και το βάρος έχει πέσει στην εικόνα, η οποία συναρπάζει. Το στόρι είναι σχηματικό και κάπως ελλιπές, αλλά αυτό είναι και το τίμημα κάθε κομικίστικης εμμονής.