Η Mόνικα, μια νεαρή και φιλόδοξη κοπέλα από μια επαρχιακή πόλη, είναι αποφασισμένη να τα καταφέρει ως τραγουδίστρια τη δεκαετία του '60 μέσα στα εντυπωσιακά τζαζ κλαμπ της Στοκχόλμης ή και της Νέας Υόρκης. Τη χρυσή εποχή της τζαζ μια όμορφη αλλά και αισθησιακή γυναίκα αφοσιώνεται στην καριέρα των ονείρων της και γίνεται μια εκπληκτική τραγουδίστρια και ηθοποιός. Πίσω, όμως, από όλη αυτήν τη λάμψη, η Mόνικα δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τη σκοτεινή πλευρά της δόξας και της επιτυχίας. Τα συνεχή ξενύχτια για δουλειά αλλά και διασκέδαση ανατρέπουν τις ισορροπίες της και η ζωή της καταλήγει να αποτελείται από ασταθείς ερωτικές σχέσεις, έναν πατέρα τον οποίο δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιήσει και μία κόρη για την οποία δεν θα αποτελέσει ποτέ την ιδανική μητέρα. Η Mόνικα αισθάνεται όλο και περισσότερο μπερδεμένη και όταν φτάνει το πρωί τη βρίσκει μόνη, με ένα κοκτέιλ στο χέρι.

Το Μικρό κορίτσι στη μεγάλη πόλη, σε μια ακόμα παραλλαγή του πικρού παραμυθιού που αποτελεί πραγματικό παράδειγμα προς αποφυγήν. Αυτήν τη φορά, ο Δανός σκηνοθέτης Περ Φλι ξαναστήνει τα πρώτα βήματα και τα μεγάλα σκαμπανεβάσματα μιας μεγάλης βεντέτας της ευρωπαϊκής τζαζ σκηνής. Η Μόνικα Ζέτερλουντ ξεκίνησε από μια επαρχιακή πόλη για να βρεθεί στην Αμερική και να ηχογραφεί με τον Μπιλ  Έβανς, παίζοντας παράλληλα με σπουδαίους μουσικούς, σε μια πορεία που απαριθμεί μικρούς θριάμβους, σημαντικές ατυχίες και μια μεγάλη δόση αυτοκαταστροφικών επιλογών που της στοίχισαν σε προσωπική ευτυχία, αν και δεν στάθηκαν ικανές να αμαυρώσουν το όνομά της. Η ταινία δεν στερείται ενδιαφέροντος, κυρίως λόγω της πιστής, ατμοσφαιρικής αναπαράστασης της εποχής: σκηνογραφικά, αποδίδονται με λάμψη (ίσως παραπάνω απ' ό,τι απαιτεί η υπόγεια πλευρά που υπαινίσσονται το σενάριο αλλά και ίδια η πάστα της μουσικής) και καλό γούστο οι διαφορές και οι ομοιότητες της αυθεντικής αμερικανικής και της ανταγωνιστικότατης σκανδιναβικής τζαζ σκηνής εκείνης της εποχής, καθώς και η νοοτροπία των μουσικών απέναντι στο επάγγελμά τους αλλά και σε μια τόσο λευκή, όμορφη και φαινομενικά ατσαλάκωτη κοπέλα που επέμενε να τραγουδάει ένα ιδίωμα γεμάτο πόνο, χαρακτηριστικό, χαρακτηρισμένο και τεχνικά απαιτητικό. Κι όμως, ήταν καλή, πρωτοπόρος στην Ευρώπη και μαζί φιλόδοξη, γι' αυτό και δεν κάμφθηκε από τα εμπόδια, ακόμα κι όταν σε μια συμμετοχή της στη Γιουροβίζιον, γύρω στις αρχές των '60s, δεν πήρε πόντο τσακιστό από καμία χώρα, τερματίζοντας με ένα ταπεινωτικό μηδέν, αλλά με το κεφάλι ψηλά, καθώς το τραγούδι που επέλεξε να πει ήταν καθαρόαιμο τζαζ, τελείως άσχετο με τις επιταγές του διαγωνισμού! Η Ζέτερλουντ πήρε πολλά μαθήματα ζωής από τις συναντήσεις με κορυφαίους ανθρώπους, όπως οι τόσοι ονομαστοί μουσικοί με τους οποίους συνεργάστηκε, ή ποταπούς, όπως ο πατέρας της, ο οποίος δεν σταμάτησε να την ψαλιδίζει, ακόμα κι όταν το ταλέντο της είχε διαφανεί και η επιτυχία της ήταν δεδομένη. Ο Περ Φλι δεν δίνει ποτέ πνοή στους άψυχους διαλόγους (η σκηνή της Μόνικα με την  Έλα Φιτζέρλαντ μοιάζει με ονειρική λεκτική ανταλλαγή μεταξύ μεταμφιεσμένων, καθόλου θρυλική και μάλλον ψεύτικη) και παρά τις πολλές αφορμές για κρεσέντι, προσπερνάει τα φανάρια με στόχο να φτάσει αξιοπρεπώς στον προορισμό του –που δεν σημαίνει πως φτάνει στο τέλος της Ζέτερλουντ, μια και δεν θίγει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που δοκίμασε, όταν η σκολίωσή της χειροτέρεψε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει, με μεγάλο προσωπικό τίμημα. Στα συν η μουσική φυσικά (μια συλλογή από στάνταρ, αθάνατα και καλοηχογραφημένα κομμάτια) και η παραπάνω από αξιοπρεπής προσπάθεια της Έντνα Μάγκνασον να τραγουδήσει, επιδεικνύοντας μια ταιριαστή και σωστή φωνή για το είδος, και μάλιστα βγάζοντας το feeling μιας τραγουδίστριας που παίζει αντί μιας ηθοποιού που παίρνει το ρίσκο να τραγουδήσει, όπως ένα πρόσωπο που έζησε στην πραγματικότητα