Στον Υπέροχο Γκάτσμπι θυμηθήκαμε τον ήρωα χωρίς πρόσωπο σε μια πλαστογραφημένη πορεία προς τον πολυπόθητο πλουτισμό και το χαμένο κορίτσι της νεότητάς του. Ο Τζέι Γκάτσμπι ήταν ένας γρίφος που είχε χτίσει έναν ονειρικό κόσμο, ζηλευτό και άξιο θαυμασμού – η πεμπτουσία του αμερικανικού ονείρου, ανεξάρτητα από την ουτοπική διεκδίκησή του. Για να φτάσει ως εκεί, στο Ζάναντου της χλιδής, έπρεπε να πλαστογραφήσει την ταυτότητά του σε μια χώρα όπου η «επανεφεύρεση», το περίφημο reinvention της προσωπικότητας, αποτελεί δόκιμο φαινόμενο.

Ο ψυχαγωγικός Οδηγός Διαπλοκής διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’70 και πραγματεύεται τα πολλαπλά προσωπεία και την οργανωμένη απάτη. Ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ, μεταφέροντας ένα έξυπνο (αλλά στοιχειωμένο, καθώς κανένα στούντιο δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό) σενάριο του Γουόρεν Σίνγκερ, ξεκινά από ένα ζευγάρι κομπιναδόρων, τον Ίρβιν Ρόζενφελντ και τη Σίντνεϊ Πρόσερ (Κρίστιαν Μπέιλ και Έιμι Άνταμς), οι οποίοι αναγκάζονται να συνεργαστούν με τον ορεξάτο πράκτορα του FBI Ρίτσι ντι Μάσο (Μπράντλεϊ Κούπερ). Θα τους βοηθήσει ο δημοφιλής και περίπου άσπιλος δήμαρχος του Νιου Τζέρζι, Κάρμιν Πολίτο (Τζέρεμι Ρένερ), να παγιδεύσουν διεφθαρμένους πολιτικούς και μαφιόζους, ανάμεσά τους και τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και θα τους ανακατέψει η απρόβλεπτη σύζυγος του Ρόζενφελντ (Τζένιφερ Λόρενς). Στον Οδηγό Διαπλοκής δεν υπάρχουν λουσάτα παλάτια και τρελά πάρτι. Δεν βρισκόμαστε, άλλωστε, στα ’20s και οι ήρωες δεν είναι παράνομοι άρχοντες που επιδεικνύονται αλλά μεσάζοντες με μάσκες όλων των ειδών που θέλουν να κρατήσουν χαμηλό προφίλ: Ο Ρόζενφελντ τακτοποιεί την αραιή χωρίστρα του και ο Ντι Μάσο βάζει ρόλεϊ για να κατσαρώσει τα μαλλιά, ίσως για να φαίνεται πιο σέξι. Η Πρόσερ κρύβεται πίσω από γούνες και μια αινιγματική αγγλική προφορά, ενώ η εν διαστάσει σύζυγος, Ρόζαλιν, χρησιμοποιεί ένα βερνίκι νυχιών που μυρίζει λουλούδια και σκουπίδια ταυτόχρονα και φροντίζει να το πει σε όλους, για να μην παρεξηγηθεί για εντελώς επιδερμική (που είναι...). Παράλληλα, η ντίσκο μόδα στα ρούχα, με τα χαρακτηριστικά κιτσάτα trois pièces για τους άνδρες και τη Χάλστον και Γκούτσι αισθητική, με τις εντυπωσιακές γούνες, τα μαλακά υφάσματα και τα σέξι ντεκολτέ για τις γυναίκες (σαλπάρει για Όσκαρ ο ενδυματολόγος Μάικλ Γουίλμινγκτον), συναγωνίζεται τη μετα-Γουότεργκεϊτ δυσωδία της ευρείας διαφθοράς.

Ο Ράσελ κρατάει και πετάει ό,τι νομίζει από το πραγματικό σκάνδαλο Abscam που έκαψε πολύ κόσμο στα τέλη της δεκαετίας του ’70, διασκεδάζει επιδέξια με το υλικό του και δεν θέλει να πει κάτι συγκεκριμένο, παρά να διαπιστώσει πως τα λάθη πληρώνονται, συνήθως ανάλογα με τον βαθμό σοβαρότητάς τους. Ασυζητητί, το σενάριο είναι ένα μικρό διαμάντι δομής και ο Ράσελ έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στη διττή απόδοση των χαρακτήρων: όλοι είναι εξίσου αστείοι και κακομοίρηδες, φιλόδοξοι και τρωτοί. Όπως και στον Οδηγό Αισιοδοξίας, το σύμπαν του Ράσελ κατοικείται από ετοιμόρροπους εκκεντρικούς που φτιάχνονται με μεγάλες ιδέες, πράττουν μικροπρεπώς κι ελπίζουν να βολέψουν τις φιλοδοξίες τους με όποιον τρόπο μπορούν. Ο σκηνοθέτης τούς καταλαβαίνει, αλλά τους φαλκιδεύει. Κατακερματίζει το κόλπο αντί να το κρατήσει σε μια συμπαγή γραμμικότητα – όπως έκανε ο Μπεν Άφλεκ στο Επιχείρηση Αργώ. Γι’ αυτό και οι ερμηνείες είναι πιο ενδιαφέρουσες, καθώς οι χαρακτήρες μάχονται και διασταυρώνονται συνεχώς. Όλοι οι ηθοποιοί είναι απολαυστικοί, από τον παραφουσκωμένο Κρίστιαν Μπέιλ μέχρι τον Ντε Νίρο, σε σύντομη εμφάνιση. Ίσως οι γυναίκες ξεχωρίζουν λίγο περισσότερο γιατί εξαρτούν την κοινωνική τους τοποθέτηση από τη συναισθηματική διεκδίκηση του ίδιου άνδρα, δίνοντας έξτρα παράσταση θηλυπρέπειας και κατινιάς – η Έιμι Άνταμς συνεχίζει να εκπλήσσει με τις αλλαγές της και η Τζένιφερ Λόρενς, εκτός από τον δυναμισμό και την ευστροφία της, βγάζει γέλιο ψευτο-τραγουδώντας το «Live and let die» του Πολ Μακάρτνεϊ, ενώ ξεσκονίζει σε μια σκηνή ανθολογίας.