«Η Νίκη στους καταρράκτες»: Ένα καλοκαιρινό διήγημα του Άκη Δήμου για τη LIFO

«Η Νίκη στους καταρράκτες»: Ένα καλοκαιρινό διήγημα του Άκη Δήμου για τη LIFO Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Γιώργος Γούσης/LIFO
0

Στη Δήμητρα Ματσούκα

 

Kυριάκο, δεν με νίκησες, μη βιαστείς να χαρείς.

Όταν θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές, εγώ θα είμαι στο καράβι, δεκαέξι, μπορεί και δεκαοχτώ ναυτικά μίλια από την Αλεξανδρούπολη, σε απόσταση αναπνοής από τη Σαμοθράκη. Προχωρημένο μεσημέρι στο κατάστρωμα και από το βάθος θα 'ρχονται πουλιά, προφανώς γλάροι, αλλά μπορεί και πελαργοί ή ερωδιοί, ίσως και τ' άλλα που τα λένε καρδινάλιους και που δεν ξέρω ούτε πώς είναι, ούτε αν ακολουθούν καράβια, αλλά μ' αρέσει τ' όνομά τους, περιέργως πώς με ηρεμεί. Έτσι να με φαντάζεσαι: πλησίστια.

Ολομόναχη, μ' ένα κίτρινο φόρεμα που δεν το 'χω βάλει ποτέ γιατί δεν μου 'κανε - το είχα βρει μισοτιμής και το 'χα πάρει δυο νούμερα μικρότερο με την προοπτική πως κάποια στιγμή θ' αδυνατίσω και να που συνέβη. Δεκατέσσερα κιλά μείον από Νοέμβρη μέχρι Απρίλιο, αθόρυβα κι αργά, χωρίς κόπο, ούτε δίαιτες, ούτε υστερίες. Δεν ξέρω πώς έγινε, ακατάσχετη η απώλεια βάρους, κυρίως μετά τον θάνατο του Χατζηπαρασίδη και τη συνακόλουθη αναγκαστική περίοδο της ανεργίας μου. Άλλος γέρος δεν υπήρχε για ντάντεμα ούτε και πρόκειται, το έχω ορκιστεί. Δεν τέλειωσα ολόκληρη Δραματική για να σέρνω μια αναπηρική στα ξεκοιλιασμένα πεζοδρόμια της Μητροπολίτου Ιωσήφ και των πέριξ. Εγώ, μια γεννημένη ντάμα, άλλο δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να μαραίνεται. Ή τραγωδός ή άνεργη, εκατομμύρια με την ίδια μοίρα σ' αυτήν τη χώρα, μια χαρά μπορώ να ζήσω με μαρούλι και Φιλαδέλφεια λάιτ, το απέδειξα. Ακόμη και στη μελιτζανόπιτα της μάνας σου ανένδοτη, άθικτο το 'χω το ταψί στο ψυγείο, μόλις αδειάσει να κάνεις απόψυξη.

Ούτε να φουντάρω από ψηλά πρόκειται, δεν ζω εγώ για ν' αυτοκτονήσω. Ούτε, το ξαναλέω, για να διαβάζω τη Λαίδη Τσάτερλι σε υπερήλικες ζω, ούτε για να παίζω τη Χάιντι στα παιδικά, αν θέλουν Ανδρομάχη, να συμφωνήσω, αν πάλι όχι, με γεια τους οι κρυόκωλες που διαλέγουν. Θα τα σκεφτώ όλ' αυτά στο κατάστρωμα, δευτερόλεπτα μετά τη στιγμή που θα περάσει απ' τον νου μου η πιθανότητα μιας θεαματικής ρίψης στο Θρακικό, πλην θα την απορρίψω αμέσως, η αποδημία μου μέσω πελάγους ας παραμείνει μια θερμή ποιητική εικόνα, εσαεί φανταστική και αφρισμένη.

θα πλησιάζω -συνέχισε να με φαντάζεσαι- όλο και περισσότερο το λιμάνι της Καμαριώτισσας, θα φαίνεται κιόλας το Σάος που οι ντόπιοι το λένε Φεγγάρι, 1.611 μέτρα η κορυφή του, 1.611 και τα τελευταία λεφτά μου στην Εθνική, να που ήρθε η ώρα να το μάθεις τόσο καιρό που με πιλατεύεις. Για υψόμετρο μπορεί να είναι αμύθητα, θα ευφυολογήσω χαμογελώντας μόνη μου, για να ζήσεις δεν φτάνουν, μη γελάς σαν ηλίθιος. Εγώ δεν είμαι βουνό, έχω άλλες ανάγκες, κι αν ήμουν, θα 'μουνα σίγουρα χαμηλότερο, γεμάτο καστανιές, θάμνους ευωδιαστούς και λιλιπούτειες κουφάλες, καταλύματα για περιπλανώμενες σαύρες. Και πάλι Νίκη θα με λέγανε, πάντοτε Νίκη. Κι ας με κορόιδευες μια ζωή «Νίκη, Νίκη, η ζωή μαζί σου μανίκι» - εγώ τι να πω, με τι ομοιοκαταληκτεί το Κυριάκος; Με τίποτα δεν ταιριάζεις εσύ, πουθενά δεν κουμπώνεις.

Δεν ξέρω πώς μου ήρθε η Σαμοθράκη, μη με ρωτάς. Εδώ δεν ξέρω πώς μου 'ρθαν τόσα και τόσα, από το μεσημέρι που θάψαμε τον Χατζηπαρασίδη εγώ κι ο γιος του ο μεγάλος, ο Σωτήρης -ο άλλος είναι στον Καναδά, δεν προλάβαινε-, τα πάνω κάτω η ζωή μου, ξεμαλλιασμένη κι ασυνάρτητη. Από παντού δανεικά: λεφτά, αισθήματα, οι παλάμες του γέρου στα μπούτια μου, χλιαρά νερά απ' το λάστιχο του μπαλκονιού και ξηλωμένα αστέρια στα μπουγαδόσκοινα. Λάθος όλα, και πιο πολύ εσύ.

Και τα φιλιά σου ακόμα υποθηκευμένα, να πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Έχει νόημα να σ' τα θυμίζω; Αναρωτιέμαι. Αλλάζει τίποτα; Τίποτα, αλλά και να ξεχάσω, ακατόρθωτο. Και θα τα θυμηθώ πάλι όλα, εκεί, στο κατάστρωμα, ανάμεσα στη Λήμνο και την Ίμβρο, κι άλλα πουλιά απ' το βάθος, κι άλλα κύματα. Θα τσαλακώνω το κουτάκι της μπίρας στη χούφτα μου απαρηγόρητη, με το μυαλό μου στους καταρράκτες του νησιού και στις βάθρες του, λιμνάζοντας κι εγώ, ανελέητα ιδρωμένη, τίποτα δεν θα θέλω να με νοιάζει, θα μπορέσω.

Ξημερώνοντας η πρώτη μου μέρα στη Σαμοθράκη θα τρέξω στον Φονιά για να ξεπλυθώ. Θα με τυλίξει ρωμαλέος ο χείμαρρος, πόση ώρα θέλει για να βγούνε τόσοι χειμώνες από πάνω σου, αφού δεν ήταν μόνο ο τελευταίος -ο θανατηφόρος για τον Χατζηπαρασίδη- αλλά και όλοι οι προηγούμενοι. Κρύα διαμερίσματα και ταριχευμένα κρεβάτια, παγερές οντισιόν και παγωμένες υποσχέσεις, μόνιμες αφραγκίες και περιστασιακές στιγμές ανακούφισης - κυρίως εκείνα τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά που κράταγα στα χέρια μου τα πενηντάευρα του μακαρίτη εργοδότη μου, πριν βάλω κάτω μολύβι και χαρτί και δω πως δεν μου φτάνουν και πως, αν δεν ήθελα να ξαναπαίξω μπροστά σ' έναν εσμό κακομαθημένων νηπίων τη γελαδοθρεμμένη παρθένα των Άλπεων, καλά θα έκανα να βρω κάτι άλλο. Το οποίο άλλο ποτέ δεν μπόρεσα να προσδιορίσω με σαφήνεια, άρα ούτε και να το κυνηγήσω. Πού αντοχές; Εδώ δεν είχα το κουράγιο να κυνηγήσω εσένα τόσα βράδια που χανόσουνα ένας Θεός ξέρει πού.

Αδύναμη, όπως πάντα, και τώρα, θα πέσω στα χέρια του Φονιά. Ηλιοβασίλεμα μ' όλο τον καταρράκτη καταπάνω μου, ασφυκτικά σφιγμένη στα νερά του, όλες οι απαντήσεις μιλημένες απ' το στόμα του. Κι ας μην τις ψάχνω πια, ας μη μου χρειάζονται. Ας μη μου χρειάζεται κανείς, εγώ από τ' ασήμαντα και τα παραπεταμένα θα βρω την άκρη: ιριδισμοί στις βάθρες και θροΐσματα των πλατανιών, τ' αυλάκια μιας τυχαίας πέτρας στην παραλία κι ένα φτερό αφημένο στην ψηλότερη πολεμίστρα του Πύργου των Γατελούζων, φεγγάρια που κατρακυλάνε στις πλαγιές κι ο ουρανός μια θάλασσα. Από κάτι δυσανάγνωστα μονοσύλλαβα ολόκληρη η αφήγηση του μέλλοντός μου, χαράματα στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, Ιέρεια απ' τα δέκα μου, να σβήνει ο άνεμος στ' αυτιά μου, αναγγέλλοντας τις νίκες μου που έρχονταν - τον ακούς τον αέρα, Κυριάκο; Και τι σου λέει εσένα, του εκ γενετής κουφού, μόνο στου εγωισμού σου τα μουγκρίσματα τ' αυτιά σου ανοιχτά;

Θα τα ξεδιαλύνω όλα εγώ στη Σαμοθράκη. Δουλειές και έρωτες κι εκείνο το ανεξήγητο πλάκωμα στο διάφραγμα τα βράδια του Σαββάτου. Ούτε έναν κόμπο δεν θ' αφήσω άλυτο, το ξέρω το ταλέντο μου καλύτερα απ' τον καθένα. Πάντα, εξάλλου, με τραβούσαν τα μυστήρια, εκπαιδευμένη από νήπιο να βρίσκω τις λύσεις, τις κρύπτες και τους μυστικούς συνδυασμούς. Ό,τι στοίχημα θες ότι θα 'μουν η πρώτη στις τελετές των Καβείρων - σου 'χει μείνει κάνα δίευρο να στοιχηματίσεις ή σ' τα 'φαγαν όλα τα φρουτάκια; Ακόμα και θαμμένη να με βρουν, με τα φτερά μου και

τα δύο άθικτα, απλωμένα, θα με ξεθάψουν. «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα!», θα φωνάξει ένας εργάτης στον επικεφαλής της ανασκαφής κι όλο το συνεργείο θα τρέξει να με υποδεχτεί με αλαλαγμούς, τρομάζοντας στη θέα μου έτσι θεόρατη όπως θα 'μαι, μαρμάρινη και φλογερή, πραγματική νικήτρια πρώτη φορά στη ζωή μου.

Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2017

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ