Επιμέλεια: Γιάννης Πανταζόπουλος
 

Έχετε διαβάσει ποτέ ένα βιβλίο τόσο δυνατό, που να σας έκανε να σκεφτείτε: «Μακάρι να το είχα γράψει εγώ;». Αν ναι, δεν είστε μόνοι. Το ίδιο έχουν νιώσει και μερικοί από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς.

Όταν θέτεις σε έναν δημιουργό ένα τέτοιο ερώτημα, προφανώς δεν ζητάς απλώς έναν τίτλο. Ζητάς κάτι πολύ πιο πολύτιμο: ένα κομμάτι από το αναγνωστικό του σύμπαν. Οι απαντήσεις τους μοιάζουν με μικρές εξομολογήσεις. Φανερώνουν τι τους εμπνέει, τι τους συγκινεί, ποια έργα θαύμασαν τόσο βαθιά ώστε, έστω για μια στιγμή, να ευχηθούν πως θα μπορούσαν να τα είχαν γράψει οι ίδιοι.

Τους ζητήσαμε να μας ανοίξουν για λίγο την πιο μυστική γωνιά της βιβλιοθήκης τους, να μη μας μιλήσουν απλώς για ένα βιβλίο που αγάπησαν αλλά για εκείνο που νιώθουν σχεδόν προέκταση του εαυτού τους. Οι Μάρκες, Κούντερα, Λέσινγκ, Τσέχοφ, Όμηρος, Σπαρκ, Χρηστοβασίλης, Αξιώτη, Παπαδιαμάντης, Καμιλέρι, Καραπάνου, Τοκάρτσουκ, Χάμσουν, Ντιντιελοράν, Ντοστογιέφσκι, μεταξύ άλλων, έγιναν η αφορμή για μια σειρά από προσωπικά κείμενα που δείχνουν τι σημαίνει ένα βιβλίο να σε επηρεάζει σημαντικά.

Το αποτέλεσμα; Ένα απρόσμενο λογοτεχνικό ψηφιδωτό. Είκοσι τρεις φωνές, είκοσι τρεις διαδρομές που εξηγούν τι τους διαμόρφωσε, τι τους καθόρισε, τι τους ώθησε να γράφουν τις ιστορίες που σήμερα διαβάζουμε. Ένας χάρτης φτιαγμένος από βιβλία που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη σκέψη τους.

01
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό χρόνια μοναξιά

Μτφρ.: Μαρία Παλαιολόγου

Εκδόσεις Ψυχογιός

Κώστας Ακρίβος
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό χρόνια μοναξιά

«Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον είχε πάει να γνωρίσει τον πάγο».

Αυτή είναι η εναρκτήρια περίοδος από το Εκατό χρόνια μοναξιά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Είκοσι οχτώ λέξεις, τρία ρήματα, η εκτίναξη της πρώτης λάβας από τις εικόνες που μέλλεται να ακολουθήσουν. Παρόν, παρελθόν και μέλλον σαρκώνονται εν ριπή οφθαλμού σ’ έναν αφηγηματικό ωκεανό, όπου οι θάλασσες μιας χρονικής χώρας μπαίνουν ήρεμα και σαγηνευτικά στα νερά κάποιας άλλης.

Το ξάφνιασμα ωστόσο έχει και συνέχεια: «Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα στην όχθη ενός ποταμού […] σε μια κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες σαν προϊστορικά αβγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος ώστε πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να δείξεις με το δάχτυλο».

Η ιστορία γίνεται θρύψαλα, η γεωγραφία εξαερώνεται. Με άλλα λόγια: ο άνθρωπος έκανε τις λέξεις ή οι λέξεις τον άνθρωπο;

Είναι καλό για έναν δημιουργό να ομολογεί πως υπάρχουν βιβλία που τα «ζηλεύει», αν και δεν θα τα φτάσει ποτέ, όσο μελάνι κι αν ξοδέψει στα δικά του γραπτά. Όμως, έτσι κατορθώνει να πατήσει στο Πρώτο σκαλί του Καβάφη και να κατακτήσει τη βασική αρετή της συγγραφής: την ταπεινότητα.

 

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

02
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Μιχάλης Αλμπάτης

Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς

Μτφρ.: Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης

Εκδόσεις Ηρόδοτος

Μιχάλης Αλμπάτης
Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς, Ο θάνατος του κυρίου Γκολούζα

Η λογοτεχνική φόρμα της νουβέλας μού είναι ιδιαίτερα αγαπητή· το διήγημα καλείται να συμπυκνώσει, το μυθιστόρημα ανυπομονεί σαν ποταμός να ξεδιπλωθεί, στο πρώτο, προτού ακόμα γνωρίσουμε τους ήρωες πρέπει να τους αποχωριστούμε, στο δεύτερο η φλυαρία γίνεται συνήθως αναπόφευκτη. Η νουβέλα, εκτεταμένο διήγημα ή σύντομο μυθιστόρημα, είναι σε θέση να συνδυάσει τα προτερήματα και των δύο ειδών και να αποφύγει τις παγίδες τους, να είναι περιεκτική και αναλυτική μαζί, να πλάσει έναν ολόκληρο κόσμο αλλά να μας προσφέρει παράλληλα τον κατάλληλο χρόνο για να τον περιδιαβούμε.

Ο Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς στον Θάνατο του κυρίου Γκολούζα καταφέρνει με θαυμαστό τρόπο όλα τα παραπάνω. Έχουμε έναν ήρωα μυστηριώδη απ’ τη μια και ταυτόχρονα τόσο συνηθισμένο, που τον κινεί μια απόφαση τόσο καίρια, η οποία όμως σαν να πάρθηκε από βαρεμάρα. Βρίσκεται από τύχη σε μια πολίχνη και είναι ο Ξένος, το αρχέτυπο τόσων ιστοριών, που συγκεντρώνει επάνω του καχυποψία και θαυμασμό, που αναταράσσει τη βαλτωμένη πραγματικότητα και πυροδοτεί εξελίξεις.

Τελικά η κοινότητα καταλαμβάνει τη θέση του ήρωα, γίνεται αυτή ο πρωταγωνιστής, σε μια εξέλιξη που χτίζεται σοφά και υπομονετικά, σκαλοπάτι το σκαλοπάτι, κι αφού κάνει το κίνητρο του ήρωα κίνητρο δικό της, τον εγκολπώνεται και τον χρησιμοποιεί για έναν αρχέγονο ρόλο. Η ψυχολογία του ήρωα και η ψυχολογία της μάζας ανελίσσονται σφιχταγκαλιασμένα, σαν σε ένα εναέριο τανγκό, ως το λυτρωτικό κρεσέντο, σε ένα κείμενο όπου μέσα του αντηχούν αντίλαλοι από το θέατρο του παραλόγου, υπαρξιστικοί ψίθυροι και μια στιβαρή θεωρία της εξιλαστήριας θυσίας.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

03
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Ευτυχία Γιαννάκη

Έρση Σωτηροπούλου, Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές

Εκδόσεις Πατάκη

Ευτυχία Γιαννάκη
Έρση Σωτηροπούλου, Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές

Δεν είναι όλα τα βιβλία φτιαγμένα για να τα φυλάς στο ράφι σαν κειμήλια. Κάποια σε βρίσκουν ξανά και ξανά, σε άλλες ηλικίες, με άλλους τρόπους. Το Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές της Έρσης Σωτηροπούλου, γραμμένο στις αρχές των ’90s, είναι ακριβώς τέτοιο βιβλίο: αντέχει γιατί ξέρει να κινείται με τον δικό του ρυθμό, αλλόκοτο και ειλικρινή.

Μιλά για τέσσερις νέους και ένα παιδί που δοκιμάζουν να σταθούν όρθιοι μέσα σε έναν κόσμο ασθένειας, μοναξιάς και επιθυμίας. Οι ιστορίες τους δεν δένονται σε ευθεία γραμμή, αλλά σε τεθλασμένη: ζιγκ ζαγκ που αλλάζει οπτικές, αφήνει θραύσματα διαλόγων, ανοίγει κενά. Και μέσα σε αυτά τα κενά, χτυπάει ένας συναισθηματικός παλμός. Tο Ζιγκ ζαγκ δεν είναι νοσταλγία των ’90s, είναι manual για το πώς επιβιώνεις όταν φοβάσαι να νιώσεις.

Η γραφή είναι κοφτή, ειρωνική, με χιούμορ που ισορροπεί το σκοτάδι. Η ποιητική λεπτομέρεια σώζει τους ήρωες από τη σιωπή. Αν τότε θεωρήθηκε προκλητικό, σήμερα μοιάζει προφητικό. Γιατί, όπως λέει η Σωτηροπούλου, «το μεγάλο ταμπού δεν είναι το σεξ αλλά το συναίσθημα».

Το Ζιγκ ζαγκ παραμένει ζωντανό όχι επειδή μιλά για μια εποχή, αλλά γιατί καταγράφει το μόνιμο ρίσκο: το να αφήνεσαι στο αβέβαιο των άλλων και του εαυτού σου χωρίς εγγυήσεις.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

04
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης

Μτφρ.: Κατερίνα Δασκαλάκη

Εκδόσεις της Εστίας

Νίκος Δαββέτας
Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης

Έχω ζηλέψει δεκάδες μυθιστορήματα αγαπημένων συγγραφέων που ξέρω ότι ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν θα μπορούσα να πλησιάσω, αλλά τελείως αυθόρμητα σήμερα θα διάλεγα ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του Μίλαν Κούντερα, την Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης. Και μόνο για τον τίτλο του, θα άξιζε να αναφερθεί ίσως πολλές φορές, το επιλέγω όμως γιατί τελειώνοντας πρόσφατα την τρίτη ανάγνωσή του διαπίστωσα ότι κάθε φορά διαβάζω ένα διαφορετικό μυθιστόρημα! Είναι σαν παρτιτούρα μουσικού έργου που η εκτέλεσή του κάθε φορά δίνει διαφορετικό ήχο. Στην αρχή νομίζεις ότι διαβάζεις πολιτικό μυθιστόρημα, μετά ερωτικό, κατόπιν φιλοσοφικό ή ψυχαναλυτικό, ο συγγραφέας «παίζει» με όλα τα είδη για να αναδείξει τελικά τη συνθετότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στον πυρήνα της αφήγησης στέκει ακίνητος ο απλός άνθρωπος που παλεύει να αποφύγει τη δυσμενή ιστορική συγκυρία και να δώσει κάποιο στοιχειώδες νόημα στην ελαφρότητα της ίδιας του της ζωής. Η διάρθρωση του έργου είναι μοναδική: μικρά κεφάλαια που αλληλοσυμπληρώνονται, που περιγράφουν την κοινότοπη ανθρώπινη τραγωδία χωρίς ίχνος συναισθηματισμού, συνθηματολογίας ή πρόσκαιρου εντυπωσιασμού με βαρύγδουπες φράσεις. Ένα πραγματικό κέντημα που ευχαρίστως θα ξήλωνα για να δω αν θα μπορούσα να το ξαναφτιάξω, έστω πιο άτεχνα, σίγουρα πιο άτσαλα.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

05
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Ντόρις Λέσινγκ, Το χρυσό σημειωματάριο

Μτφρ.: Έφη Τσιρώνη

Εκδόσεις Διόπτρα

Άντζελα Δημητρακάκη
Ντόρις Λέσινγκ, Το χρυσό σημειωματάριο

Το μυθιστόρημα που θα ήθελα να είχα γράψει είναι Το χρυσό σημειωματάριο της Ντόρις Λέσινγκ. Ας πω με τα λόγια της «Guardian» (που το 2015 το κατέταξε στη θέση 82 των 100 σημαντικότερων μυθιστορημάτων που γράφτηκαν ποτέ) περί τίνος πρόκειται: «Ένα από τα θεμελιώδη κείμενα του γυναικείου κινήματος που ξεπήδησε τη δεκαετία του ’60, αυτή η σπουδή μιας διαζευγμένης μητέρας που αναζητά προσωπική και πολιτική ταυτότητα παραμένει ένα προκλητικό και αμετανόητο φιλόδοξο επίτευγμα». Προσωπικά, θυμάμαι ότι όταν το διάβασα, γύρω στο 2010, σκέφτηκα ότι δεν θα είχα καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του –είναι ένα δαιδαλώδες έργο– αν δεν ήμουν μητέρα, αν δεν ήμουν σε θέση να αναφωνώ «ναι, έτσι είναι, έτσι νιώθω». Από την άλλη, το ότι μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τι ένιωθε μια γυναίκα με παιδί στη δεκαετία του ’50, μού προκαλούσε κατάπληξη και ήταν από μόνο του ένα μάθημα. Μήπως δεν είχε αλλάξει τίποτα ενώ προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι είχαν αλλάξει τα πάντα στη ζωή των γυναικών; Το Χρυσό Σημειωματάριο είναι, με μια (φεμινιστική) έννοια, ένα μυθιστόρημα τρόμου. Η αποικιοκρατία, η σεξουαλική επιθυμία, η έννοια «κόρη», η ανθρώπινη διάνοια... η καταγραφή όπου το ονειρώδες συμπληρώνει το ιστορικά καταγεγραμμένο. Το μυθιστόρημα ανοίγει μια επικίνδυνη πόρτα κατάβασης στην εσωτερικότητα που χτίζουν οι αντικειμενικές συνθήκες, και το 2025 δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο ισχυρότερο διανοητικό αντίδοτο απέναντι στην πεζότητα, ομοιομορφία και «αμερικανικότητα» του μεταφεμινισμού των influencers. Η Λέσινγκ, που τιμήθηκε με το Νόμπελ κυρίως για το συγκεκριμένο «επικό» της έργο, κατάφερε να ζωντανέψει μια γυναικεία μαρτυρία μεταξύ σπαραγμού, θάρρους, αυτοκριτικής. Ίσως το βιβλίο είναι η σύσταση μιας αφύπνισης, ίσως αυτή είναι η αίσθηση που συγκλονίζει, καθώς προέρχεται από μια εποχή που οι επαναστατημένοι άνθρωποι ήθελαν να φτιάξουν και όχι να χάσουν τον εαυτό τους. Δεν θα ήθελα να ζω σε έναν κόσμο ως γυναίκα χωρίς αυτό το βιβλίο. Ευτυχώς, δεν χρειάζεται.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

06
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Mύριελ Σπαρκ, H δεσποινίς Τζην Μπρόντι στην ακμή της

Μτφρ.: Νίκος Γριπιώτης

Εκδόσεις Καστανιώτης

Λένα Διβάνη
Mύριελ Σπαρκ, H δεσποινίς Τζην Μπρόντι στην ακμή της

Δεν είναι ένα, είναι πολλά τα βιβλία που ζηλεύω και θα ήθελα να είχα γράψει εγώ. Αλλά αφού με πιέζετε να ξεχωρίσω ένα, θα δώσω την ψήφο μου στη Μύριελ Σπαρκ και στο διαβόητο H δεσπονίς Τζην Μπρόντι στην ακμή της. Ασφαλώς η Σπαρκ είναι λογοτεχνικά λιγότερη από τον Λώρενς Στερν ή τον Ντοστογιέφσκι –άλλες διακεκριμένες υποψηφιότητές μου– αλλά υπήρξε περιέργως επιδραστικότερη για μένα, κι αυτό μέτρησε πολύ. Εξηγούμαι: η απίθανη αυτή Σκωτσέζα, που στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δούλεψε ως προπαγανδίστρια, στο άνθος της συγγραφικής της δεινότητας έγραψε ένα μικρό, εκμαυλιστικό και αιχμηρό αριστούργημα, που έφτασε στα χέρια μου όταν ήμουν λίγο μεγαλύτερη από τις μαθήτριες της ακαταμάχητης δεσποινίδας Μπρόντι, έτοιμη να αιφνιδιαστώ, να μαγευτώ, να ανατραπώ, να ξεπέσω και να αναδυθώ. Η Σπαρκ, με ευφυΐα, χιούμορ και ανήκουστη τόλμη, έβαλε στο τραπέζι όλα τα μεγάλα ζητήματα που ταλανίζουν κάθε νεαρή ψυχή την ώρα που ψάχνει το σχήμα της, την ηθική της σπονδυλική στήλη. Ποια είμαι εγώ ως άτομο και ποιο είναι το αντίτιμο για να με δεχτεί η ομάδα στην οποία λαχταρώ να ανήκω; Είναι ο θαυμασμός το υπέρτατο δόλωμα; Έχει περισσότερη γοητεία η υποταγή ή η άσκηση ελέγχου πάνω στους άλλους; Οι ήρωες της Σπαρκ, διχασμένοι μεταξύ του φωτός και του σκοταδιού τους, άνοιξαν περίεργα μονοπάτια στην παραπαίουσα εφηβική ψυχή μου και θρονιάστηκαν για πάντα μέσα μου σαν να ήταν άνθρωποι κανονικοί με τους οποίους έζησα. Το ξαναδιάβασα πρόσφατα και έμεινα άφωνη με τη δεύτερη ζωή που διεκδικούν με το σπαθί τους. Πολύ θα διασκέδαζε με το σημερινό πολιτικά ορθό discourse η αδίστακτη Μύριελ Σπαρκ, που έβαλε τόσο απροκάλυπτα και τόσο αθώα τη μις Μπρόντι να φλερτάρει με τη μαστροπεία και τον φασισμό. Γιατί άραγε έκανε αξιαγάπητη μια τόσο σκοτεινή φιγούρα; Τι θα έλεγαν οι σημερινές μαθήτριες αν συναντούσαν μια μις Μπρόντι; Πιστεύω ότι θα την ερωτεύονταν κι αυτή και τον εραστή της και τον ολισθηρό, τον αντισυμβατικό, τον σέξι και επικίνδυνό της κόσμο. Έφηβες και ορθό contradiction in terms…

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

07
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Χρήστος Χρηστοβασίλης, Τα διηγήματα της στάνης

Εκδόσεις Ζήτρος

Σωτήρης Δημητρίου
Χρήστος Χρηστοβασίλης, Τα διηγήματα της στάνης

Στα διηγήματα του Χρήστου Χρηστοβασίλη ευωδιάζουν πλαγιές, βροχές και χιόνια, σύννεφα και βελάσματα, ψαλμωδίες και σάλαγοι, βοσκόπουλα και κλεφταρματωλοί. Η ενθεότης, η μυστηριακή ανθρωποφύση, οι κοινότητες, οι στάνες και οι δροσεροί γλωσσικοί ανθοί του Χρηστοβασίλη έπλεξαν ζείδωρο, γλωσσικό κουκούλι. Κουκούλι που προσφέρει στον αναγνώστη θαλπωρή, τόσο στα Διηγήματα της στάνης, όσο και στα διηγήματα της ξενιτιάς, του μικρού σκολειού, στα διηγήματα από τα χρόνια της σκλαβιάς.

Στα άκρως παραστατικά –σχεδόν ζωγραφιές– αυτά διηγήματα, η αναγνωστική ευφορία είναι παρούσα σε κάθε φράση. Δεν είναι μόνον η χαρίεσσα γλωσσική ρο'ι' τους –ρο'ι' που συνταιριάζει αρμονικά τα πράγματα με τις λέξεις– αλλά και οι χαμένοι τρόποι μιας άλλης, σχετικά νωπής, συλλογικής βιωτής. Βιωτής με γηγενείς, βαθύριζους τρόπους και στραφταλιστά φυλλώματα από βροχούλες και ηλιόθαμπος. Λίγο να αναμερίσει κανείς την κρούστα των σύγχρονων δυτικών τρόπων μας, αχολογά'ι' ένας λαός αγροτοκτηνοτροφικός.

Λαός με αδιάλειπτη μέρα την μέρα, ώρα την ώρα χειρότευκτη δημιουργία όπου η χρηστικότης συνταίριαζε απολύτως με την αισθητική. Με τα χέρια τους έπλαθαν την ποικίλη σκευή τους, τις λαμπρές φορεσιές τους, τα σκεπάσματά τους. Με τα χέρια αποσπούσαν με κάματο απ’ την φύση την τροφή τους. Μοιραίως, με τα χέρια έπλαθαν αυτήν την σπαρακτικής ομορφιάς γλώσσα. Σήμερα που τα χέρια μας ατρόφησαν, έγιναν παθητικά, σταμάτησε και η δημιουργία παροιμιών, ποιητικού εν γένει λόγου. Λάμπει αυτή η δημιουργία στα διηγήματα του Χρηστοβασίλη. Μπορεί να ήταν φτωχός ο εξωτερικός βίος αλλά ήτανε πάμπλουτη η εσωτερική στολή του. Εξάλλου το κριτήριο της φτώχειας είναι σχετικότατο, μάλλον το φτωχό μάτι βλέπει φτώχεια και μάλλον η ευκολία αφαιρεί νοστιμιά.

Αυτήν την γλωσσική και οικοτεχνική δημιουργία την γκρέμισε ο γραικιλισμός που ενέσκηψε στην χώρα μετά την εθνική απελευθέρωση. Κατά έναν μυστήριο τρόπο το Έθνος ήταν πνευματικά αυτόφωτο και ψυχικά ανθηρό υπό την τουρκική σκλαβιά. Έναντι ουδενός αλλοεθνούς δεν ένιωθε ο αμόρφωτος εντός εισαγωγικών πολίτης ανωτερότητα ή κατωτερότητα. Ήταν απολύτως ισότιμος, ήταν πολίτης του κόσμου. Σήμερα, μετά από δύο αιώνες σχολικής ψευτομορφώσεως, μαστιζόμαστε από ποικίλα συμπλέγματα. Πετσοκόψαμε τις ρίζες μας χλευάζοντάς τες κιόλας ως βλάχικα. Θέλησε η κουρούνα, λέει η παροιμία, να περπατάει σαν την πέρδικα κι έχασε και τον δικό της βηματισμό. Και το αστείο είναι πως ούτε εμείς ήμασταν κουρούνες –κάθε άλλο– ούτε και οι Ευρωπαίοι βέβαια πέρδικες. Τα φυλλώματα πλέον του σαθρόριζου εθνικού κορμού είναι φαιδρά, παρδαλά, μα'ι'μουδίστικα. Δυστυχώς δεν έμειναν αλώβητα τα γράμματα όπου κυριαρχεί ο λογοτεχνικός γραικιλισμός. Μα τον Χρηστοβασίλη; Τον νατουραλιστή, τον βουκόλο, τον ηθογράφο και ό,τι άλλο κατεβάζει η γκλάβα των γραικύλων; Ναι, τον Χρηστοβασίλη. Όχι μόνο γιατί προσφέρει μέγιστη εθνική και προσωπική αυτογνωσία, αλλά και γιατί ο λόγος του είναι ηδύς και δροσερός. Λαγαρή, κελαρυστή πηγή κρυφής πλαγιάς.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

08
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Δημήτρης Χατζής, Το τέλος της μικρής μας πόλης

Εκδόσεις Το Ροδακιό

Μάρω Δούκα
Δημήτρης Χατζής, Το τέλος της μικρής μας πόλης

Από τότε, στα πρώτα μου βήματα στο γράψιμο, με ακολουθούσε με το βαθύ, αιχμηρό βλέμμα της η Μυκονιάτισσα Μέλπω Αξιώτη. Η γλώσσα της με είχε συναρπάσει, καθώς συμπλέκονταν με το δικό μου κρητικό ιδίωμα οι δικές της νησιώτικες, σουρεαλιστικές ακροβασίες. Πέρασαν τα χρόνια, οι Δύσκολες νύχτες που ήθελα να κατορθώσω έγιναν Η αρχαία σκουριά με ψήγματα της Τριλογίας του Τσίρκα. Είχα, όμως, και Το τέλος της μικρής μας πόλης. Τι να πω; Υπήρξα τυχερή. Είχα πολλές δασκάλες και δάσκαλους. Ας πούμε, για το Καρέ Φιξ, βιβλίο που αγαπώ ιδιαιτέρως, είχα ζηλέψει τον Τσιφόρο.

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

09
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Όλγκα Τοκάρτσουκ, Τα βιβλία του Ιακώβ

Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου

Εκδόσεις Καστανιώτης

Ισίδωρος Ζουργός
Όλγκα Τοκάρτσουκ, Τα βιβλία του Ιακώβ

Το μυθιστόρημα που έχω θαυμάσει και κυριολεκτικά ζηλέψει είναι τα Βιβλία του Ιακώβ της Όλγκα Τοκάρτσουκ στην εξαιρετική μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ένα ανοικονόμητο αριστούργημα.

Υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα σε αυτό και στις Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο (Πατάκης 2014), που υπογράφεται από εμένα. Στο δικό μου μυθιστόρημα εμπεριέχεται η περίπτωση του Σαμπατάι Σεβί, ο οποίος έδρασε στην Ανατολική Μεσόγειο του 17ου αιώνα και χαρακτηρίστηκε ψευδομεσσίας. Η Θεσσαλονίκη κατείχε σημαντική θέση στη δράση του και οι οπαδοί του, οι Ντονμέ (ένα σύμμεικτο δόγμα μεταξύ μουσουλμανισμού και ιουδαϊσμού), διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της πόλης τους επόμενους αιώνες.

Στο μυθιστόρημα της Τοκάρτσουκ κεντρική φιγούρα είναι ο Ιακώβ Φρανκ, ιδιόρρυθμος προφήτης και μύστης, στην πραγματικότητα ένας επίγονος του Σαμπατάι. Το πρόσωπό του ανιχνεύεται ιστορικά στον 18ο αιώνα και απογειώνεται αφηγηματικά από την Τοκάρτσουκ. Ο Ιακώβ διέσχισε σύνορα και πεδιάδες της Ανατολικής Ευρώπης ακολουθούμενος από πλήθη πιστών, αλλάζοντας γλώσσες, ταυτότητες και πρακτικές.

Στις Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, ο επινοημένος πρωταγωνιστής περνά ως παιδί από τη Θεσσαλονίκη και γίνεται μάρτυρας στην αυτοανακήρυξη του Σαμπατάι σε Μεσσία. Είχα κατά νου να ξεκινήσω κάποτε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος, που θα περιστρεφόταν γύρω από τη ζωή και τη δράση κάποιων οπαδών του τους επόμενους αιώνες. Στα Βιβλία του Ιακώβ έχουμε ακριβώς αυτό, τις περιπέτειες ενός επιγόνου του σαμπαταϊσμού, το όνειρο και το ερώτημα μιας ενότητας διαποτισμένης από τον συγκρητισμό των θρησκειών. Η Τοκάρτσουκ υλοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τις αφηγηματικές ορίζουσες σ’ έναν ασταθή κόσμο και μας πρόσφερε ένα βιβλίο γραμμένο με μαεστρία και κόπο.

Ύστερα από αυτό το επίτευγμα, πιθανόν να μην έχει τόση σημασία να γραφτεί ένα ακόμη βιβλίο για τους επιγόνους του Σαμπατάι. Παρότι η εποχή μας τυραννιέται ακόμη από μεσσίες, διαδικτυακούς πια, με ανοιχτό το πεδίο της πλάνης και της χειραγώγησης.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ!

10
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Κνουτ Χάμσουν, Η Πείνα

Μετάφραση: Δημήτρης Παπαγρηγοράκης

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Θοδωρής Καλλιφατίδης
Κνουτ Χάμσουν, Η Πείνα

Σίγουρα υπάρχουν πολλά βιβλία από Έλληνες και ξένους συγγραφείς που θα ήθελα να είχα γράψει. Δεν τους ζήλευα όμως. Αντίθετα, με έκαναν να χαίρομαι και να θέλω να γράψω κι εγώ αυτά που μπορούσα να γράψω. Ένα βιβλίο, ωστόσο, που το διάβασα στα δεκαπέντε μου, με έκανε να ζηλέψω. Ήταν η Πείνα του Κνουτ Χάμσουν, που είχα δανειστεί από μια ιδιωτική βιβλιοθήκη κάπου στη Φιλελλήνων. Κάποιοι θα τη θυμούνται ακόμα. Ήταν τόσο διαφορετικά γραμμένο βιβλίο, με τόση ένταση και παρουσία στο κείμενο, που το ζήλεψα, ενώ ταυτόχρονα ήξερα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω έτσι.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

11
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Ζαν-Πολ Ντιντιελοράν, Ο αφηγητής του πρωινού τρένου

Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη

Εκδόσεις Πατάκη

Γιάννης Καλπούζος
Ζαν-Πολ Ντιντιελοράν, Ο αφηγητής του πρωινού τρένου

Μ’ εντυπωσίασε πώς ο συγγραφέας κατάφερε να χτίσει έναν κεντρικό ήρωα με ζωηρό ενδιαφέρον, τον μονόχνοτο και αποτυχημένο καθ’ όλα Γκιλέν, κι αναρωτιόμουν κάθε τόσο πώς θα εξελίξει τη μυθοπλασία, μέχρι να έρθει άλλη μια αναπάντεχη ανατροπή. Συνάμα με εντυπωσίασαν τα ευρήματα που χρησιμοποιεί, από την ανάγνωση μέσα στο τρένο των σελίδων που διασώζει ο Γκιλέν απ’ τη φοβερή μηχανή πολτοποίησης μέχρι τα γραφόμενα της Ζιλί τα οποία βρίσκει τυχαίως σε USB.

Βρήκα άκρως ενδιαφέρουσες τις αντιθέσεις που υπάρχουν στο κείμενο. Ο πρωταγωνιστής αγαπά τα βιβλία και συγχρόνως εργάζεται σε εργοστάσιο πολτοποίησης των αδιάθετων αντιτύπων, σε μια δουλειά την οποία μισεί. Είναι επίσης ενδιαφέρον το ότι αυτός, ο εσωστρεφής, φτάνει να διαβάζει στους τρόφιμους γηροκομείου· ότι ο έρωτας έχει θέση στο πιο άθλιο μέρος, στις τουαλέτες ενός εμπορικού κέντρου. Ο Τζουζέπε, του οποίου κατέφαγε τα πόδια η μηχανή πολτοποίησης, αντί να βλέπει αποκρουστικά ό,τι θα του θύμιζε το γεγονός αναζητά τα αντίτυπα του βιβλίου το οποίο τυπώθηκε από το εμποτισμένο με το αίμα και το κρέας του ανακυκλωμένο χαρτί. Αλλά και ο Γκιλέν, κόντρα στον συνήθη χαρακτήρα του, επιδίδεται σε οδύσσεια ανεύρεσης των εν λόγω αντιτύπων, ενώ φροντίζει με περισσή ευαισθησία να τα παρουσιάζει ένα ένα στον φίλο του παρατείνοντας τη χαρά του και μεταγγίζοντάς του ενδιαφέρον για να ζει.

Με γοήτευσε το ότι μέσα από τη σκοτεινιά, από ένα κείμενο όπου κυριαρχεί η ασχήμια, η μοναξιά και η θλίψη, ο συγγραφέας αντλεί διαυγές και αρωματικό απόσταγμα, λυτρώνοντας τους μυθοπλαστικούς πρωταγωνιστές και τους αναγνώστες. Το ότι προσφέρει, με όπλο τη μυθοπλασία, χαρακτήρες χωρίς κανένα ηρωικό στοιχείο· με το χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό, την τρυφερότητα, την αναμέτρηση του πνεύματος με το παμφάγο της τεχνολογίας και την ύλη γενικότερα, αισιοδοξία, ελπίδα και ομορφιά.

Κι όλα αυτά σε πολύ μικρή έκταση, μόνο στις 208 σελίδες της ελληνικής έκδοσης.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

12
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα και άλλα διηγήματα

Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Αγγέλα Καστρινάκη
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα και άλλα διηγήματα

Θα ήθελα να ήμουν εγώ εκείνη που έγραψε τη φράση «εὐλαβούμην νὰ εἴπω εἰς τὴν Ἁγίαν, ᾐσχυνόμην νὰ ὁμολογήσω πρὸς ἐμαυτόν, ὅτι ἤμην, ὀψὲ ἤδη τῆς ἡλικίας, λεία τοῦ πάθους καὶ ἕρμαιον…». Θα ήθελα να είχα εγώ ξεκινήσει το διήγημά μου με το «Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη» και να έριχνα έπειτα το βοσκόπουλο στη θάλασσα της θείας απόλαυσης. Θα ήθελα να είχα χώσει εγώ το στιχάκι αυτό σε ένα αφήγημά μου:

"Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου, κάμε κι εμένα γείτονα με τη γειτόνισσά σου."

Και οπωσδήποτε θα ήθελα να έχω τη φαντασία και τη δύναμη να περιγράψω τον εργάτη που, δουλεύοντας με τρυπάνια για να ανοίξει τις απαιτούμενες τρύπες σε ένα πλοίο, ρίχνει τη σκιά του, καθώς δύει ο ήλιος, στη λίμνη, στα χωράφια και στις υπώρειες του βουνού, την τεράστια σκιά της ματαιότητας των ανθρωπίνων: Ω της ακαταληψίας!

Δεν υπάρχει άλλος πεζογράφος σαν τον Παπαδιαμάντη! Να σπινθηρίζει από ειρωνεία και χάρη, να συνδυάζει τους ήχους της γλώσσας με τόση τελειότητα, να συλλαμβάνει σε τέτοιο βάθος την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, να παίζει με τον ρυθμό της φράσης, να κρύβει και να φανερώνει, να είναι ο μάστορας μιας ανυπέρβλητης ρητορικής.

Ολόγυρα στη λίμνη, Έρωτας στα χιόνια, Όνειρο στο κύμα, Φαρμακολύτρια και αρκετά ακόμη αριστουργήματα. Υποκλίνομαι στον Παπαδιαμάντη και γνωρίζω πως ποτέ δεν θα μπορούσα να του μοιάσω για πολλούς λόγους, μα και γιατί δεν είμαι απελπισμένη.

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

13
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Αντρέα Καμιλέρι, Η εξαφάνιση του Πατό

Μετάφραση: Δήμητρα Δότση

Εκδόσεις Καστανιώτης

Πέτρος Μάρκαρης
Αντρέα Καμιλέρι, Η εξαφάνιση του Πατό

Το μυθιστόρημα που ζηλεύω, και θα ήθελα πολύ να το είχα γράψει, είναι το μυθιστόρημα του Αντρέα Καμιλέρι, Η εξαφάνιση του Πατό. Έχω διαβάσει όλα τα μυθιστορήματα του Καμιλέρι, με τον οποίο μας συνέδεε μια στενή φιλία. Εκείνα που αγαπώ περισσότερο είναι το Άρωμα της νύχτας και η Εξαφάνιση του Πατό. Το δεύτερο, όμως, δεν το αγαπώ απλώς, αλλά και το ζηλεύω. Θα ήθελα πολύ να το είχα γράψει.

Η Εξαφάνιση του Πατό είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, με κεντρικό πρόσωπο τον Αντόνιο Πατό, έναν διευθυντή τράπεζας, που εξαφανίζεται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, στη διάρκεια της παραδοσιακής τελετής για την ταφή του Χριστού. Κανείς δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε.

Ωστόσο, ενώ το μυθιστόρημα ξεκινάει ως ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, η εξέλιξή του διαφέρει τελείως, γιατί η έρευνα δεν γίνεται από έναν αστυνομικό, ή ντετέκτιβ, αλλά αναπτύσσεται μέσα από ειδήσεις στα ΜΜΕ, δηλώσεις πολιτικών, αλληλογραφία και συγκεντρώσεις.

Το άλλο εκπληκτικό στοιχείο είναι το χιούμορ. Όλα τα μυθιστορήματα του Καμιλέρι έχουν χιούμορ, αλλά στην Εξαφάνιση του Πατό το χιούμορ μετατρέπεται σε καυστική σάτιρα των ΜΜΕ, των πολιτικών δηλώσεων και των αντιδράσεων του κοινού. Διαβάζεις το μυθιστόρημα και κάθε τόσο ξεσπάς σε γέλια. Η ειρωνεία και η σάτιρα καταλήγουν σε μια οξεία κριτική του πολιτικού συστήματος, αλλά και των μέσων πληροφόρησης.

Ένα αξιοζήλευτο μυθιστόρημα σπάνιας πρωτοτυπίας.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

14
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Μαργαρίτα Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο λύκος

Εκδόσεις Καστανιώτης

Σελ.: 686

Αμάντα Μιχαλοπούλου
Μαργαρίτα Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο λύκος

Θα ήθελα να είχα γράψει την Κασσάνδρα και τον Λύκο της Μαργαρίτας Καραπάνου. Είναι ένα ακατάτακτο βιβλίο για το πιο αινιγματικό πλάσμα της ελληνικής λογοτεχνίας – το κορίτσι που ξέρει τα πάντα και υποκρίνεται πως δεν ξέρει τίποτα. Κάνει συλλογή από χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, σκοτώνει τον γάτο της και πιστεύει ότι η ηθοποιός στο σινεμά τρέχει από κινηματογράφο σε κινηματογράφο, «γι’ αυτό κάνουνε και διάλειμμα, για να προφτάσει».

Ο λόγος που με απασχολεί η παιδική ηλικία δεν είναι η νοσταλγία, αλλά η «κασσανδροσύνη», όπως τη λέω. Δηλαδή το παιχνίδι (το κρυφτό και το κυνηγητό των λέξεων) ως μορφολογικός θησαυρός κάθε αφήγησης. Η Καραπάνου κάνει με τη γλώσσα αυτό που περιγράφει η μικρή Κασσάνδρα στον ψυχίατρο κύριο Φρύδα: «Δεν σταματάει η γλώσσα μου. Δεν ξέρω πού να τη βρω. Τη χώνω μες στην τσέπη μου, μιλάει». Όταν η Κασσάνδρα σκέφτεται, παραμιλάει: «Γίνομαι Νιαγάρας. Μπροστά στην οικογένεια οι λέξεις μικραίνουν, γίνονται βαριές σαν πέτρες, πέφτουν μέσα μου βαθιά, αδύνατον να τις ξαναψαρέψω». Με αυτή τη φράση περιγράφει στοχαστικά τη συγγραφική ζωή. Μοναχικότητα και αέναη παρατήρηση ενός κόσμου που σπαρταρά γύρω από τη γυναίκα που γράφει.

Θα ’θελα να είχα το δαιμόνιο χιούμορ της: «Τα μωρά που για να βγουν από την κοιλιά σου πρέπει πρώτα να τα φας χωρίς όμως να τα μασήσεις». Τις μεταφορές της – όταν «γίνεται κοχύλι στην αγκαλιά ενός άντρα» ή περιγράφει τρεις κυρίους με «μαλλιά σαν οδοντόβουρτσες». Στο κεφάλαιο της εθνικής γιορτής έχει προβλέψει όλα τα φασιστικά καθεστώτα. Η παρέλαση, λέει, «μου άρεσε πολύ, μου θύμιζε το τσίρκο». «Ζήτω το εθνικόν έθνος», ουρλιάζει η μικρή Κασσάνδρα και ο νους μου πάει στον Ντόναλντ Τραμπ.

Ζηλεύω τη λέξη που επινόησε: «Αχ, Ελλαδουλίτσα μου». Η Ελλαδουλίτσα είναι μια Ελλάδα δουλική, φτιαγμένη με λέξεις: ορθοδοξία, δικτατορία, αστυνομία και οι «Μούμιες της Οικογένειας». Κι όλα αυτά η Κασσάνδρα τα συζητάει με ελαφρότητα χωρίς να κάνει την έξυπνη. Είναι η Κλαρίσε Λισπέκτορ μας. Είναι ο Νιαγάρας μας ή, αν προτιμάτε, ο Αλιάκμονάς μας, γεμάτος με τα μονόξυλα των ελληνικών λέξεων.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

15
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Το ποίημα Ο Μέγας Ιεροεξεταστής από τους Αδελφούς Καραμάζοφ του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

Εκδόσεις Πατάκη

Ιωάννα Μπουραζοπούλου
Το ποίημα Ο Μέγας Ιεροεξεταστής από τους Αδελφούς Καραμάζοφ του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

Ζήλεψα το ποίημα Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, που απαγγέλλει ο Ιβάν Καραμάζοφ στον αδελφό του Αλεξέι, στο έργο Αδελφοί Καραμάζοφ του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Ένα εκρηκτικό και οδυνηρά αποκαλυπτικό έργο-μέσα-στο-έργο, που νιώθω πως είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Περιγράφει τον Ιησού να επιστρέφει στη γη, όπως ακριβώς υποσχέθηκε, και να εμφανίζεται στη Σεβίλλη του 17ου αιώνα όπου η Ιερά Εξέταση καίει αιρετικούς. Οι πιστοί τον αναγνωρίζουν και τον προσκυνούν, αλλά ο Μέγας Ιεροεξεταστής δίνει εντολή να τον συλλάβουν. Τη νύχτα, ο Ιεροεξεταστής επισκέπτεται τον φυλακισμένο και τον ρωτά έξαλλος «γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις;». Αδυσώπητος, αλλά και τραγικός μέσα στην απουσία πίστης του, ο Ιεροεξεταστής εξηγεί ότι η σκληρότητα είναι χειρονομία ευεργεσίας απέναντι στους ανθρώπους, ενώ η αγάπη του Ιησού απάνθρωπη τιμωρία. Ότι η ελευθερία βούλησης, που ο Ιησούς χάρισε στους ανθρώπους, είναι δυσβάσταχτο μαρτύριο, το οποίο οι πιστοί ξεφορτώνονται ευχαρίστως με αντάλλαγμα λίγη ασφάλεια, υλικά αγαθά και πνευματική χειραγώγηση. Η χειραγώγηση τούς απαλλάσσει από ευθύνες και διλήμματα, την επιθυμούν, επιδιώκουν τη γαλήνη της υποταγής. Παραδίδουν πρόθυμα το ψωμί τους, που με τόσο κόπο έχουν κερδίσει, στην εξουσία του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Μόνο και μόνο για να το ξαναπάρουν από το χέρι του, ως ελεημοσύνη. Σε όποια εποχή της ζωής μου κι αν διαβάσω αυτό το κείμενο –σε όποια εποχή της ανθρώπινης ιστορίας– θα πονέσω, θα θυμώσω και θα ντραπώ. Νεότερη ονειρευόμουν να είχα γράψει η ίδια ένα τόσο σπαρακτικό αριστούργημα, τώρα ονειρεύομαι να γράψω κάποιο που θα το διαψεύδει.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤA!

16
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Κυριάκος Μαργαρίτης, Συμβάν 74

Εκδόσεις Ίκαρος

Δημήτρης Νόλλας
Κυριάκος Μαργαρίτης, Συμβάν 74

Δεν έχω ζηλέψει βιβλίο άλλου επειδή δεν το έγραψα ο ίδιος. Έχω θαυμάσει όμως και γοητευτεί από βιβλία άλλων, όπως αυτά του Παναγιώτη Κουσαθανά και του Κυριάκου Μαργαρίτη. Ο πρώτος επειδή φιλοτεχνεί μια πινακοθήκη της νησιωτικής Ελλάδας που καταλαγιάζει την ανησυχία μας για την κατάντια κάποιων τουριστικοχτυπημένων και εκμαυλισμένων νησιών του Αιγαίου. Χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στα βιβλία του, όπως η Φιορούλα κι ο Μποϊλές ο Μποϊκλής, είναι μάρτυρες πως η Μύκονος π.χ. δεν έχει καταποντιστεί στον κοινωνικό απόπατο, όπως θέλουν οι τηλεοράσεις και οι ανόητοι να καταγγέλλουν. Οι χαρακτήρες που δημιουργεί ο Κουσαθανάς δίνουν την ελπίδα πως αυτή η κοινότητα μπορεί πάντα να αντιστέκεται και να παραμένει ζωντανή· ένα νησί σε ατέρμονα ανάληψη. Ο Μαργαρίτης στο πρόσφατο βιβλίο του, «Συμβάν ’74», γράφει σαν να μην μπορεί να αφήσει τίποτα να ξεχαστεί από την αιματοβαμμένη πορεία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Μια Ιλιάδα του μέλλοντός μας. Κατά κύματα οι μνήμες, οι αφηγήσεις και οι κατάλογοι των θυσιασθέντων, των γεγονότων και των ατομικών δραμάτων σωρεύονται δημιουργώντας ένα σύμπαν ασφυξίας, που θα ήταν μοιραίο, αν δεν το δρόσιζε η ζείδωρος αύρα του Νίκου Γ. Πεντζίκη, στο έργο του οποίου ο Μαργαρίτης φαίνεται να έχει μαθητεύσει δημιουργικά.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

17
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Ομήρου Οδύσσεια

Μτφρ.: Γεώργιος Ψυχουντάκης

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Γιάννης Ξανθούλης
Ομήρου Οδύσσεια

Θα ανέφερα την εξαίσια νουβέλα του Τόμας Μαν, Τόνιο Κρέγκερ, θαυμαστή σε όποια μετάφραση κι αν τη διάβασα, αλλά τελικά προσγειώθηκα στη μαγευτική ουτοπία της Οδύσσειας του Ομήρου. Και ποιος δεν τη ζήλεψε! Ζήλια που αυτομάτως μεταλλασσόταν σε θαυμασμό με όλες τις παρενέργειες. Ποιος δεν θα ήθελε να ήταν ο επινοητής του πολυμήχανου Οδυσσέα που κυνήγησε με απελπισμένο αισθησιασμό –όμως πάντα ηρωικά– τη νοσταλγία της επιστροφής του στην Ιθάκη; Τέρατα θαλάσσια, θυμοί θεών, οφθαλμολογικές περιπέτειες με τον Κύκλωπα, απώλειες συντρόφων, υπερβατική αφθονία τεστοστερόνης με κυρίες φιλάνθρωπες κι ακόρεστες, φουρτούνες καπριτσιόζες ένεκα νευρασθενικών θεοτήτων, μια ατέλειωτη συγκυρία περιπετειών και συγκινήσεων. Ένα τέτοιο «έπος» –ακόμη κι ο αναγραμματισμός του έχει ευμέγεθες ενδιαφέρον στην περίπτωση του Οδυσσέα– φυσικό είναι να αποτελεί ένα από τα πιο ζηλευτά δημιουργήματα, έστω κι αν δεν βρήκε ποτέ κανένας σχετικό χειρόγραφο. Και μόνο να σκέφτεσαι την προφορική του διάδοση, ανατριχιάζεις. Με πόσους λυγμούς, άραγε, κάποιος αφηγητής θα εξιστορεί την αφοσίωση του Άργου, του πιστού σκυλιού, που περίμενε το αφεντικό για να ξεψυχήσει; Απωθημένο μου παιδιόθεν, αφορμή πάντα η Οδύσσεια για ονειροπολήσεις –κι ας μην έτυχε να πάω ποτέ στην Ιθάκη. Δεν πειράζει. Στη δεκαετία του ’50 αποζημιώθηκα με την κινηματογραφική Οδύσσεια κι από τότε έχω κατά νου τη φάτσα του Κερκ Ντάγκλας στον επίμαχο ρόλο, την υπέροχη Σιλβάνα Μάνγκανο, και σαν Κίρκη μάγισσα αλλά και σαν Πηνελόπη που δάμαζε την υπομονή της υφαίνοντας και ξηλώνοντας, και τη Ροσάνα Ποντεστά ως Ναυσικά Κερκυραία που περιέθαλψε τον ήρωά μας αλλά της έμεινε ο έρωτας ξεκρέμαστος. Κάπως έτσι με την Οδύσσεια του λατρεμένου Ομήρου.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ!

18
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Wolfgang Koeppen, Θάνατος στη Ρώμη

Μτφρ.: Βασίλης Τσαλής

Εκδόσεις: Κριτική

Αλέξης Πανσέληνος
Wolfgang Koeppen, Θάνατος στη Ρώμη

Αμέτρητα είναι τα βιβλία που έχω ζηλέψει και θα ήθελα να τα είχα γράψει εγώ. Είναι τα βιβλία που σου διδάσκουν την τέχνη σου, γιατί η τέχνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια διαρκής μαθητεία. Το Θάνατος στη Ρώμη εκδόθηκε το 1954, εννέα μόλις χρόνια μετά τη συντριβή της Γερμανίας στον πόλεμο. Ο συγγραφέας, μαθητής και αυτός του Τζόις, του Ντέμπλιν και του Ντος Πάσος, έγραψε, πιστεύω, το απόλυτο αριστούργημα της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο τίτλος, που παραπέμπει ειρωνικά στον Θάνατο στη Βενετία του Μαν, αποκαλύπτει με τρόπο ανελέητο την απόλυτη απαξίωση της γερμανικής νοοτροπίας και παράδοσης, την υποκρισία και τον ηθικό εκφυλισμό του λαού, την απογοήτευση και τη φρίκη για το τερατώδες σύστημα που σκέπασε τη χώρα και οδήγησε στον όλεθρο. Γραμμένο με εξαιρετικά μοντέρνο ύφος, που με μαεστρία κυμαίνεται ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον εξπρεσιονισμό, το βιβλίο διαδραματίζεται στη Ρώμη, τη Ρώμη του Καίσαρα και του Μουσολίνι, που έχοντας συνθηκολογήσει νωρίτερα, ξαναβρίσκει με γρήγορα βήματα την ξενοιασιά και το λούστρο της, και μιλάει για τη ζωή ενός πλήθους Γερμανών ναζί, που έχουν διαφύγει εκεί, μακριά από τους αρπάγες της δικαιοσύνης, αλλά και των παιδιών τους, μιας γενιάς αθώας για τα εγκλήματα, που το στίγμα τους θα την ακολουθεί για χρόνια. Η απόλυτη καταδίκη, η ολοκληρωτική απαξίωση των περισσότερων από τις ιδιότητες για τις οποίες οι Γερμανοί επαίρονται ανά τους αιώνες, προβάλλει μέσα από τα πρόσωπα και τις ιστορίες του βιβλίου, που ξετυλίγονται με μεγάλη τέχνη και μας στοιχειώνουν προκαλώντας και συμπόνια και φόβο. Το βιβλίο οφείλει σε μεγάλο βαθμό τη μαγεία του στην άψογα λογοτεχνική μετάφραση του Βασίλη Τσαλή, αντάξια του σπουδαίου πρωτότυπου.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ!

19
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Τζιν Ρις, Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών

Μτφρ.: Αργυρώ Μαντόγλου

Εκδόσεις Μελάνι

Χίλντα Παπαδημητρίου
Τζιν Ρις, Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών

Δεκαετίες προτού γίνει μόδα το λογοτεχνικό reclaim –δηλαδή η ανάκτηση και εκ νέου αφήγηση ιστοριών που έφεραν το στίγμα του πατριαρχικού λόγου, από μεριάς των γυναικών αυτή τη φορά– η Τζιν Ρις πέτυχε το ακατόρθωτο. Να μας διηγηθεί πειστικά και με ανατριχιαστικό ρεαλισμό μια άλλη οπτική της ιστορίας της Τζέιν Έιρ, της πασίγνωστης ηρωίδας της Σάρλοτ Μπροντέ. Η Ρις έβαλε στο προσκήνιο την απούσα, τρελή γυναίκα του Ρότσεστερ, εξηγώντας μας πώς η γυναίκα αυτή, μια Κρεολή περιθωριοποιημένη από λευκούς και μαύρους, γλίστρησε στην απελπισία, στην τρέλα και στον θάνατο. Το μυθιστόρημα της Μπροντέ χαρακτηρίζεται πρωτο-φεμινιστικό, και σ’ αυτό τον αφηγηματικό καμβά, η μεταμοντέρνα οπτική της Τζιν Ρις εξετάζει τη θέση της ηρωίδας της, «της τρελής στη σοφίτα», από ταξική και φυλετική σκοπιά, καυτηριάζοντας την αποικιοκρατία και την πατριαρχία, αλλά και το αυστηρά ταξικό αγγλικό κοινωνικό σύστημα.

Αυτό το βιβλίο που έγραφε και ξανάγραφε επί είκοσι χρόνια η Τζιν Ρις θα ήθελα να έχω γράψει –ευσεβείς πόθοι, όπως λέμε. Θαυμάζω απεριόριστα τη μαεστρία με την οποία χρησιμοποίησε την γκοθ αγγλική ατμόσφαιρα, και συγχρόνως την αντιπαρέβαλε με την πολύχρωμη φύση και τον αισθησιασμό της ζωής στις Δυτικές Ινδίες. Ο αυθεντικά γυναικείος λόγος τής Ρις προανήγγειλε το δεύτερο κύμα του φεμινισμού, χωρίς κάτι τέτοιο να είναι στις προθέσεις της. Ίσως γι’ αυτό «η τρελή στη σοφίτα» κερδίζει τη συμπάθειά μας, χωρίς να αναγκαστεί η συγγραφέας να χρησιμοποιήσει θεωρητικές κατασκευές και διδακτισμούς. Η Τζιν Ρις, άλλωστε, είχε γεννηθεί από πατέρα Άγγλο και Κρεολή μητέρα στις Δυτικές Ινδίες. «Έτσι, εγώ που βρίσκομαι ανάμεσα σε σας και σ’ αυτούς, συχνά αναρωτιέμαι ποια είμαι και πού είναι η χώρα μου και πού ανήκω και γιατί γεννήθηκα», λέει η γυναίκα που αποκτάει επιτέλους όνομα και ιστορία. Είναι η Αντουανέτ Κόσγουεϊ, ή Αντουανέτ Μέισον.

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

20
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Νίκος Χουλιαράς, Το Μπακακόκ - 19 διηγήματα

Εκδόσεις Νεφέλη

Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Νίκος Χουλιαράς, Το Μπακακόκ - 19 διηγήματα

Είναι μια από τις καλύτερες συλλογές διηγημάτων που έχω διαβάσει ποτέ, Ελλήνων και ξένων. Στις σελίδες της περιέχονται όλα τα βασικά στοιχεία της πεζογραφίας, της ζωγραφικής και της μουσικής του Χουλιαρά, ο οποίος αν και έφυγε νωρίς απ’ τα Γιάννενα για την Αθήνα, στοιχειώθηκε απ’ τον τόπο του (όπως όλοι οι Ηπειρώτες) και όλα του σχεδόν τα κείμενα είναι αντλημένα, εμπνευσμένα από τις μνήμες της ζωής στον γενέθλιο τόπο.

Όλη η ποίηση, η παραφυσική, η παραφροσύνη, η μαγεία και η μαγγανεία της μέρας και της νύχτας στα Γιάννενα και σε μια εποχή στερήσεων (1950-1970), πολλαπλασιασμένων πόθων, ανακάλυψης του κόσμου, συγκατάβασης, φτώχειας και ταπεινού μεγαλείου περνούνε μαγικά μέσα στο Μπακακόκ, όπως και σε άλλα βιβλία του Χουλιαρά.

Βασικοί αντι-ήρωες της συλλογής επανέρχονται ως εμμονές και σε άλλα διηγήματα και αφηγήσεις, ανασταίνονται και χάνονται πάλι, ως πρόσωπα που σημάδεψαν μια παιδική ηλικία με συμβολισμούς, βαθιές, μυστικές αλήθειες και μύθους που ζούνε εκείθεν, αυτόνομοι, πια, παντοτινοί. Ήρωες μυστήριοι, που γυρνούν τις νύχτες απρόβλεπτοι, στις μακρινές συνοικίες, στα όνειρα και στα θολωμένα μυαλά, ψιθυρίζοντας τα μυστικά τους, σαν αλήθειες ενός άλλου κόσμου, παράλληλου, βαθύτερου, αινιγματικού, πιο ξεχαρβαλωμένου και πιο συναρπαστικού απ’ τον δικό μας.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

21
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Γιαν Ποτότσκι, Το χειρόγραφο που βρέθηκε στη Θαραγόθα

Μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης

Εκδόσεις Ψυχογιός

Έρση Σωτηροπούλου
Γιαν Ποτότσκι, Το χειρόγραφο που βρέθηκε στη Θαραγόθα

Όταν διάβασα για πρώτη φορά το Χειρόγραφο που βρέθηκε στη Θαραγόθα, έμεινα άναυδη. Τυχαία το είχα τραβήξει από τη βιβλιοθήκη. Χρειάστηκε να ανατρέξω δυο-τρεις φορές στη δεύτερη σελίδα για να βεβαιωθώ ότι είχα διαβάσει σωστά τις ημερομηνίες. Ένα πρωτοποριακό μυθιστόρημα γραμμένο αιώνες πριν. Ο Ποτότσκι έγραψε τρεις διαφορετικές εκδοχές: μία που ολοκληρώθηκε το 1794, μια άλλη το 1804 η οποία αργότερα εγκαταλείφθηκε, και μια τελευταία λίγο πριν αυτοκτονήσει το 1815. Ήταν Πολωνός αριστοκράτης κι έγραφε γαλλικά.

Οι ιστορίες γλιστρούν σαν κινέζικα κουτιά η μία μέσα από την άλλη και ο Γιαν Ποτότσκι στήνει μια αναγνωστική περιπέτεια υψηλού επιπέδου με ερωτισμό, χιούμορ, τολμηρότητα. Αβυσσαλέο μυθιστόρημα ή μυθιστορηματική άβυσσος; Δύσκολο να καταλήξει κανείς, αλλά δεν έχει σημασία. Πρόκειται για αριστούργημα.

Ο μαγικός ρεαλισμός συνυφασμένος με μεταμοντέρνες συντήξεις και μεταστοιχειώσεις. Δεν ζηλεύω. Υποκλίνομαι στον Ποτότσκι.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

22
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Άντον Τσέχοφ, Η κυρία με το σκυλάκι

Μτφρ.: Έφη Κορομηλά

Εκδόσεις Μελάνι

Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Άντον Τσέχοφ, Η κυρία με το σκυλάκι

Ποιος πεζογράφος δεν ζηλεύει την Κυρία με το σκυλάκι; Το περίφημο διήγημα του Τσέχοφ που ο Ναμπόκοφ θεωρούσε ένα από τα σπουδαιότερα στον κόσμο. Η βαθύτερη αιτία της ακτινοβολίας του παραμένει απροσδιόριστη, αλλιώς θα ήταν συνταγή, όχι τέχνη. Κι όμως, η ιδιαιτερότητα της αδαμάντινης αυτής ερωτικής ιστορίας μού φαίνεται ορατή διά γυμνού οφθαλμού.

Συνήθως, οι ερωτευμένοι αντιμετωπίζουν αξεπέραστα εμπόδια. Στο Δάφνις και Χλόη είναι έφηβοι και αγνοούν τον σαρκικό έρωτα. Στο Ρωμαίος και Ιουλιέτα τις οικογένειές τους χωρίζει άσβεστη έχθρα. Και στη Μαντάμ Μποβαρί ή στην Άννα Καρένινα έχουμε την, τότε ακόμη παράνομη, συζυγική απιστία. Συζυγική απιστία και στον Τσέχοφ, αλλά αρχικά ο Ντμίτρι Γκούροφ και η Άννα Σεργκέγιεβνα δεν είναι και τόσο ερωτευμένοι. Ιδίως εκείνος, που θεωρεί τις γυναίκες «κατώτερη ράτσα» και απατά συστηματικά τη γυναίκα του. Η δε Άννα, όταν πρωτοκάνουν έρωτα, ξεστομίζει το αμίμητο τσεχοφικό: «Τώρα δεν θα με σέβεστε!».

Σχεδόν στη μέση του διηγήματος επιστρέφουν από τις διακοπές τους στη Γιάλτα: εκείνος στη Μόσχα και στην αντιπαθητική γυναίκα του, κι εκείνη στην επαρχιακή πόλη όπου ζει με τον άντρα της. Υποτίθεται ότι όλα τελείωσαν, αλλά ο Ντμίτρι καταλαβαίνει πως έχει δαγκώσει μαζί της τη λαμαρίνα και σπεύδει να την αναζητήσει. Εν τέλει, το ζεύγος, που συναντιέται πια σε διάφορα ξενοδοχεία, καταστρώνει σχέδια για κοινή ζωή. «Και οι δυο τους συνειδητοποίησαν ότι το τέλος είναι ακόμα πολύ μακριά και ότι το πιο δύσκολο και περίπλοκο μέρος της ιστορίας τους μόλις άρχιζε».

Η δομή της ιστορίας είναι τέτοια, ώστε ο Τσέχοφ αποφεύγει τον τρομερό σκόπελο που περιμένει κάθε ερωτική ιστορία από καταβολής κόσμου. Το ζευγάρι είτε ζει από κει και πέρα σ’ έναν παράδεισο επί γης (ρομαντικό και απίθανο), είτε η σχέση του μαραίνεται. Ο Άντον αδράχνει τη χρυσή ευκαιρία να αφήσει το τέλος της Κυρίας με το σκυλάκι ανοιχτό. Δεν σε στενοχωρεί, ούτε σε απογοητεύει, αλλά σου γλυκαίνει την καρδιά. Ειδικά αυτοί οι δύο εραστές ίσως είναι τυχεροί, ίσως τα καταφέρουν, ίσως η σχέση τους ανήκει στις σπάνιες εξαιρέσεις. Καλύτερο και πιο ρεαλιστικό κι από χάπι εντ.

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

23
23 συγγραφείς μας λένε ποιο βιβλίο θα ήθελαν να είχαν γράψει

Μάριο Βάργκας Γιόσα, Η θεία Χούλια και ο γραφιάς

Μτφρ.: Μαργαρίτα Μπονάτσου

Εκδόσεις Καστανιώτης

Χρήστος Χωμενίδης
Μάριο Βάργκας Γιόσα, Η θεία Χούλια και ο γραφιάς

Διάβασα πάλι, από την άνοιξη έως το φθινόπωρο, καμιά εικοσαριά βιβλία. Τα περισσότερα μυθιστορήματα. Τα περισσότερα –αμαρτία εξομολογουμένη– γραμμένα παλιά ή πολύ παλιά. Υπόσχομαι τη νέα σεζόν να εγκύψω στην πιο πρόσφατη παραγωγή, να αναζητώ σταφύλι από το αμπέλι, όχι κρασί στο κελάρι.

Από τα δυο ή τρία πρόσφατα που απήλαυσα, υποκλίνομαι στην Δεσμοφύλακα του Νίκου Δαβέττας. Λιτότητα και ακρίβεια θαυμαστή, εικόνες που σε ταράζουν. Από τα αριστουργήματα του παρελθόντος, την πρωτοκαθεδρία έχει προφανώς η βίβλος του φανταστικού ρεαλισμού, τα Εκατό χρόνια μοναξιά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Το είχα καταβροχθίσει έφηβος, όταν πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά, το ξανάπιασα τώρα με άλλο μάτι, όπως με άλλο μάτι είχα ξαναδιαβάσει στα 45 μου το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι.

Εκείνο όμως που αληθινά ζήλεψα ήταν Η θεία Χούλια και ο Γραφιάς. Ίσως να μη θεωρείται το κορυφαίο του Μάριο Βάργκας Γιόσα, να στέκει πίσω από τη Γιορτή του τράγου κι από τον Πόλεμο της συντέλειας του κόσμου. Είναι ωστόσο απαράμιλλα γλαφυρό, χαριτωμένο, αστείο. Τραγανό και ζουμερό. Τη θεία Χούλια την ποθείς, τη φαντασιώνεσαι όσο και ο Βαργκίτας προτού την κατακτήσει. Στην αγοροπαρέα του αφηγητή θα γούσταρες τρελά να ανήκεις. Ο Πέδρο Καμάτσο, ο συγγραφέας των ραδιοφωνικών σαπουνόπερων, θυμίζει τον δικό μας Νίκο Φώσκολο στο απείρως πιο σατανικό.

Η Λίμα και η ύπαιθρος του Περού περιγράφονται τόσο ζωντανά, τόσο μέσα στη φτώχεια τους ελκυστικά, που το βάζεις στο πρόγραμμα να ταξιδέψεις κάποτε κι εσύ στην πατρίδα του σεβίτσε και των προβατοκαμήλων.

Ερωτευόμαστε τους ανθρώπους και τα βιβλία που μας μοιάζουν. Που είναι η καλύτερη εκδοχή η δική μας ή του έργου μας. Θα λαχταρούσα να έχω γράψει τη Θεία Χούλια και τον γραφιά. Εικάζω βέβαια πως οι παρ’ ημίν σοφολογιότατοι, οι αποξηραμένοι λόγιοι θα σήκωναν το φρύδι. «Το μυθιστόρημα δεν έχει βάθος!», θα αποφαίνονταν. «Οι χαρακτήρες είναι καρικατούρες. Άσε που υποβόσκει πατριαρχία, σεξισμός…». Πράγματι, την καυλιάρα Χούλια, που αποπλανεί τον ανήλικο ανιψιό της, σήμερα θα την είχαν βάλει μέσα. Θες οι πολιτικώς ορθοί, θες οι τραμπικοί…

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ!

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Scroll to top icon