Οι μεγάλοι ηθοποιοί αλλάζουν κάθε φορά που τους βλέπουμε, αλλά οι μεγάλοι αστέρες του σινεμά πετυχαίνουν χάρη στη δύναμη της προσωπικότητας που μεταφέρουν από ταινία σε ταινία. Αυτές οι προσωπικότητες μπορούν επίσης να λειτουργήσουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, ως ένα τείχος. Ο Σκοτ Έιμαν –συγγραφέας βιογραφιών για τον Τζον Γουέιν, τον Τζον Φορντ και τον Κάρι Γκραντ, μεταξύ άλλων– αντιμετωπίζει μια τριπλή πρόκληση στην πλούσια και συναρπαστική βιογραφία του με τίτλο «Joan Crawford: A woman’s face» («Τζόαν Κρόφορντ: Το πρόσωπο μιας γυναίκας»).
Πρέπει να καθοδηγήσει τον αναγνώστη πέρα από το εμπόδιο του «Mommie Dearest», του βιβλίου που έγραψε η κόρη της Κριστίνα Κρόφορντ το 1978 και έγινε ταινία το 1981 με τη Φέι Ντάναγουεϊ στον κεντρικό ρόλο, εμφανίζοντας την Τζοαν Κρόφορντ ως μια αγρίως κακοποιητική μητέρα. Στη συνέχεια, πρέπει να υπερβεί το εμπόδιο των περίεργων ερμηνειών της Κρόφορντ στα τέλη της καριέρας της και, τέλος, να διεισδύσει στην ατσάλινη προσωπικότητα της «θεάς του δρόμου», όπως χαρακτηριζόταν η Κρόφορντ τη δεκαετία του 1930. Κάπου, κάτω από όλα αυτά, υπάρχει ένας πραγματικός άνθρωπος, μια γυναίκα με σάρκα και οστά. Ο Έιμαν καταφέρνει να τη βρει.
Αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι η μητρότητα, τουλάχιστον αρχικά, ήταν ένας ρόλος για τον οποίο η Κρόφορντ δεν ήταν προετοιμασμένη. «Ήταν σαν να μην είχε δει ποτέ τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρά μια πραγματική, φυσιολογική οικογένεια», γράφει ο Έιμαν. «Στην πραγματικότητα, δεν τον είχε δει».
Το βιβλίο ακολουθεί αρχικά τη ζωή της από τη γέννησή της το 1906 στο Τέξας, με το όνομα Λουσίλ Λεσέρ, μέχρι την πρώιμη νεότητα της στην Οκλαχόμα και στο Κάνσας Σίτι ως «Μπίλι» Κάσιν, σκιαγραφόντας την εικόνα «ενός παιδιού που γίνεται όλο και πιο μνησίκακο... που μεταφέρεται από τη μια επαρχιακή πόλη στην άλλη και από τον ένα θετό πατέρα στον άλλο». Ήταν, όπως γράφει, «μια παιδική ηλικία και εφηβεία όχι τόσο της απόλυτης φτώχειας όσο της έλλειψης προοπτικής και φιλοδοξίας».
Η άνοδος της φήμης της Κρόφορντ ήταν τόσο γρήγορη που εξέπληξε ακόμη και την ίδια: από χορεύτρια στο Ντιτρόιτ τον Απρίλιο του 1924, σε μπαλέτο στο Μπρόντγουεϊ έναν μήνα αργότερα, και στο κινηματογραφικό συμβόλαιο με τη Metro Goldwyn Meyer τον Δεκέμβριο της χρονιάς, υπό την αιγίδα του παραγωγού της MGM Χάρι Ραπφ, ο οποίος μπορεί να ήταν ή να μην ήταν εραστής της. Στην πορεία, η MGM διοργάνωσε έναν διαγωνισμό για το κοινό, προκειμένου να επιλέξει αυτό ένα νέο όνομα για τη νέα του σταρ. Τρεις διαγωνιζόμενοι επέλεξαν το όνομα «Τζόαν Άρντεν», το στούντιο όμως κατέληξε στο «Κρόφορντ», προκειμένου να αποφύγει να πληρώσει τρία ξεχωριστά χρηματικά έπαθλα. Η ηθοποιός το μίσησε.
Όμως η νεαρή στάρλετ έκανε φίλους σε κάθε τμήμα του στούντιο και τα βράδια έκανε τον γύρο των κλαμπ του Χόλιγουντ, κατακτώντας την πίστα. «Όσο άξεστη κι αν ήταν, όλα πάνω της φαίνονταν να λένε: "Προσέξτε. Βιάζομαι. Κάντε χώρο"», σημειώνει ο Έιμαν, ενώ οι υπεύθυνοι της MGM συνειδητοποίησαν ότι «είχε κάτι πολύτιμο: μια ηλεκτρική ενέργεια που απαιτούσε από το κοινό να την προσέξει».
Ο ιδανικός συνεργάτης της στην οθόνη –και περιστασιακός εραστής της εκτός οθόνης– ήταν ο Κλαρκ Γκέιμπλ: «Ο αισθησιασμός της εργατικής τάξης που τον χαρακτήριζε ταίριαζε με τη γυναικεία εκδοχή της ίδιας ποιότητας που είχε η Κρόφρντ». Για την ανερχόμενη σταρ η προσωπικότητα ερχόταν πρώτη και η πραγματικότητα ήταν πάντα δευτερεύουσα. Το 1933 δήλωσε σε έναν δημοσιογράφο ότι θα χωρίσει τον πρώτο της σύζυγο, τον ηθοποιό Ντάγκλας Φέρμπανκς Τζούνιορ, πριν το ανακοινώσει στον ίδιο.
Η καριέρα της γνώρισε μια κάμψη στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, αλλά η μετακίνησή της στη Warner Bros το 1943 την έβγαλε από το τέλμα. Πρωταγωνίστησε στο αριστουργηματικό νουάρ «Mildred Pierce» (1945) και η ερμηνεία της της χάρισε το Όσκαρ Καλύτερης Ηθοποιού. Στη δεκαετία του ’50 όμως οι ρόλοι της έμοιαζαν να έχουν χάσει την πειστικότητά τους και η υποκριτική της Κρόφορντ φαινόταν άκαμπτη και μηχανική, με κραυγαλέα εξαίρεση φυσικά το εξαίσιο «Johnny Guitar» του 1954. Όλα αυτά οδήγησαν στην επιστροφή της το 1962 με την ταινία «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν» πλάι στην Μπέτι Ντέιβις. Όλοι περίμεναν ότι θα δινόταν μια άγρια μάχη μεταξύ τους στο πλατό, και εν μέρει κάτι τέτοιο συνέβη, όμως ο σκηνοθέτης της ταινίας Ρόμπερτ Όλντριτς θα έλεγε αργότερα: «Νομίζω ότι είναι σωστό να πούμε ότι πραγματικά μισούσαν η μία την άλλη, γενικά όμως συμπεριφέρθηκαν τέλεια».
Εκτός οθόνης, το βιβλίο ακολουθεί την ηρωίδα του μέσα από τέσσερις γάμους. Οι δύο πρώτοι (με τον Φέρμπανκς και τον ηθοποιό Φράνσοτ Τόουν) ήταν «σαφώς φιλόδοξοι», ενώ ο τρίτος (με τον Φίλιπ Τέρι, έναν άλλο ηθοποιό) ήταν ένα σύντομο λάθος. Ο τέταρτος, όμως, με τον Άλφρεντ Στιλ, τον πρόεδρο της Pepsi-Cola, ήταν ευτυχισμένος, αλλά τερματίστηκε βίαια μετά από τέσσερα χρόνια, με τον θάνατό του το 1959 από καρδιακή προσβολή.
Όσον αφορά την ερμηνεία της Κρόφορντ ως μητέρας, το βιβλίο είναι ισορροπημένο, ίσως περισσότερο απ' ό,τι θα περίμεναν ορισμένοι αναγνώστες. Ενώ περιέχονται δείγματα των μερικές φορές παράξενων πειθαρχικών τακτικών της ηθοποιού με τα δύο πρώτα υιοθετημένα παιδιά της –π.χ. έδενε τον μικρό γιο της Κρίστοφερ στο κρεβάτι του–, ο συγγραφέας παρουσιάζει την Κριστίνα Κρόφορντ ως μια πικρόχολη, αντιδραστική από νωρίς προσωπικότητα , και παραθέτει άλλα μέλη της οικογένειας που επιμένουν ότι δεν είδαν καμία από τις κακοποιήσεις που αναφέρονται στο βιβλίο της, το διαβόητο «Mommie Dearest». «Νομίζω ότι το βιβλίο αντικατοπτρίζει τη ζήλια και την πικρία της Κριστίνα προς τη μητέρα της», λέει η υιοθετημένη κόρη της Κρόφορντ, Κάθι. «Νομίζω ότι η Κριστίνα ήθελε να είναι η Τζόαν Κρόφορντ».
Αυτό που φαίνεται σαφές είναι ότι η μητρότητα, τουλάχιστον αρχικά, ήταν ένας ρόλος για τον οποίο η Κρόφορντ δεν ήταν προετοιμασμένη. «Ήταν σαν να μην είχε δει ποτέ τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρά μια πραγματική, φυσιολογική οικογένεια», γράφει ο Έιμαν. «Στην πραγματικότητα, δεν τον είχε δει». Στο πιο διορατικό σημείο του, το βιβλίο αποκαλύπτει μια τεράστια ασυμφωνία μεταξύ ενός ατόμου και της δημόσιας εικόνας του. Στα τελευταία κεφάλαια, ο συγγραφέας σκιαγραφεί το προφίλ μιας γυναίκας στην οποία η ηλικία έδωσε τελικά μια δικαιολογία για να απομακρυνθεί από την ψεύτικη εικόνα στην οποία είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή. Καθώς πέθαινε το 1977 από καρκίνο, δήλωνε ότι ήταν έτοιμη να φύγει. «Είμαι τόσο ήρεμη», είχε πει, «που σκέφτομαι καλά πράγματα ακόμα για την Μπέτι Ντέιβις».
Με στοιχεία από τη «Wall Street Journal»