«ΔΕΝ ΑΚΟΥΤΕ ΣΥΧΝΑ ότι κάποια παντρεύτηκε έναν άντρα που “μοιάζει” με τον πατέρα της; Αυτό είχα κι εγώ κατά νου. Είπα μέσα μου: πάρ’ το και φτιάξε μια σκοτεινή ιστορία, βάλε τον λανθάνοντα ερωτισμό κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό…» Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά Αίματος», κατάφερε περισσότερα: ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει: την ευλογία αλλά και την κατάρα που σημαίνει για μας, εδώ, ο θεσμός της οικογένειας.
Τα «Δεσμά αίματος» γράφτηκαν μέσα στο καλοκαίρι του 2002, δουλεύτηκαν ως τον χειμώνα της επόμενης χρονιάς («αφαιρούσα, αφαιρούσα, αν τα κρατούσα κι άλλο θα έμενε μια φράση στο τέλος…»), κρίθηκαν αμέσως δημοσιεύσιμα («σε δέκα μέρες είχα απάντηση») και το 2004 βραβεύτηκαν από το «Διαβάζω». Αποτελούν δε την πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση μιας αποφοίτου της Φιλοσοφικής που σπούδασε σινεμά κι έζησε για πολύ καιρό στο Λονδίνο (τ’ όνομά της το χρωστάει στον Εγγλέζο πρώην σύζυγό της), φλέρταρε με τη δημοσιογραφία παίρνοντας συνεντεύξεις –από την Πίτσα Παπαδοπούλου ως τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι– για το περιοδικό «Πρόσωπα», μεγάλωσε δυο παιδιά και βιοπορίστηκε ως παραγωγός κινηματογραφικών ή διαφημιστικών ταινιών, συνεργαζόμενη με σκηνοθέτες όπως ο Νικολαΐδης ή ο Γιάνναρης.
Η δράση στα «Δεσμά αίματος» δεν πυροδοτείται από εξωτερικά περιστατικά. Όσα εκτυλίσσονται στους αιθέρες, τη Λάρισα, την Κωπαΐδα και την Αθήνα, ορίζονται από τον πόνο, τις φαντασιώσεις και τις προσδοκίες της Μαργαρίτας.
Η ηρωίδα της Πάουελ στα «Δεσμά αίματος» ακούει στο όνομα Μαργαρίτα και είναι αεροσυνοδός. Τίποτε γοητευτικό στο επάγγελμά της, αν εξαιρέσει κανείς την ψευδαίσθηση ελευθερίας που της προσφέρει η άπλα τ’ ουρανού. Τη συναντάμε λίγες μέρες αφότου έχει θάψει τον πατέρα της κι έχει ανακαινίσει το διαμέρισμα που μοιράζονταν, σαρώνοντας από έπιπλα, πατώματα και τοίχους τη μουντάδα που τα είχε καλύψει. Ετοιμάζεται να ξαναφτιάξει τη ζωή της, αλλά τίποτα δεν πάει καλά. Η ανάμνηση του καθηλωμένου στην πολυθρόνα γέροντα, το μυστήριο του θανάτου της μάνας της που εκείνος πήρε μαζί του, όπως και τα ψέματα στα οποία τον έπνιγε για να του δίνει την εντύπωση ότι περνάει καλά, την τυλίγουν σαν ιστός αράχνης.
Ο δρόμος που επιλέγει η Μαργαρίτα για να διαχειριστεί το πένθος της περνάει μέσα από τη σεξουαλικότητά της. Επιδιώκει να ξανασυναντηθεί μ’ έναν παλιό της εραστή, έναν επιχειρηματία από την επαρχία με τον οποίο κυλιόταν σε τριτοκλασάτα ξενοδοχεία επί οχταετία, υπομένοντας κάθε είδους ταπεινώσεις. Η σχέση της Μαργαρίτας με τον «Κάπα» (έτσι καταχωρίζει τους εραστές στη μνήμη της, με τ’ αρχικά τους) δεν ήταν παρά μια νοσηρή παραλλαγή εκείνης που διατηρούσε με τον πατέρα της. Και η απόπειρά της ν’ αναστήσει τη μνήμη του τελευταίου, επανασυνδεόμενη με τον «Κάπα», παίρνει στο βιβλίο διαστάσεις θρίλερ. Ενός θρίλερ που –ερήμην της ίδιας– καταλήγει σε λουτρό αίματος, οδηγώντας την επιτέλους στη λύτρωση.
Η δράση στα «Δεσμά αίματος» δεν πυροδοτείται από εξωτερικά περιστατικά. Όσα εκτυλίσσονται στους αιθέρες, τη Λάρισα, την Κωπαΐδα και την Αθήνα, ορίζονται από τον πόνο, τις φαντασιώσεις και τις προσδοκίες της Μαργαρίτας. Και ο αναγνώστης, παρακολουθώντας τις μεταπτώσεις και τα ερωτικά της αδιέξοδα, πανομοιότυπα με πολλών γυναικών σήμερα, μπαίνει στο μεδούλι της ψυχής της. Καρπός ωριμότητας, όπου αποτυπώνεται μια όψη του συντηρητισμού της ελληνικής κοινωνίας με σύγχρονους όρους, χωρίς ηθογραφικά στοιχεία, το μυθιστόρημα της Πάουελ μεταφέρθηκε στο 2012 στον κινηματογράφο από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, με πρωταγωνίστρια τη Μαρκέλλα Γιαννάτου. Αντί ωστόσο για ένα κλασικό ψυχολογικό θρίλερ, ο τελευταίος έδωσε μια ταινία φτιαγμένη με το περίγραμμα της ιστορίας, χωρίς λεπτομέρειες και χρώματα, μια στυλιζαρισμένη εκδοχή για τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου.