Ο ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Το woke κίνημα δεν υπάρχει – Η κατασκευή ενός μύθου» του Alain Policar, διδάκτορα στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού, και για το «Η αριστερά δεν είναι woke» της Susan Neiman, αρθρογράφου και διευθύντριας του Einstein Forum. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι, παρά τις διαφορετικές τους προσεγγίσεις, οι εν λόγω συγγραφείς αφενός δείχνουν ανοικτοί στον διάλογο, αφετέρου μοιράζονται κάποιες κοινές διαπιστώσεις: ο Policar υπεραμύνεται της woke κουλτούρας έναντι επικριτών της τόσο των εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών, η Neiman πάλι αποπειράται να απαλλάξει την αριστερά από τη woke «ρετσινιά», στηλιτεύοντας αυτά που θεωρεί υπερβολές της, αλλά αναγνωρίζοντας, ταυτόχρονα, τη θετική της συμβολή στο σύγχρονο ιδεολογικοπολιτικό γίγνεσθαι.
O συχνά επιτηδευμένος θόρυβος που γίνεται γύρω από τη woke ατζέντα, η οποία στις ΗΠΑ έγινε κεντρικό πολιτικό διακύβευμα για τον Ντόναλντ Τραμπ και το επιτελείο του, είναι δυσανάλογα μεγάλος συγκριτικά με το πραγματικό κοινωνικό της αποτύπωμα, ειδικά αν τη συγκρίνει κανείς με άλλα φλέγοντα ζητήματα.
Η woke «απειλή» ως πρόσχημα
«Ο θόρυβος για τη woke ατζέντα δεν είναι παρά ένα πρόσχημα για την υπεράσπιση των αντιδραστικών απόψεων που αρνούνται τον συστημικό χαρακτήρα των αδικιών και των ανισοτήτων… επιχειρεί να συκοφαντήσει όλα τα κινήματα αμφισβήτησης που προέρχονται από μειονότητες που χαρακτηρίζονται υποτιμητικά ως “υπερευαίσθητες”, αποσκοπώντας στην καταπολέμηση της κριτικής σκέψης», γράφει χαρακτηριστικά ο Policar, σημειώνοντας ότι οι πολέμιοι του woke «δεν διστάζουν να οικειοποιούνται τις θεματικές και το λεξιλόγιο των αντιπάλων τους, μιλώντας κι αυτοί για αδικίες και διακρίσεις προκειμένου να αδειάσουν αυτές τις έννοιες από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο. Και είναι αλήθεια ότι, όσες υπερβολές, με ή χωρίς εισαγωγικά, κι αν της καταλογίσει κανείς, ο συχνά επιτηδευμένος θόρυβος που γίνεται γύρω από τη woke ατζέντα, η οποία στις ΗΠΑ έγινε κεντρικό πολιτικό διακύβευμα για τον Ντόναλντ Τραμπ και το επιτελείο του, είναι δυσανάλογα μεγάλος συγκριτικά με το πραγματικό κοινωνικό της αποτύπωμα, ειδικά αν τη συγκρίνει κανείς με άλλα φλέγοντα ζητήματα όπως είναι η κλιματική κρίση, οι διαρκώς διογκούμενες οικονομικές ανισότητες, η εξασθένιση των δημοκρατικών θεσμών, η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου και το προσφυγικό.
Αφού κάνει μια ιστορική αναδρομή στον όρο «woke», ο Policar αντιπαρατίθεται στη «συντονισμένη επίθεση» όσων κατηγορούν τη woke κουλτούρα ως μια «νέα θρησκεία», λέγοντας ότι βασικός στόχος της πολιτικής εξουσίας και της πανεπιστημιακής δεξιάς είναι η καταπολέμηση της επιρροής των κριτικών ρευμάτων στις κοινωνικές επιστήμες και γενικότερα «όλων εκείνων που αμφισβητούν την καθεστηκυία τάξη». Παραθέτει επί τούτω μέσα στο βιβλίο αποσπάσματα Γάλλων, κυρίως, θεωρητικών που τάσσονται υπέρ αλλά και κατά του woke, μαζί με την κριτική αποδόμηση των θέσεων των τελευταίων. Αντιμάχεται, μεταξύ άλλων, την προσφιλή στους αντιπάλους όσο και επίκαιρη κατηγορία «ισλαμοαριστερισμού» που παραπέμπει σε μια δομική σύγκλιση μεταξύ της άκρας αριστεράς και των ισλαμιστικών κύκλων στο όνομα της υπεράσπισης των Παλαιστινίων, όπως και την κατηγορία του «ριζικού αντισιωνισμού» που προκύπτει από τον περιορισμό του αντιρατσιστικού αγώνα σε «πάλη ενάντια στην ισλαμοφοβία». Μια θεωρία που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «εξαιρετικά εύθραυστη», συμπληρώνοντας ωστόσο ότι θα ήταν «ανέντιμο και πολιτικά αυτοκτονικό να αγνοήσουμε τον επιθετικό αντισημιτισμό του τζιχαντισμού». Αρνείται επιπλέον εμφατικά τις λογικές της συλλογικής ευθύνης, παραθέτοντας μια σειρά από ακροδεξιές εγκληματικές επιθέσεις που, μολονότι περισσότερες και σοβαρότερες από αυτές των μουσουλμάνων φονταμενταλιστών τα τελευταία χρόνια, δεν φαίνεται να συγκινούν εξίσου τους μονίμως «ανησυχούντες» για το μέλλον του δυτικού πολιτισμού.
Αντισημιτισμός και ισλαμοφοβία
«Όπου προελαύνει ο εθνικισμός, είτε είναι παρούσα η μουσουλμανική μετανάστευση είτε όχι, το μίσος προς τους Εβραίους επανενεργοποείται», καθώς «τα ιουδαιοφοβικά στερεότυπα συνοδεύονται συνήθως από μια αρνητική εικόνα του Ισλάμ και γενικότερα εχθρικές απόψεις για τις μειονότητες, όποιες κι αν είναι αυτές», όπως αναφέρει – ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που ακροθιγώς πραγματεύεται ο συγγραφέας είναι ο όψιμος προσεταιρισμός του Ισραήλ από μεγάλο μέρος της διεθνούς ακροδεξιάς ως «αντίβαρο» ενάντια στην «ισλαμική απειλή». Είναι επιπλέον παράδοξο, γράφει, το γεγονός ότι οι ίδιοι που δικαίως καταγγέλλουν τους συνωμοσιολογικούς μύθους σχετικά με τους Εβραίους χρησιμοποιούν αντίστοιχες διαδικασίες για τους μουσουλμάνους. Επικαλείται δε το ίδιο το οικουμενικό όραμα της γαλλικής κοσμικότητας που βασίζεται στις αρχές της δημόσιας διαβούλευσης, της πολιτειακής ισότητας και της προσωπικής ελευθερίας ως ανάχωμα σε όσους επιμένουν να βλέπουν σε κάθε μουσουλμάνο έναν δυνητικό ισλαμιστή, πριμοδοτώντας έτσι τον ακροδεξιό λαϊκισμό. Η αμφισβήτηση της αξίας της αντικειμενικότητας και του εφικτού της αλήθειας, κατηγορίες που συχνά προσάπτουν στο woke οι πολέμιοί του, όχι μόνο δεν ισχύουν αλλά αντίθετα «προετοιμάζουν τα πνεύματα να αποδεχθούν την κατηγορία περί “γουοκισμού” η οποία διατυπώνεται σε έναν ολοένα μεγαλύτερο αριθμό έργων και άρθρων που επιχειρούν να δώσουν υπόσταση σε μια τάση στην οποία κανείς δεν δηλώνει ότι ανήκει» λέει, επισημαίνοντας ότι αυτοί ακριβώς οι αυτόκλητοι «εισαγγελείς» είναι που απειλούν τη δημοκρατία.
Woke, διαθεματικότητα, αριστερά και alt-right
Ο Γάλλος διανοητής καταδεικνύει, επιπρόσθετα, ότι η έννοια της διαθεματικότητας, η «σπονδυλική στήλη» του γουοκισμού, «είναι στην πραγματικότητα το συνθηματικό που μας παρέχει πρόσβαση στην κατανόηση της συμβατότητας των αγώνων για χειραφέτηση», με τις απαρχές της να ανιχνεύονται ήδη στον Μεσοπόλεμο. Είναι ωστόσο, γράφει, θεμιτό να λυπούμαστε που στη διαδικασία της ακαδημαϊκής θεσμοποίησής της έδωσε πολύ μεγάλη προσοχή σε ζητήματα φύλου και φυλής, «κινδυνεύοντας να μην πληροί πλέον τον ρόλο της ως εργαλείου αποκάλυψης σχέσεων εκμετάλλευσης» – ανάλογη «εκ των έσω» κριτική έχουν ασκήσει ανοικτά ΛΟΑΤΚΙ+ αριστεροί συγγραφείς όπως ο Ντιντιέ Εριμπόν και ο Εντουάρ Λουί. Στη συνέχεια αναφέρεται στην έννοια του «λευκού προνομίου», η οποία, παρότι ατελής και χρησιμοποιούμενη ενίοτε καταχρηστικά –ο Policar διαφωνεί με την ιδέα περί «κληρονομικής λευκής ενοχής», καθότι υποδηλώνει «μια στατική εικόνα των κοινωνικών δεσμών»–, συμβάλλει στην κατανόηση του ρατσισμού ως άνισης σχέσης μεταξύ κοινωνικών ομάδων. «Η αντιδραστική σκέψη αρνείται να αναγνωρίσει τις διακρίσεις και όταν ενίοτε τις αναγνωρίζει, το κάνει για να τις θεωρήσει ανωμαλίες, άρα προορισμένες να εξαλειφθούν, και ποτέ ως προϊόν ενός συστήματος ενάντια στις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας» σημειώνει, απαντώντας στην alt-right παραφιλολογία περί «τυραννίας της καλής προαίρεσης». Θεωρεί αυτονόητο, επομένως, ότι «καμιά σοβαρή ανάλυση της αριστεράς δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι οι φυλετικές ή έμφυλες αδικίες ή εκείνες που αφορούν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, τους μετανάστες κ.λπ. θα έπρεπε να υποβιβάζονται ή να αγνοούνται», δεδομένου μάλιστα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ού αιώνα «κομμουνιστές και σοσιαλιστές βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των αγώνων για φυλετική και έμφυλη δικαιοσύνη, όντας ουσιώδη στοιχεία της πάλης για τη δύναμη της εργατικής τάξης».
Εν κατακλείδι, βρίσκει «εντυπωσιακές ομοιότητες» μεταξύ τοτ woke κινήματος και του Διαφωτισμού, συγκρίνει μάλιστα το σλόγκαν «Stay woke / Αφυπνίσου» με τη ρήση του Γερμανού φιλόσοφου Εμάνουελ Καντ «Τόλμησε να χρησιμοποιήσεις τον δικό σου νου». Πολύ ενδιαφέρον είναι και το επίμετρο του πολιτικού επιστήμονα Jean-Yves Pranchère που αναφέρεται «στον φόβο του woke ιδωμένο από το Βέλγιο» και στο οποίο επισημαίνει αφενός ότι η αντι-woke ιδεολογία αποσκοπεί ουσιαστικά στη διατήρηση των συστημικών αδικιών, αφετέρου ότι η woke ευαισθησία «δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον σεχταρισμό και την επιθετικότητα που παρατηρούνται στους ακτιβισμούς όλων ανεξαιρέτως των στρατοπέδων».
«Woke καπιταλισμός», οικουμενικότητα, φυλετισμός και πολιτικές των ταυτοτήτων
«Αυτό που με απασχολεί περισσότερο εδώ είναι οι τρόποι με τους οποίους οι σύγχρονες φωνές που θεωρούνται αριστερές έχουν εγκαταλείψει τις φιλοσοφικές ιδέες που είναι βασικές για κάθε αριστερή σκέψη: δέσμευση στην οικουμενικότητα έναντι του φυλετισμού, σταθερή διάκριση μεταξύ δικαιοσύνης και εξουσίας και πίστη στη δυνατότητα προόδου», γράφει η Susan Neiman στην εισαγωγή του δικού της βιβλίου, το εξώφυλλο του οποίου στην ελληνική έκδοση κοσμεί η σημαία της Δημοκρατικής Ισπανίας (1936-39). Παραθέτοντας κι εκείνη θεωρητικούς και των δύο «πλευρών» μαζί με προσωπικές της διαπιστώσεις, ισχυρίζεται ότι οι woke πολιτικές των ταυτοτήτων έγιναν διχαστικές «δημιουργώντας μια αποξένωση που γρήγορα εκμεταλλεύτηκε η δεξιά», στηλιτεύει δε τον κερδοσκοπικό σφετερισμό των αιτημάτων για ποικιλομορφία από τον «woke καπιταλισμό». Το woke κίνημα, λέει, εκφράζει μεν παραδοσιακά αριστερά συναισθήματα υπέρ των καταπιεσμένων και περιθωριοποιημένων, τα οποία όμως «εκτροχιάζονται από μια σειρά θεωρητικών παραδοχών που τελικά το υπονομεύουν».
Η εφημερίδα «New York Times», που «από το 2019 είναι όλο και περισσότερο επιδεικτικά woke» και η «αδυναμία» των δημοσιογράφων της να εξηγήσουν γιατί ο Τραμπ (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, διατηρεί κάκιστες σχέσεις με την εν λόγω εφημερίδα) έλαβε το ’23 περισσότερες ψήφους από τη μαύρη και τη λατινοαμερικανική κοινότητα των ΗΠΑ, η επικρότηση από τη Χίλαρι Κλίντον της εκλογής της ακροδεξιάς Τζόρτζια Μελόνι στην πρωθυπουργία της Ιταλίας ως «ρήξης με το παρελθόν» (επειδή είναι γυναίκα) και το υπουργικό συμβούλιο της Λιζ Τρας που «παρότι το πιο ποικιλόμορφο στη βρετανική ιστορία, προώθησε τις πιο συντηρητικές πολιτικές στα χρονικά», είναι ανάμεσα στα πρώτα παραδείγματα που φέρνει, αντιπαραθέτοντας στη συνέχεια την οικουμενικότητα με τον φυλετισμό που κατεξοχήν προωθεί η επονομαζόμενη woke ατζέντα, καθώς λέει.
«Η πολιτική των ταυτοτήτων ενσωματώνει μια σημαντική αλλαγή που ξεκίνησε στα μέσα του 20ού αιώνα: το υποκείμενο της Ιστορίας δεν ήταν πλέον ο ήρωας αλλά το θύμα», συνεχίζει, καταδεικνύοντας τα θετικά αλλά και τα αρνητικά αυτής της εξέλιξης μέσα από κάποια ακραία παραδείγματα, αλλά και την περίπτωση της σύγχρονης Γερμανίας, όπου η ενοχή για το Ολοκαύτωμα είναι τόσο κεντρικό στοιχείο της ιστορικής της αφήγησης, σε βαθμό που οι «οι Γερμανοί έγιναν ανίκανοι να δουν τους Εβραίους ως οτιδήποτε άλλο εκτός από θύματα». Παραδέχεται βέβαια ότι αποτελεί «σημάδι ηθικής προόδου το γεγονός ότι δεν απορρίπτουμε πλέον τις ιστορίες των θυμάτων, όπως κάναμε για πολύ καιρό», καθώς «αξίζουν την ενσυναίσθησή μας και, όπου είναι δυνατόν, την αποζημίωσή μας» – είναι ωστόσο, συμπληρώνει, λιγότερο σημάδι προόδου το ότι περάσαμε από την απερίσκεπτη απόρριψη στην απερίσκεπτη αποδοχή.
Θεωρεί ότι ο φυλετισμός είναι μια ιδέα που δεν εφευρέθηκε στην Αμερική αλλά είναι τόσο παλιά όσο η Βίβλος που «μας προειδοποιεί, ξανά και ξανά για το τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι ενώνονται γύρω από τις φυλετικές ταυτότητες. Ο φθόνος, η διαμάχη και ο πόλεμος είναι οι συνήθεις συνέπειες» και ως πλέον επιτυχημένο παράδειγμα πολιτικής των ταυτοτήτων που επικαλείται τη θυματοποίηση του παρελθόντος παρουσιάζει τον εβραϊκό εθνικισμό Ισραηλινών πολιτικών, όπως ο Νετανιάχου. «Η πολιτική των ταυτοτήτων όχι μόνο συρρικνώνει τις πολλαπλές συνιστώσες της ταυτότητάς μας σε μία αλλά καθιστά ουσιαστικό εκείνο το στοιχείο στο οποίο έχουμε τον λιγότερο έλεγχο. Και παρότι εξακολουθούν να αναφέρονται σε ένα αναγνωρίσιμο πρόβλημα, οι λέξεις αυτές έχουν γίνει τοξικές και χρησιμοποιούνται από τους συντηρητικούς που αγνοούν ότι ασκούν τη δική τους πολιτική των ταυτοτήτων», γράφει, δίχως ωστόσο να αναφέρεται στη διαθεματικότητα που χαρακτηρίζει τις πιο ριζοσπαστικές τουλάχιστον από τις ταυτοτικές διεκδικήσεις. Δεν αναφέρεται, επίσης, στο γεγονός ότι δίχως τη «woke αφύπνιση» αλλά και τις κοινωνικές και κινηματικές εξελίξεις που μεσολάβησαν η «ορθόδοξη» μαρξιστική αριστερά θα ήταν ακόμα προσκολλημένη στο σχήμα «όταν έρθει ο σοσιαλισμός θα τα λύσει όλα», θεωρώντας όλες τις άλλες διεκδικήσεις, πλην των ταξικών, δευτερεύουσες, αν όχι ανάξιες λόγου.
Προς υπεράσπιση του Διαφωτισμού και του ορθού λόγου
Η Neiman αφιερώνει μεγάλο μέρος του βιβλίου στην υπεράσπιση των οικουμενικών ιδεωδών του Διαφωτισμού που έχει δεχτεί σφοδρές επικρίσεις από το woke στο πλαίσιο της κουλτούρας της ακύρωσης: «Ορισμένες από τις επικρίσεις θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον Διαφωτισμό δείχνοντας ότι, μέσω της διαρκούς αυτοκριτικής που επινόησε, είχε τη δύναμη να διορθώσει τα περισσότερα από τα λάθη του». Αντ’ αυτού, εκείνοι που θα μπορούσαν να είχαν κάνει τον Διαφωτισμό πραγματικότητα, επιτίθενται εναντίον του, «ξεχνώντας ότι αναδύθηκε μέσα από ένα ρημαγμένο τοπίο, μια ήπειρο ποτισμένη στο αίμα». Οι αξίες του Διαφωτισμού δεν είναι «λευκές ευρωπαϊκές έννοιες» αλλά έχουν οικουμενική ισχύ, λέει. Επαινεί, εντούτοις, τα woke κινήματα «γιατί έκαναν πολλούς ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι το οικουμενικό έχει πιο συχνά χρώμα λευκό παρά καφέ, φύλο αρσενικό παρά θηλυκό, και θεωρείται ετεροφυλόφιλο παρά ομοφυλόφιλο. Έφεραν επίσης τα δεινά της αποικιοκρατίας στο προσκήνιο της δυτικής ιστορικής συνείδησης… αν όμως το να ακούμε προσεκτικά είναι πάντα μια καλή ιδέα, το να ακούμε ένα είδος φωνής σε βάρος των άλλων, είναι πάντα λάθος», σημειώνει, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι εκεί που οι Ευρωπαίοι εμφανίζονταν ως εκπολιτιστές των «αγρίων», κάποιοι, αντιστρέφοντας το δυαδικό σύστημα, θεωρούν πλέον τους μη Ευρωπαίους, ιδίως τους ιθαγενείς λαούς, ως αποκλειστική «πηγή όλων των αρετών». Δίνει μάλιστα το παράδειγμα του Αμίλκαρ Καρμπάλ, μορφή του αγώνα για την ανεξαρτησία της Γουϊνέας και του Πράσινου Ακρωτηρίου, ο οποίος απέρριπτε την αποθέωση της όποιας αυτόχθονης κουλτούρας, καλώντας τους συμπατριώτες του σε μια «ανα-αφρικανοποίηση».
Η συγγραφέας ασκεί μια εκτενή κριτική στον Μισέλ Φουκό που θεωρείται από πολλούς «πνευματικός πατέρας» του woke, ισχυριζόμενη πως η επιμονή του ότι η εξουσία είναι η μόνη κινητήρια δύναμη της ιστορίας –και άρα κάθε βήμα προς την πρόοδο οδηγεί σε σκοτεινότερες μορφές καταστολής– ισοδυναμεί με περιφρόνηση του ορθού λόγου, ο οποίος επίσης έχει σχετικοποιηθεί στο πλαίσιο της κουλτούρας της αφύπνισης ως απότοκο του Διαφωτισμού: «Κανένας διαφωτιστής δεν θα αποδεχόταν ότι ο ορθός λόγος είναι “φύσει αντίθετος” στη φύση… η ικανότητα του ορθού λόγου να αναρωτιέται τι είναι φυσικό και τι όχι είναι το πρώτο βήμα προς κάθε μορφή προόδου», λέει, σημειώνοντας ότι τον 18ο αιώνα η δουλεία, η φτώχια, η υποταγή των γυναικών, οι φεουδαρχικές ιεραρχίες και οι περισσότερες ασθένειες θεωρούνταν εντελώς φυσικά πράγματα. Ο ορθός λόγος υποστηρίζει τη δύναμη των ιδανικών και έχει εφαρμογές από τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και των εργασιακών συνθηκών μέχρι την έμφυλη ισότητα, συμπληρώνει, προσθέτοντας ότι τα προβλήματα με την τεχνολογία ξεκινούν από την κακή της χρήση, όχι από την ύπαρξή της καθαυτήν.
Καταδεικνύει, επιπλέον, την πρόοδο που έχει συντελεστεί γενικότερα τους τελευταίους δύο αιώνες, παρά τα προβλήματα: «Για εκατομμύρια ανθρώπους, η πραγματικότητα άλλαξε τη στιγμή που (σ.σ. χάρη στις ιδέες που γέννησε ο Διαφωτισμός) καταργήθηκε η δουλεία, που επιτράπηκε στις γυναίκες να ψηφίζουν, που αναγνωρίστηκαν στα ομόφυλα ζευγάρια τα δικαιώματα των άλλων πολιτών. Αν θέλετε μια γεύση της πραγματικότητας σε μέρη όπου αυτές οι αλλαγές δεν έχουν ακόμα έρθει, ρίξτε μια ματιά στη δουλεία των σκλάβων στη Μαυριτανία ή στην Ινδία, στα δικαιώματα των γυναικών στη Σαουδική Αραβία ή στο Αφγανιστάν, στην ποινικοποίηση των ομόφυλων σχέσεων στο Ιράν ή στην Ουγκάντα». Σε μια μάλιστα εξομολογητική αποστροφή, η Neiman αναφέρει ότι δεν είναι καθόλου «τυφλή προς το κακό» (ήτοι στην καθολική απόρριψη της έννοιας της προόδου), για το οποίο έχει γράψει περισσότερα από ένα βιβλία: «Υπάρχουν μέρες που παλεύω με την απελπισία».
«Ας μην ξανακάνουμε το ίδιο λάθος»
«Οι woke λαχταρούν την πρόοδο όσο κι εγώ, και πολλοί από αυτούς σηκώνονται κάθε πρωί να εργαστούν για την κοινωνική αλλαγή. Δεν συνειδητοποιούν πόσο βαριά τους βαραίνουν οι θεωρητικές απόψεις που υποστηρίζουν», γράφει στο τελευταίο κεφάλαιο (το ίδιο βέβαια θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς στους «παραδοσιακούς» αριστερούς). «Επειδή η οικουμενικότητα έχει κακοποιηθεί για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένα συμφέροντα, θα εγκαταλείψετε την οικουμενικότητα; Επειδή οι ισχυρισμοί ήταν μερικές φορές πέπλο για τη διεκδίκηση της εξουσίας, θα εγκαταλείψετε τη δικαιοσύνη; Επειδή τα βήματα στην πρόοδο είχαν μερικές φορές τρομερές συνέπειες, θα πάψετε να ελπίζετε στην πρόοδο;», ρωτά εν κατακλείδι, καλώντας σε ενωτική συστράτευση την ευρύτερη αριστερά, κόντρα στις επιμέρους διαφορές ενόψει της αυξανόμενης φασιστικής απειλής: «Δεν μας παίρνει να ξανακάνουμε το ίδιο λάθος (όπως στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου)», καταλήγει.