ΟΤΑΝ Η ΕΛΕΝ ΝΤΕ ΓΟΥΙΤ εξέδωσε το πρώτο της μεγάλο μυθιστόρημα, τον «Τελευταίο Σαμουράι», πριν από 25 χρόνια, κανείς δεν περίμενε ότι θα γινόταν αυτομάτως επιτυχία. Η ιστορία του νεαρού Λούντο, που μάθαινε τον έξω κόσμο μέσα από τις ταινίες και τα βιβλία, όπως περίπου και η ίδια, συγκίνησε το κοινό που ένιωσε να συμπάσχει με τον γοητευτικά απροσάρμοστο ήρωά της. Οι κριτικές ήταν καλές και η μεταφορά του βιβλίου στο σινεμά, όσο προβληματική κι αν ακουγόταν στην αρχή, έσπασε ταμεία.
Η πρόζα της Ντε Γουίτ, βγαλμένη από τον κόσμο της φιλοσοφίας και των συμβόλων, γεμάτη από κώδικες και από κρυφά νοήματα αλλά με μια αποστασιοποίηση που παρέπεμπε στα πιο ωραία φλεγματικά αποφθέγματα του Όσκαρ Ουάιλντ, κατέκτησε ένα κοινό που δεν βολευόταν με εύπεπτα μυθιστορήματα. Ωστόσο, το γεγονός ότι η ίδια δεν ανήκε ξεκάθαρα σε κάποιο λογοτεχνικό κύκλο ή σφαίρα επιρροής, φάνηκε να γοητεύει και ταυτόχρονα να δυσκολεύει τους κριτικούς που ήθελαν συγκεκριμένες αναφορές για να μπορέσουν να εκτιμήσουν την άγνωστη μέχρι τότε συγγραφέα.
Η σατιρική διάθεση είναι έντονη σε αυτή την άκρως πρωτότυπη νουβέλα, όπου η συγγραφέας μιλάει για μια δεκαεπτάχρονη, τη Μαργκερίτ, η οποία θα έρθει αντιμέτωπη όχι μόνο με τα προσωπικά της τραύματα αλλά και με το εκδοτικό κατεστημένο που θα κάνει ό,τι μπορεί για να την εξαπατήσει.
Αλλά ούτε εκείνη ένιωσε άνετα με την απρόσμενη επιτυχία: ο ευαίσθητος ψυχισμός της, που μάλλον ταυτιζόταν με τον μικρό της «σαμουράι», έκανε τις αγχώδεις διαταραχές ακόμα πιο έντονες. Η κατάσταση χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο από την άρνηση των επιμελητών των βιβλίων της να δεχτούν το ιδιοσυγκρασιακό ύφος και τους ακραίους πειραματισμούς της σε διαφορετικά γλωσσικά περιβάλλοντα. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και τις οικονομικές δοσοληψίες με τους εκδότες, ήταν πλέον προφανές ότι η ούτως ή άλλως εύθραυστη ψυχική της ισορροπία κινδύνευε σοβαρά. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα θα κατέρρεε και θα έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, ευτυχώς αποτυχημένη.
Ωστόσο, η γραφή ήταν πάντα ένα καταφύγιο για την Ντε Γουίτ. Γεννημένη στην Ουάσινγκτον το 1957, κόρη διπλωματών, είχε μάθει να απολαμβάνει τα πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα και να μιλάει πολλές γλώσσες από μικρή. Στο κολέγιο Σμιθ στην Οξφόρδη φρόντισε να πάρει έξτρα μαθήματα αρχαίων ελληνικών, ενώ το διδακτορικό της στην κλασική φιλολογία ήταν μια απλή υπενθύμιση του μεγάλου αντίκτυπου που έχουν στα κείμενα και τη σκέψη της οι μεγάλοι πολιτισμοί όπως ο αρχαιοελληνικός, ο αραβικός και ο ιαπωνικός (μιλάει, άλλωστε, εξίσου καλά και τις τρεις γλώσσες). Έχοντας μεγαλώσει, λόγω του επαγγέλματος των γονιών της, σε διαφορετικές χώρες, όπως η Βραζιλία, το Μεξικό, η Κολομβία και το Εκουαδόρ, είχε εξοπλιστεί από νωρίς με τα κατάλληλα εκπαιδευτικά εργαλεία, τους καλούς τρόπους και τη σωστή ανατροφή, φέροντας όμως έντονα οικογενειακά τραύματα.
Οι ψυχαναλυτές θα είχαν πολλά να πουν για την προβληματική σχέση με έναν πατέρα ο οποίος ήταν σχεδόν πάντα απών και με μια μητέρα που δεν είχε μεγάλη σχέση με την τρυφερότητα και ήταν ανέκαθεν επιρρεπής στη μελαγχολία. Το αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον έχει περιγραφεί ανάγλυφα και με διαφορετικούς τρόπους στα βιβλία της. Σε αυτό, η ανατροφή και η παιδεία έχουν πάντα πρωτεύουσα σημασία για την εξέλιξη των χαρακτήρων, μέσα από μια πολύπλοκη διαδικασία βέβαια, που επιτρέπει τη σάτιρα και το χιούμορ. Αυτά θα είναι και η κληρονομιά της από τις σπουδές της και τη διαμονή της στη Μεγάλη Βρετανία, όπου γνώρισε τον σύζυγό της Ντέιβιντ Λεβίν, ο οποίος τη μύησε στα μυστικά της φιλοσοφίας, των μαθηματικών, της τυπολογίας αλλά και του πόκερ. Μαζί του όχι μόνο θα μάθει τι σημαίνει στη θεωρία και την πράξη να ρισκάρεις και να παίζεις καλό σκάκι, αλλά θα αποκτήσει και την αυτοπεποίθηση που είχε ανάγκη ως συγγραφέας.
Όλα αυτά δεν θα είχαν τόσο μεγάλη σημασία αν δεν διαδραμάτιζαν κρίσιμο ρόλο για την αποκωδικοποίηση των βιβλίων της Ντε Γουίτ, τα οποία είναι γραμμένα κυριολεκτικά με τη σπιράλ λογική ενός σπάνιου μυαλού που μπορεί, για παράδειγμα, να ερμηνεύσει όλους τους χρωματισμούς ενός αναγεννησιακού πίνακα και των μαθηματικών τύπων με μια σειρά από λεκτικά παιχνίδια για αναγνώστες που επιθυμούν να σπάνε τους κρυφούς κώδικες. Το διαρκές παιχνίδι του μυαλού ενέχει, ωστόσο, εκ των πραγμάτων μια ειρωνεία και μια διαρκή σύγκρουση με τους παραδεδομένους κοινωνικούς θεσμούς, που πολλές φορές εκφράζεται με εξωφρενικό τρόπο.
Έλεν ντε Γουίτ, «Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί»,
μτφρ.: Μαριλένα Καραμολέγκου,
εκδόσεις Δώμα
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Lightning Rods», μια ακόμα σάτιρα της Ντε Γουίτ για μια εταιρεία που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη σεξουαλική παρενόχληση επιτρέποντας στους υπαλλήλους να κάνουν σεξ μέσα σε ειδικές τρύπες που έχουν τοποθετηθεί στις τουαλέτες! Εννοείται ότι κανένας εκδοτικός οίκος δεν μπορούσε να δεχτεί εύκολα μια τέτοια νουβέλα, ακόμα και μετά την επιτυχία του «Τελευταίου Σαμουράι», αλλά η Ντε Γουίτ τόλμησε να την ανασύρει από τα συρτάρια της και, μετά τις πολλαπλές απορρίψεις, να απευθυνθεί στον ανεξάρτητο εκδοτικό οίκο New Directions. Είναι ο οίκος που ανέλαβε, επίσης, να εκδώσει μερικές από τις πιο ωραίες νουβέλες της, όπως το «Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση Μαριλένας Καραμολέγκου.
Η σατιρική διάθεση είναι έντονη και σε αυτή την άκρως πρωτότυπη νουβέλα, όπου η συγγραφέας μιλάει για μια δεκαεπτάχρονη, τη Μαργκερίτ, η οποία θα έρθει αντιμέτωπη όχι μόνο με τα προσωπικά της τραύματα αλλά και με το εκδοτικό κατεστημένο που θα κάνει ό,τι μπορεί για να την εξαπατήσει. Μόνο που με ένα εντελώς ευφάνταστο plot twist, από αυτά που αγαπάει ιδιαίτερα η Ντε Γουίτ, τα πράγματα θα αποδειχθούν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι περιμέναμε. Όλα ξεκινούν όταν η ανήλικη –η ηλικία έχει πάντα σημασία– Μαργκερίτ, με αφορμή το Ραμαζάνι, φεύγει μαζί με τη μητέρα της από το Μαρόκο, όπου είναι εγκατεστημένη η οικογένειά της, για τις μακρινές Εβρίδες. Τα χρήματα δεν είναι πρόβλημα, οπότε η έφηβη δεν νιώθει άσχημα που η μητέρα της έχει διαρκώς εξωφρενικές απαιτήσεις, όπως η μεταφορά κανονικού πιάνου στην ξενοδοχειακή σουίτα για να εξασκείται. Από τη μητέρα της μαθαίνει όχι μόνο πόσο σημαντικό είναι να αποφεύγεις το κακό γούστο –le mauvais ton– αλλά και το να προσέχεις και να επιμένεις στις λεπτομέρειες – εννοείται φυσικά και στα ρούχα, αφού η μητέρα ντύνεται στις καλύτερες μοδίστρες και ξέρει να ξεχωρίζει τα πραγματικά ακριβά υφάσματα.
Η λεπτομέρεια αυτή θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας και στην αποκάλυψη της σημασίας του τίτλου, αφού κάθε συνήθεια, την οποία η συγγραφέας, μέσω της πρωταγωνίστριας, μοιάζει να καταγράφει ως στυλιστική παραξενιά, αποκαλύπτει πολλά όχι μόνο για την ανατροφή της Μαργκερίτ αλλά και για τις πλέον κρίσιμες αντιδράσεις της. Επομένως, όταν αποδειχτεί ότι η μητέρα έχει εξαφανιστεί μαζί με μια τεράστια περιουσία, η εκπαίδευση που έχει λάβει από εκείνη θα φανεί χρήσιμη με έναν εντελώς απρόσμενο τρόπο. Ένα κορίτσι που μαθαίνει από μικρό μπριτζ, έχει μαθηματικό μυαλό και γνωρίζει πολύ καλά πώς να εξαπατά αλλά και πώς να εγκλωβίζει τον αντίπαλο.
Εξίσου σημαντικές είναι οι αποχρώσεις των κοινωνικών έξεων, όπως θα έλεγαν εκ των υστέρων οι κοινωνιολόγοι, που αποτυπώνονται ακόμα και σε ένα μικρό απόσπασμα που παραθέτει στα γαλλικά η συγγραφέας από το «Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ, το οποίο παραμένει το κατεξοχήν σατιρικό μυθιστόρημα ηθών σχετικά με την κοινωνική κινητικότητα και την υπέρμετρη ανθρώπινη φιλοδοξία.
Η σχετικότητα των ηθικών κανόνων σε όλες τις όψεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, ακόμα και στον «πνευματικό» χώρο των εκδοτών, εκφράζεται με εξίσου έκδηλο τρόπο σε αυτή την απρόσμενα πολύπλοκη νουβέλα που πραγματικά δεν αφήνει τίποτα όρθιο: από τον χώρο των σαλονιών και του δυτικού κόσμου –είναι σαφής η προτίμηση της Ντε Γουίτ προς την Ανατολή– έως αυτό των επαγγελματιών του βιβλίου, που στα μάτια της νοιάζονται μόνο για το χρήμα. Μιλάει, άλλωστε, από πρώτο χέρι, αφού η μεγάλη της κόντρα με τους εκδότες την οδήγησε σε απόπειρα αυτοκτονίας, μόνο που το μελό δεν ταίριαξε ποτέ στην ιδιοσυγκρασία και στα γραπτά της. Το βιβλίο «Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί» είναι η εκδίκηση που κατάφερε να πάρει μέσω της λογοτεχνίας.
Η ζωντανή απόδειξη ότι η συγγραφέας είχε τον πρώτο λόγο στα βιβλία της, ακόμα και όταν φαινόταν ότι είχε τον τελευταίο, είναι η κυκλοφορία, πριν από κάποιους μήνες, του «Your name here» που είχε ξεκινήσει να γράφει το 2005 μαζί με τον Καναδό Ίλια Γκρίντνεφ. Το άκρως φιλόδοξο αυτό πόνημα είχε δεχτεί πολλές απορρίψεις λόγω της πολυπλοκότητάς του, καθώς, μεταξύ άλλων, περιελάμβανε εκτενή αποσπάσματα σε διαφορετικές γλώσσες, ακόμα και στα αραβικά, και ετερόκλητες αναφορές, από τον Μποντριγιάρ μέχρι τον Τομ Κρουζ! Τελικά κατάφερε να εκδοθεί έπειτα από μια εικοσαετία και να σημειώσει μεγάλη επιτυχία καταφέρνοντας να μείνει για αρκετές εβδομάδες στη λίστα με τα ευπώλητα και προκαλώντας συζητήσεις όσο ελάχιστα βιβλία τον τελευταίο καιρό στον αγγλόφωνο κόσμο. Πρόσφατα, μάλιστα, οι «New York Times» αφιέρωσαν ένα εκτενέστατο άρθρο στην απίστευτη ιστορία της Ντε Γουίτ· το κυρίαρχο ερώτημα ήταν αν το έργο της αφορά μια σπάνια ευφυΐα ή ένα διαταραγμένο μυαλό. Η (αποστομωτική) απάντηση μάλλον δίνεται μέσα από τις σελίδες του «Οι Άγγλοι καταλαβαίνουν το μαλλί», που είναι ταυτόχρονα και η «τέλεια εισαγωγή στις αναρχικές απολαύσεις της λογοτεχνίας της Ντε Γουίτ», όπως έγραψαν οι «Los Angeles Times», δηλαδή στο έργο μιας συγγραφέως που, όπως και η ηρωίδα της, ξέρει να παίρνει εκδίκηση, ακριβώς τη στιγμή που όλοι τη θεωρούν τελειωμένη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.