Ο ΡΟΜΠΙ ΡΟΜΠΕΡΤΣΟΝ, ο ηγέτης του θρυλικού συγκροτήματος Band, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 80 ετών το 2023, υπήρξε κολλητός φίλος με δύο εξέχουσες προσωπικότητες των καιρών μας: τον Μπομπ Ντίλαν και τον Μάρτιν Σκορσέζε. Μερικά χρόνια μετά τη θητεία του ως έμπιστου συνεργάτη του κορυφαίου τραγουδοποιού όλων των εποχών στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, ο Ρόμπερτσον καλλιέργησε μια έντονη φιλία με τον μεγάλο σκηνοθέτη τη δεκαετία του 1970.
Ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων του που είχε κυκλοφορήσει το 2016 με τίτλο Testimony (Μαρτυρία) φώτιζε με συναρπαστικό τρόπο την εποχή της συνεργασίας του Ντίλαν με τους Band. Την περασμένη εβδομάδα κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Penguin η συνέχεια, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, με τίτλο Insomnia (Αϋπνία), ένα βιβλίο που εστιάζει στις τρελές περιπέτειες που έζησε με τον Σκορσέζε στον ηδονιστικό κόσμο του Χόλιγουντ της δεκαετίας του ‘70, με ένα καστ αστέρων που θα έκανε τις περισσότερες υπερπαραγωγές να ντρέπονται.
Ο δυο τους ανέπτυξαν μια στενή φιλία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας The last waltz που γύρισε ο Σκορσέζε για την αποχαιρετιστήρια συναυλία των Band στο Winterland Ballroom του Σαν Φρανσίσκο τον Νοέμβριο του 1976. Μεταξύ άλλων, στο μνημειώδες αυτό μουσικό event εμφανίζονται επί σκηνής ο Ντίλαν, ο Βαν Μόρισον, ο Νιλ Γιανγκ, η Τζόνι Μίτσελ και ο Ρίνγκο Σταρ.
Όταν ένα περιοδικό δημοσίευσε άρθρο που ισχυριζόταν ότι «όλη τη νύχτα γίνονται πάρτι με σεξ, ναρκωτικά, ταινίες και ροκ εν ρολ» στο «σπίτι του Μάρτιν Σκορσέζε στο Μπελ Ερ», ο Σκορσέζε απείλησε με μηνύσεις, μέχρι που ο Ρόμπερτσον του επισήμανε ότι «το μόνο πράγμα που είπαν και δεν ήταν αλήθεια είναι ότι ζούμε στο Μπελ Έρ, ενώ το σπίτι μας, σύμφωνα με τον επίσημο χάρτη του Λος Άντζελες, είναι στο Μπέβερλι Χιλς».
Ήταν ένα εγχείρημα που απορρόφησε την ενέργεια των δύο ανδρών, οι οποίοι πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης χρονιάς στην τελική επεξεργασία της ταινίας, διαδικασία που περιλάμβανε προκλήσεις όπως το να «καλύψουν» ένα γρουμπούλι κοκαΐνης που φαίνεται στο ρουθούνι του Νιλ Γιανγκ, ενώ ερμηνεύει το «Helpless».
Όταν η σύζυγος του Ρόμπερτσον τον έδιωξε από το σπίτι τους στο Μαλιμπού, τον ίδιο καιρό που διαλυόταν οριστικά ο πρώτος γάμος του Σκορσέζε, ο σκηνοθέτης προσκάλεσε τον ροκ σταρ να μετακομίσει στο σπίτι του στον περιφερειακό της Μαλχόλαντ στο Λος Άντζελες. Ο Ρόμπερτσον περιγράφει τη σχέση τους ως «αταίριαστη», τους ένωνε όμως η μουσική (ο Ρόμπερτσον έδωσε στον Σκορσέζε την πιο πολύτιμη κιθάρα Fender που είχε για να τον βοηθήσει να μάθει να παίζει, αλλά ο σκηνοθέτης την έβαλε σε κορνίζα), οι ταινίες (κάθε βράδυ έβλεπαν δύο κλασικές ταινίες στο home cinema του Σκορσέζε, με τον «μαέστρο» να σχολιάζει με τον χαρακτηριστικό του οίστρο τις τεχνικές των σκηνοθετών) και τα ναρκωτικά.
Πολλά, πάρα πολλά ναρκωτικά. Η κοκαΐνη διαπερνά τις σελίδες του βιβλίου, η παρουσία της στα πάρτι, στα κλαμπ, στις συναυλίες, στις τελετές απονομής βραβείων, στις ηχογραφήσεις, στους μαραθώνιους στο μοντάζ και στις προβολές στο σπίτι είναι διαρκής, σε έναν θίασο στελεχωμένο από την ελίτ του κινηματογράφου και της μουσικής. Ο Ρόμπερτσον κάνει λόγο για μια «ναρκωτική ομίχλη» και έναν «κύκλο Quaaludes, κοκαΐνης, μαριχουάνας και Valium», αλλά δεν υπάρχει καμιά ενοχή ή ντροπή στις αναμνήσεις του· όλοι αυτοί με τους οποίους διασταυρώνονται φαίνεται να συμμερίζονται την ίδια αντίληψη.
«Σε πολλές περιπτώσεις, ο Μάρτι κι εγώ πηγαίναμε στο κλαμπ On the Rox για ένα τελευταίο ποτό», θυμάται ο Ρόμπερτσον. «Εκεί σύχναζε μια πολύ εκλεκτή παρέα, όχι και πολύ φιλική με τους ξένους, αν και πάντα έκαναν εξαίρεση για τις ωραίες γυναίκες. Η Τζόνι Μίτσελ μου είπε ότι είχε πάντα παγωμένο σάκε φυλαγμένο στο μαγαζί, αν ήθελα λίγο. Όλο το σκηνικό φαινόταν να έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε ο Τζακ Νίκολσον, ο Γουόρεν Μπίτι και η παρέα τους να νιώθουν σαν στο σπίτι τους και να έχουν προτεραιότητα με οποιαδήποτε νέα όμορφη κοπέλα στο μπαρ. Ήταν ένα ιδανικό μέρος για να πιεις ένα ποτό και να πάρεις λίγη κόκα προτού καταλήξεις στο σπίτι κάποιου, καθώς ανέτελλε ο ήλιος».
Ως ένας πρόσφατα χωρισμένος ροκ σταρ στο Χόλιγουντ, ο Ρόμπερτσον ομολογεί ότι η συμπεριφορά του άγγιζε τα όρια του σεξουαλικού εθισμού και ότι κάποιες φορές ένιωθε εντελώς «ρηχός και κούφιος». Γράφει επίσης ότι προσπαθούσε συνεχώς να γνωρίσει διάφορες γυναίκες στον Σκορσέζε, αλλά ο σκηνοθέτης δεν είχε την ίδια ακόρεστη διάθεση με εκείνον. Ο Σκορσέζε, ωστόσο, είχε ξεκινήσει μια θυελλώδη, κρυφή σχέση με τη Λάιζα Μινέλι («Βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση... Η Λάιζα είχε μια απολύτως ηλεκτρική ενέργεια»). Η Μινέλι ήταν τότε παντρεμένη με τον δεύτερο σύζυγό της, τον Τζακ Χέιλι Τζούνιορ. Όταν οι «παράνομοι» εραστές πέρασαν μια ιδιαίτερα άγρια νύχτα (με σπασμένα ποτήρια, αναποδογυρισμένα τραπέζια και κρασί να στάζει από τον κρυστάλλινο πολυέλαιο) σε μια σουίτα ξενοδοχείου στη Νέα Υόρκη, με το πρόσχημα της μελέτης ενός σεναρίου, εμφανίστηκε ξαφνικά ο Χέιλι έξαλλος και γεμάτος βασανιστικές υποψίες.
Τον απατημένο σύζυγο υποδέχτηκε ο Ρόμπερτσον που βρισκόταν στο «φουαγέ» της σουίτας και χώριζε αφηρημένα το περιεχόμενο από φακελάκια ζάχαρης σε «τρεις τακτοποιημένες γραμμές, όπως θα έκανες με την κόκα». Η ένταση ήταν μεγάλη, μέχρι που ο σύζυγος της Μινέλι έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων, το τύλιξε και σνίφαρε και τις τρεις γραμμές. «Α, εντάξει!» φώναξε, ρίχνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω. «Τώρα είναι πολύ καλύτερα! Δεν ένιωθα και πολύ καλά όταν μπήκα εδώ, αλλά τώρα...» χαμογέλασε, «γάμα το!». Ο Μάρτι με κοίταξε... Κανείς μας δεν είπε λέξη».
Όταν ένα περιοδικό δημοσίευσε ένα άρθρο που ισχυριζόταν ότι «όλη τη νύχτα γίνονται πάρτι με σεξ, ναρκωτικά, ταινίες και ροκ εν ρολ» στο «σπίτι του Μάρτιν Σκορσέζε στο Μπελ Ερ», ο Σκορσέζε απείλησε με μηνύσεις – μέχρι που ο Ρόμπερτσον του επισήμανε ότι «το μόνο πράγμα που είπαν και δεν ήταν αλήθεια είναι ότι ζούμε στο Μπελ Ερ, ενώ το σπίτι μας, σύμφωνα με τον επίσημο χάρτη του Λος Άντζελες, είναι στο Μπέβερλι Χιλς. Αλλά δεν νομίζω ότι μπορείς να κάνεις μήνυση για κάτι τέτοιο». Ο Σκορσέζε άφησε το τηλέφωνο και ξέσπασε σε γέλια.
Ο Ντίλαν επανεμφανίζεται στο Insomnia, πιο επιφυλακτικός σε σύγκριση με τον συναισθηματικό και εκφραστικό Σκορσέζε. Ο Ρόμπερτσον παρατηρεί ότι γύρω του υπήρχε «η αίσθηση ότι αν ήθελες να αποκαλύψεις οτιδήποτε, έπρεπε να το κάνεις με ιδιαίτερη προσοχή». Καθώς η δεκαετία του 1970 έφτανε στο τέλος της, ο Ντίλαν εισερχόταν στη «χριστιανική» φάση του. «Συνειδητοποίησα ότι μερικές φορές ένας άνθρωπος χρειάζεται βοήθεια, και αν δεν είναι ο τύπος που θα πάει σε ψυχίατρο ή θεραπευτή, πρέπει να βρει έναν άλλο τρόπο», παρατηρεί ο Ρόμπερτσον. «Ο εσωτερικός κόσμος που είχε δημιουργήσει ο Μπομπ ήταν τόσο περίπλοκος, τόσο εξωπραγματικός. Μπορούσες να τον φανταστείς να χάνεται μέσα στον δικό του ανεμοστρόβιλο. Δεν θεώρησα τη μεταστροφή του Μπομπ ως αστείο. Μερικές φορές πρέπει να καταλάβεις τι χρειάζεσαι, τι μπορεί να σε βοηθήσει. Μ’ αυτόν τον τρόπο αντιμετώπιζε ο Μπομπ τον χριστιανισμό. Δεν έπαιζε παιχνίδια. Έκανε αυτό που έπρεπε για την ψυχή του».
Με στοιχεία από «Telegraph»