Η ταινία The Beguiled έχει μια παράξενη φεστιβαλική διαδρομή: το πρωτότυπο φιλμ του 1971, σε σκηνοθεσία Ντον Σίγκελ, με τον Κλιντ Ίστγουντ, είχε προταθεί για το Φεστιβάλ Καννών εκείνης της χρονιάς με τη μεσολάβηση του επιδραστικού παράγοντα Πιερ Ρισιάν, αλλά οι Αμερικανοί παραγωγοί αρνήθηκαν τη συμμετοχή. Σαράντα έξι χρόνια μετά, το remake της Σοφία Κόπολα βρήκε μια θέση στο Διαγωνιστικό Τμήμα και τιμήθηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας μόλις η δεύτερη γυναίκα που το καταφέρνει. Έτσι, η ιστορία ενός στρατιώτη που τραυματίζεται στο μέτωπο και καταλήγει στα περιποιητικά χέρια (και στα διψασμένα μάτια) ενός μικρού οικοτροφείου που εκπαιδεύει κορασίδες για να γίνουν σωστές κυρίες αλλάζει οπτική, και «εκθηλύνεται», σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Αμερικανίδας σκηνοθέτιδος να διαβάζει την πλοκή μέσα από το πρίσμα του γυναικείου ψυχισμού – εξαίρεση το Somewhere.

 

Η δεσποινίς Μάρθα της Νικόλ Κίντμαν κρατά τις ισορροπίες, ακολουθώντας τις χριστιανικές αρχές της ελεημοσύνης, τις ανθρώπινες της συμπόνιας και τις προσωπικές μιας γυναίκας με σύντομο «κοσμικό» παρελθόν και ισχυρή αίσθηση της προστασίας, μια αυτοάμυνα συντήρησης μαζί με την ευθύνη για το ντρεσαρισμένο ποίμνιο.

 

Ο πληγωμένος ήρωας δεν είναι πλέον το αρσενικό, απειλητικό αρπακτικό του Προδότη, όπως είχε μεταφραστεί η εκδοχή του Σίγκελ, αλλά ένας ύποπτος παρείσακτος σε έναν γυναικωνίτη, όπου τα μέλη, από την διευθύντρια και τη δασκάλα μέχρι τις μαθήτριες, τον κοιτάζουν αρχικά με φόβο και στη συνέχεια εξετάζουν όλες τις πιθανές, λογικές λύσεις για να τον ξεφορτωθούν ή να τον κρατήσουν, αλλά και να τον αξιοποιήσουν, αν μπορούν. Η έπαυλη, σαν ιερό που στεγάζει καλούς τρόπους και εκλεπτυσμένο πολιτισμό εν μέσω βαρβαρότητας, αποδίδεται εμφατικά, σαν ελληνικός ναός (με τις ιωνικές κολόνες και την Greek Revival τεχνοτροπία που είχε εξαπλωθεί το 19ο αιώνα σε ένα κομμάτι της ψαγμένης Αμερικής), αντιτίθεται στον ειδυλλιακό περίγυρο, που απεικονίζεται με μαλακό φως και παστοράλ αντανακλάσεις - μια όαση που λειτουργεί ως ουδέτερο καταφύγιο. Η δεσποινίς Μάρθα της Νικόλ Κίντμαν κρατά τις ισορροπίες, ακολουθώντας τις χριστιανικές αρχές της ελεημοσύνης, τις ανθρώπινες της συμπόνιας και τις προσωπικές μιας γυναίκας με σύντομο «κοσμικό» παρελθόν και ισχυρή αίσθηση της προστασίας, μια αυτοάμυνα συντήρησης μαζί με την ευθύνη για το ντρεσαρισμένο ποίμνιο. Οι υπόλοιπες κυμαίνονται από την αθωότητα ως την πονηριά, με ενδιάμεσο σταθμό-κλειδί τον πιο δύσκολο ρόλο, αυτόν της Εντουίνα της Κίρστεν Ντανστ, μιας εγκλωβισμένη ψυχής, που τοποθετείται ανάμεσα στο καθήκον και την απόδραση, την ερωτική αλλά και την πνευματική. Ανέκαθεν το ντεκόρ απασχολούσε σοβαρά τη Σοφία Κόπολα και η περίοδος του Αμερικανικού Εμφυλίου δεν αποτελεί μόνο μια αφορμή για ένα υπέροχο, συμβολικό σκηνικό αλλά και πρόθεση για αναφορά στα διλήμματα απέναντι στην υποδοχή και στη μεταχείριση του Ξένου – ειδικά όταν η σύγχρονη Αμερική προδίδει την έννοια της μετανάστευσης, ξεχνώντας πανηγυρικά τους καλούς της τρόπους αλλά και τους νόμους που τη θεμελίωσαν ως έθνος.

 

Η πηγή της ταινίας, το μυθιστόρημα του Τόμας Κάλιναν, γράφτηκε το 1966 και σαφώς μιλάει για μια Αμερική στα πρόθυρα του διχασμού, άσχετα με τον χειρισμό του Ντον Σίγκελ και τη μάλλον απρόσμενη απόφαση του να καταπιαστεί με τόσους γυναικείους χαρακτήρες. Για την Κόπολα, η μετατόπιση του βλέμματος είναι φυσική και συμβαίνει οργανικά. Στην πιο άμεση ταινία της, περισσότερο και από τις Αυτόχειρες Παρθένους, καταφέρνει να διαβιβάσει τον προβληματισμό της για τη φύση και τη θέση της γυναίκας σε μια ακραία κατάσταση, χρησιμοποιώντας τον χαρακτήρα του λοχία Τζον Μακμπάρνι ως καταλύτη. Το κάνει αποτελεσματικά, με απλότητα και αφηγηματική οικονομία, χωρίς τη φιλοδοξία που πριν από χρόνια τής στοίχισε μια διχαστική υποδοχή για την αδικημένη, παραγνωρισμένη Μαρία Αντουανέτα, και πάλι στις Κάννες.