Στην ταινία που διακρίθηκε στο περσινό Φεστιβάλ του Λοκάρνο με το βραβείο ερμηνείας για τον Αρτέμ Μπιστρόφ, ο κινηματογραφιστής-ορχήστρα Γιούρι Μπίκοφ, που σκηνοθετεί, γράφει, συνθέτει τη μουσική και μοντάρει (απλώς εδώ δεν παίζει όπως στην προηγούμενη ταινία του), πρωταγωνιστεί ένας υδραυλικός, ο οποίος τα βάζει με τη γραφειοκρατία της μικρής, ανώνυμης πόλης όπου ζει, κάπου στη Ρωσία φυσικά, και προσπαθώντας να κάνει τη δουλειά του όπως ξέρει καλύτερα, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη διαφθορά και τη φαυλότητα των προϊσταμένων του.

 

Έχοντας έναν ήρωα με υψηλή αίσθηση της προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης, ο Μπίκοφ, όπως αντίστοιχα και ο Αντρέι Σβιάγκιντσεφ με τον Λεβιάθαν, τίθεται απέναντι σε μια ενορχηστρωμένη ανηθικότητα, ελάχιστα αλληγορικά και αρκούντως συμβολικά, με σασπένς και ζωηρή αφήγηση, σε μια καταγγελία μέσα στην καταγγελία, σε νυχτερινές αποχρώσεις, ζοφερές περιγραφές και εκμηδενισμό της θετικής προοπτικής.

 

Δεν είναι παράξενο που η ταινία, αν και χρηματοδοτήθηκε από το κράτος, βρήκε μπελά και αποτέλεσε παράδειγμα προς αποφυγή, ενώ στην ουσία χρησιμοποιεί έναν καθημερινό πρωταγωνιστή για να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα, ζωντανά απομεινάρια μιας πολιτικής σήψης που δεν λέει να εγκαταλείψει τη χώρα.