Στην προηγούμενη ταινία του Τσεσκ Γκάι που είχα δει πριν από μία δεκαετία περίπου, το Krampack (που σημαίνει αμοιβαίος αυνανισμός), ο Ισπανός σκηνοθέτης σκιτσάριζε με ευαισθησία και χιούμορ την ταυτόχρονη αλλά ασύμβατη σεξουαλική αφύπνιση δύο 17χρονων φίλων, του Ντάνι και του Νίκο, στις διακοπές τους, αποδίδοντας με ζωντάνια και την απαραίτητη ελαφράδα την αψάδα και την απερισκεψία της εφηβείας. Και πάλι δύο φίλοι από τα παλιά, αχώριστοι και αγαπημένοι, αλλά που η ζωή τούς έφερε γεωγραφικά μακριά, πρωταγωνιστούν στο Τρούμαν, που σάρωσε σε όλες τις βασικές κατηγορίες των φετινών βραβείων της Ισπανικής Ακαδημίας, αλλά σε εντελώς διαφορετική περίσταση: ο Τομάς φτάνει από τον Καναδά στη Μαδρίτη για να επισκεφθεί τον Τζούλιαν, ο οποίος έχει ως μοναδική παρέα τον πιστό και όχι τόσο νέο σκύλο του, τον Τρούμαν του τίτλου, και βρίσκεται στο τελικό στάδιο καρκίνου του πνεύμονα. Η βασική πρωτοτυπία της διάδρασης των δύο τους είναι πως ποτέ δεν αναλώνονται στο μελοδραματικό κλισέ της «αναμνησιακής» πολυλογίας, αυτό το εκβιαστικό θυμάσαι-που-τότε-κάναμε ανάθεμα των ταινιών με αρρώστια, φιλία και τα επακόλουθα απωθημένα, που πρέπει σώνει και καλά να λυθούν με σωρευτική λύτρωση και υπολογισμένα δάκρυα. Αντ' αυτού, συμπυκνώνουν τα χαρακτηριστικά της σχέσης τους σε ένα ιδιότυπο road movie με επισκέψεις, γεύματα και τυχαίες συναντήσεις, κυρίως στη γειτονιά της Μαδρίτης και στο Άμστερνταμ, ένα ταξίδι αστραπή για να δει, ίσως για τελευταία φορά, ο Τζούλιαν τον συνεσταλμένο φοιτητή γιο του.

 

Η εγκράτεια, η οικονομία και η σοφία στον διάλογο και στον χειρισμό είναι αξιοθαύμαστες παράμετροι σε αυτό το συγκινητικό δράμα που ορίζεται ανάμεσα σε έναν, με δική τους ομολογία, θαρραλέο και έναν συγκινητικό άνδρα, που σίγουρα βλέπουν τη ζωή με άλλο μάτι και άλλη αίσθηση του χρόνου και που δεν χρειάζεται να φιλοσοφήσουν παραπάνω απ' ό,τι τους επιβάλλει η στιγμή. Μέσα σε 4 ημέρες που διαρκεί η επίσκεψη του Τομάς, όσα λέγονται γράφουν ανεξίτηλα, χωρίς να είναι μεγάλες ή βαριές κουβέντες. Περιέχουν λύπη και χιούμορ και με έναν εξαιρετικό τρόπο περιστρέφονται τελικά γύρω από την τύχη του Τρούμαν, που ο Τζούλιαν θέλει να υιοθετηθεί, γνωρίζοντας πως είναι τόσο δύσκολο να βρει τον κατάλληλο ανάδοχο σε μια εποχή που όλοι ψάχνουν κουτάβια και τα γέρικα ζώα, όπως προφανώς κι εκείνος, δεν έχουν θέση σε κανένα σπιτικό. Σε μια σκηνοθεσία που αναδεικνύει ένα σενάριο βαθύ και απλό (μεγάλη πρόοδος από το πιο ευδιάκριτο στήσιμο του Krampack) ξεχωρίζουν μετ' επιτάσεως οι δύο ηθοποιοί: ο Χαβιέρ Καμάρα, που γνωρίζουμε κυρίως από τους κωμικούς του ρόλους στις ταινίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ, πλάθει τον τέλειο υποστηρικτικό ρόλο, πολλές φορές με ανεπαίσθητες εκφράσεις στο βάθος του κάδρου, πάντα δίπλα και σπανιότατα μπροστά από τον εύθραυστο Τζούλιαν. Ο δε Ρικάρντο Νταρίν είναι αξέχαστος σε έναν χαρακτήρα που ήρθε στα μέτρα του (υποδύεται έναν Αργεντινό ηθοποιό), αλλά τον εξέλιξε σε έναν άνθρωπο αξιοπρεπή μέσα στις αδυναμίες του. Επειδή παίζει τον ηθοποιό, μπορεί να υποκρίνεται στις σκηνές που καλείται να απαντήσει πώς είναι με ένα τυπικό «καλά», χωρίς να μπει στη διαδικασία να εξηγήσει πως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Κι όταν αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί ή να μαζέψει προηγούμενες συμπεριφορές του ισορροπεί την ορμή του επείγοντος με τη ματαιότητα που διακρίνει έναν συμφιλιωμένο άνθρωπο. Μερικές φορές, ο Νταρίν αφήνει μια σπουδαιοφάνεια να ξεγλιστρήσει στις ερμηνείες του, μια υποψία πως αυτός ξέρει καλύτερα και περισσότερα από τον θεατή και ετοιμάζεται να του πει κάτι σοβαρό, απαιτώντας την προσοχή του. Είναι μεγάλος τεχνίτης και τη γλιτώνει σχεδόν πάντα. Εδώ, ωστόσο, το κάνει τέλεια και υποκλίνεται με ταπεινότητα μπροστά στον θάνατο, χωρίς ίχνος προσποίησης. Μακράν ο καλύτερος ρόλος σε μια πλούσια καριέρα. Και μόνο γι' αυτόν, αξίζει να δείτε το Τρούμαν.