Ο Άνταμ Λανγκ είναι πρώην Βρετανός πρωθυπουργός και βρίσκει καταφύγιο σε ένα νησί στα ανατολικά παράλια των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όπου και γράφει την αυτοβιογραφία του. Όταν ο σύμβουλός του πεθαίνει, ένας συγγραφέας αποστέλλεται στο νησί για να τον βοηθήσει να ολοκληρώσει το βιβλίο του. Ο «ανώνυμος» συγγραφέας εισέρχεται σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και παρασύρεται στη δίνη μιας σεξουαλικής, πολιτικής και λογοτεχνικής ίντριγκας. Όλα τα στοιχεία που συνιστούν μια πολανσκική τραγωδία του μικρού παίχτη απέναντι στα μεγάλα παιχνίδια είναι στη θέση τους - μάλιστα συνυπογράφει σενάριο μετά από πολλά χρόνια.

Οι ήρωες στις ταινίες του Πολάνσκι συνήθως πάνε γυρεύοντας, παρά τις καλές τους προθέσεις - θυμηθείτε τον Γκίτις της Chinatown. Κατά κάποιον τρόπο μοιάζουν στον Πολάνσκι στο θράσος και την πονηριά, αλλά κατά βάθος η μοναδική τους αμαρτία είναι η περιέργεια και η φιλομάθεια. Ο συγγραφέας-φάντασμα δεν επιδίωξε τη δουλειά. Δεν έχει πρόβλημα αυτοπεποίθησης. Γνωρίζει πως δεν είναι και το πρώτο ταλέντο και ζει σαν αξιοπρεπής βδέλλα, για να χτενίζει βιογραφίες χωρίς λογοτεχνικές δάφνες. Μέσα από τα μάτια του μπερδευόμαστε από τα απατηλά φαινόμενα: κομμένες κουβέντες του πρώην πρωθυπουργού, κλεφτές ματιές της συζύγου του, τηλεφωνήματα που δεν ακούμε μέχρι το τέλος.

Τα αποσιωπητικά της ταινίας και ο περιορισμένος στα απαραίτητα λειτουργικά του όπλα διάλογος παίζουν καθοριστικό ρόλο. Ο ανώνυμος συγγραφέας είναι αμοραλιστής, χωρίς να είναι κάθαρμα (Πολάνσκι, εσύ είσαι πάλι;). Θα κάνει σεξ, αν του το ζητήσει η λυπημένη γυναίκα του Λανγκ, αλλά δεν θα παραβεί το νόμο παρά μόνο αν κρίνει ότι κάτι μαγειρεύεται. Δεν ξέρει τι ακριβώς, αλλά είπαμε, είναι συγγραφέας με ερευνητικό κριτήριο και ψάχνει τον μίτο του τέλειου προφίλ του ανδρός που καλείται να βιογραφήσει, σαν να θέλει να γράψει την αλήθεια που κάποιος του κρύβει συστηματικά και δόλια. Η πολιτική πλευρά της ταινίας είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Ο Άνταμ Λανγκ είναι με άλλα λόγια ο Τόνι Μπλερ στην εξορία που θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται μετά από τις αποκαλύψεις για τα πλημμελή αίτια της επέμβασης της Βρετανίας στο Ιράκ. Μοιάζει όμως και λίγο με τον Ρίγκαν - ήταν ηθοποιός στα νιάτα του και έχει το χάρισμα να γοητεύει τους συνομιλητές του χωρίς να ξέρει σε βάθος το ποίημά του.

Το σκηνικό όπου εξελίσσεται κυρίως η δράση (γυρισμένο στη βόρεια Γερμανία, λόγω της αδυναμίας του Πολάνσκι να μεταβεί στις ΗΠΑ) είναι υποβλητικό και δραματικό. Οι θίνες και ο ταραγμένος ωκεανός φτιάχνουν μια χειμωνιάτικη τρίτη πράξη ενός αινιγματικού θεατρικού, με ήρωα έναν αμφιβόλου ποιότητας πολιτικό σε πρόωρη συνταξιοδότηση. Ο ghost writer (έτσι αποκαλείται ο συγγραφέας που συντάσσει ανώνυμα την αυτοβιογραφία ενός σπουδαίου προσώπου που δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά μόνος του) είναι πραγματικά ένα φάντασμα που παρεμβάλλεται για να σώσει τα προσχήματα. Δεν λείπει από κανέναν και αν κάποιος υποθετικά τον αναζητούσε, δεν θα τον έβρισκε ποτέ στην ερημιά. Ξεκινάει με ταπεινές προσδοκίες, αλλά γρήγορα πεισμώνει. Αν και συχνά τρέχει για να ξεφύγει, θέλει να κάνει αισθητή την παρουσία του σε όσους τον υποτιμούν.

Ο σημαντικός είναι ο Λανγκ, αλλά ο θεατής συμπάσχει με τον κανέναν, τον ανώνυμο κατατρεγμένο που δεν είναι καν συμπαθής, όπως άλλωστε όλοι οι ήρωες του διόλου ελεήμονα Πολάνσκι. Κατά κάποιον τρόπο, ο Γιούαν ΜακΓρέγκορ δεν στέκεται στο ύψος ενός ρόλου που φαινομενικά απαιτεί μόνο την παρουσία του και μια απλή τεχνική. Σχεδόν διεκπεραιωτική. Είναι πολύ λιανός, φοράει ένα απλοϊκό χαμόγελο, δεν γεμίζει το μάτι για συγγραφέας και λαγωνικό, αντίθετα με τον Τζόνι Ντεπ στην Ένατη Πύλη, που διακατεχόταν από μια μεταφυσική ανησυχία στο κυνήγι μάγων και μαγισσών που εξαπέλυσε για να βρει τη χαμένη σελίδα (μια άδικα παραγνωρισμένη ταινία του Πολωνού). Είναι όντως δύσκολο να υποδυθείς κάποιον που αναλαμβάνει παραπάνω δράση από ό,τι υπονοεί η ανία του και επιπλέον φαίνεται κοινός, αλλά πρέπει να διαθέτει προσωπικότητα και εξυπνάδα για να αντεπεξέλθει. Αντίθετα, απόλυτα πειστικός είναι ο Μπρόσναν, που κατέχει το charming game.