Ο Λίαμ Νίσον υποδύεται έναν πρώην μυστικό πράκτορα που αγαπά υπερβολικά και ασυνθηκολόγητα την έφηβη κόρη του. Λόγω επαγγέλματος, δυσκολεύεται να της επιτρέψει να ταξιδέψει με μια φίλη της στο Παρίσι. Η νεαρά μαζί με την πρώην σύζυγό του τον πείθουν με το ζόρι. Κατά τη διάρκεια του πρώτου της τηλεφωνήματος από τη Γαλλία, περιγράφει την απαγωγή της και εκείνος, ακούγοντας τη μονάκριβή του να αγκομαχάει μπροστά στους κακοποιούς, αναχωρεί σαν αστραπή για να τη σώσει, αφού έχει πρώτα προειδοποιήσει τους κακούς πως θα τους βρει και θα τους σκοτώσει.

Η Αρπαγή αναβιώνει την περιπέτεια αυτοδικίας αλά Τσαρλς Μπρόνσον, με τη διαφορά πως το μοντάζ είναι αξιοπρόσεχτα abstract, ενώ την ίδια στιγμή τηρεί όλους τους κανόνες της ταχύρυθμης γραμμικής αφήγησης, άρα δεν αφήνει τον θεατή να κανιβαλίσει την ταινία λόγω ταχύτητας. Η ταινία διασχίζει σαν τυφώνας τα βήματα εντοπισμού και εξολόθρευσης, εμπλουτίζοντας το στόρι με εξωφρενικές προσθήκες - αλβανική μαφία, εμπόριο λευκής σάρκας, Άραβες αγοραστές κοριτσιών σε δημοπρασία, διεφθαρμένος Γάλλος γραφειοκράτης σε υψηλή θέση. Όλα αυτά μαζεμένα δεν πιάνουν χαρτωσιά μπροστά στον Λίαμ Νίσον, έναν αστυνομικό στα 50 και, που πάει στο Παρίσι ολομόναχος και τα βάζει, σαν τζόβενο που χτυπάει σαν τον Μπρους Λι και πυροβολεί σαν τον Τζέιμς Μποντ, με μια αρμάδα εγκληματιών, αφού πρώτα τους βρίσκει με μεθόδους της πιάτσας, χωρίς να μιλάει τη γλώσσα και να ξέρει ψυχή, έχοντας αυστηρά 96 ώρες στη διάθεσή του για να εντοπίσει την κόρη του (ένα εξωγήινα άβγαλτο παρθενοειδές, ίσως το μοναδικό στο Λος Άντζελες) και να φέρει σε πέρας την αποστολή της ζωής του.

Το ότι η πεντακάθαρα τετράγωνη, αισθηματικά χονδροειδής, τραβηγμένη περιπέτεια, σε παραγωγή του Λικ Μπεσόν, έκανε ένα σκασμό εισιτήρια στη Αμερική είναι από εκείνα τα φαινόμενα τα εμπορικά τα ανεξήγητα, που θα πρέπει ίσως να αναζητηθεί στη δίψα του μεγάλου κοινού να χειροκροτήσει τον ανίκητο ήρωα που τα σπάει όλα με καράτε, κι ας είναι κι ο Σίντλερ αυτοπροσώπως. Από την άλλη, το ίδιο κοινό επικρότησε τη σκεπτόμενη εκδοχή του «παίρνω το νόμο στα χέρια μου», αναθεωρημένη από τον Ίστγουντ, στο Γκραν Τορίνο. Είναι να σηκώνεις τα χέρια ψηλά.