Η βασιλική οικογένεια του Κατάρ, οι Αλ-Θάνι, έχει συγκεντρώσει τα τελευταία χρόνια μια τεράστια αυτοκρατορία ακινήτων στο Λονδίνο, τόσο μεγάλη, που πλέον οι ιδιωτικές τους ιδιοκτησίες στην πόλη υπολογίζονται ότι ξεπερνούν σε έκταση και αξία το ατομικό απόθεμα της βασιλικής οικογένειας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η σιωπηρή, αλλά συστηματική επένδυση σε ακίνητα, ξενοδοχεία και εμπορικές μάρκες έχει μετατρέψει περιοχές του κέντρου σε αυτό που δημοσιογραφικά αποκαλείται «Μικρή Ντόχα».
Το χαρτοφυλάκιο που αποδίδεται στην καταριανή δυναστεία περιλαμβάνει τόσο εμβληματικές λιανικές επενδύσεις όσο και πολυτελή ξενοδοχεία: μεταξύ άλλων, οι Αλ-Θάνι ή εταιρείες συμφερόντων τους φέρονται να ελέγχουν το Χάροντς, συμμετοχές στον όμιλο Maybourne που διαχειρίζεται τα Claridge’s, The Berkeley και The Connaught, μερίδια σε πολυτελείς εμπορικές και επιχειρηματικές ζώνες και επενδύσεις σε υποδομές.
Τα ρεπορτάζ αναφέρουν επίσης συνδέσεις με επενδύσεις στο Canary Wharf, σε μετοχές μεγάλων επιχειρήσεων τροφίμων και σε συμφωνίες που αγγίζουν το αεροδρόμιο του Χίθροου, στοιχεία που μαζί σχηματίζουν μια ισχυρή παρουσία στο αστικό τοπίο του Λονδίνου.
Οι αποτιμήσεις και ο ακριβής αριθμός τετραγωνικών που ελέγχουν οι Αλ-Θάνι ποικίλλουν ανά πηγή, αλλά ο κοινός παρονομαστής είναι η ταχύτητα και το εύρος των εξαγορών: κατοικίες υψηλού προφίλ στο Μέιφερ, επενδύσεις σε εμβληματικά ακίνητα και στρατηγικές τοποθετήσεις σε τομείς φιλοξενίας και λιανεμπορίου. Η πρακτική αυτή έχει πυροδοτήσει δημόσιες συζητήσεις για το αν και πώς η μεγάλη ξένη ιδιοκτησία αλλάζει το κοινωνικό και οικονομικό πρόσωπο της βρετανικής πρωτεύουσας.
Η πολιτική και νομική διάσταση της επέκτασης
Πέρα από τα ρεπορτάζ ιδιοκτησιών, η παρουσία των Καταριανών έχει προκαλέσει και νομικές αντιπαραθέσεις. Τον τελευταίο μήνα υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις: ένας σημαντικός διακανονισμός/διαιτησία σχετιζόμενος με την αξία και τα δικαιώματα διαχείρισης σε τρία πολυτελή ξενοδοχεία (Claridge’s, The Berkeley, The Connaught) οδήγησε σε δικαστικές αποφάσεις και διεκδικήσεις πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων λιρών, ενώ παράλληλες νομικές μάχες αφορούν συμφωνίες διαχείρισης και αποζημιώσεις σε πρώην συνεργάτες και επενδυτές. Αυτές οι νομικές αναμετρήσεις αναδεικνύουν πόσο ευάλωτες είναι οι συμφωνίες υψηλού προφίλ όταν εμπλέκονται διεθνή κεφάλαια και συμφέροντα.
Η ιδιαιτερότητα της κατάστασης έγκειται και στο θεσμικό πλαίσιο: η ακίνητη περιουσία της βρετανικής μοναρχίας χειρίζεται δομημένα μέσω θεσμών όπως το Crown Estate, με συγκεκριμένες υποχρεώσεις και δημοσιότητα. Αντίθετα, τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας Αλ-Θάνι είναι συχνά ιδιωτικής φύσης, δομημένα μέσα από funds, ιδιωτικές εταιρείες και κρατικές επενδυτικές οντότητες, γεγονός που περιπλέκει την πλήρη αποτύπωση και τη διαφάνεια της παρουσίας τους στο Λονδίνο.
Παράγοντες όπως η φορολογική νομοθεσία, οι κανόνες για ξένα επενδυτικά κεφάλαια, η διαφάνεια των εταιρικών δομών και οι πολιτικές για ξένη ιδιοκτησία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσεται αυτή η «αυτοκρατορία ακινήτων». Η συζήτηση δεν αφορά μόνο την αξία των ακινήτων αλλά και την κοινωνική επίπτωση: αυξήσεις ενοικίων, αλλαγές στη χρήση γης και μετασχηματισμός παραδοσιακών γειτονιών σε φατρίες για υπερ-πλούσιους.
Οι επικριτές υπογραμμίζουν ότι τέτοιου μεγέθους εξαγορές αλλοιώνουν την τοπική οικονομία και την κοινωνική συνοχή, ενώ για υποστηρικτές των επενδύσεων η εισροή κεφαλαίων ανανεώνει περιοχές και δημιουργεί θέσεις εργασίας και τουριστική ώθηση. Η αλήθεια, όπως συνήθως, πιθανότατα βρίσκεται κάπου στη μέση, όμως οι πρόσφατες νομικές μάχες και τα ρεπορτάζ καθιστούν σαφές ότι το ζήτημα δεν είναι πλέον μόνον οικονομικό αλλά και πολιτικό και ηθικό.
Γιατί έχει σημασία για το κοινό του Λονδίνου (και όχι μόνο)
Η εκτεταμένη ιδιοκτησία από ξένα κράτη και ηγετικές οικογένειες επηρεάζει καθημερινά ζητήματα: από την προσβασιμότητα σε επιλογές κατοικίας και το κόστος στέγασης, έως τις επιλογές χρήσης γης και τη διατήρηση πολιτιστικής κληρονομιάς. Όταν μεγάλοι κολοσσοί ή πλούσιοι επενδυτές εστιάζουν στην απόδοση κεφαλαίου, οι τοπικές ανάγκες του πληθυσμού, προσιτή στέγη, δημόσιοι χώροι, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μπορεί να υποχωρήσουν.
Ταυτόχρονα, οι μεγάλες αγορές ακίνητης περιουσίας λειτουργούν ως εργαλείο γεωπολιτικής επιρροής: οι επενδύσεις σε στρατηγικά ακίνητα, λιμάνια ή υποδομές μπορούν να αλλάξουν την ισορροπία συμφερόντων στην πόλη. Για αυτό και τα δημοσιεύματα για την «Μικρή Ντόχα» έχουν τραβήξει την προσοχή όχι μόνο οικονομικών ρεπόρτερ αλλά και πολιτικών σχημάτων και ρυθμιστικών αρχών.
Η υπόθεση της επένδυσης των Αλ-Θάνι στο Λονδίνο δεν είναι στατική: οι νομικές διεκδικήσεις, οι πιέσεις για αυξημένη διαφάνεια και οι ενδεχόμενες ρυθμιστικές παρεμβάσεις μπορούν να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων. Επίσης, η δημόσια συζήτηση για το ποιος «κατέχει» τις πόλεις μας και για ποιον σκοπό, πιθανότατα θα ενταθεί, και θα επηρεάσει πολιτικές αποφάσεις σχετικά με ξένη ιδιοκτησία, φορολογία και μέτρα κοινωνικής κατοικίας.
Με πληροφορίες από Economic Times, The Times