Τα τελευταία 12 χρόνια, η μικρή οικογενειακή κλινική υγείας στο Μελμαστόκ, μια απομακρυσμένη ορεινή κοινότητα στην κεντρική επαρχία Νταϊκούντι του Αφγανιστάν, έχει καταφέρει να λειτουργεί αδιάκοπα εν μέσω πολλών αναταράξεων — από την εξέγερση των Ταλιμπάν μέχρι την αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων και την κατάρρευση της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ κυβέρνησης στην Καμπούλ το 2021.
Από τότε, καθώς οι Ταλιμπάν επέστρεψαν στην εξουσία, εκδίδοντας ξανά διατάγματα που καταπιέζουν τις γυναίκες, η κλινική και η 34χρονη μαία Άτιφα συνεχίζουν να παρέχουν ένα «σωσίβιο» για τις μητέρες και τα μικρά παιδιά. Μέχρι όμως αυτό το καλοκαίρι. Τον Ιούλιο, η κλινική έκλεισε οριστικά τις πόρτες της. Για την Άτιφα αυτό σημαίνει ένα πράγμα: «Μητέρες και παιδιά θα πεθάνουν».
Ο λόγος; Οι μαζικές περικοπές της Ουάσιγκτον στην ανθρωπιστική βοήθεια των ΗΠΑ, που μέχρι πρόσφατα ήταν η μεγαλύτερη πηγή αναπτυξιακής στήριξης για τους απλούς Αφγανούς. Αυτή η βοήθεια ήταν κρίσιμη για την επιβίωση των έργων υγείας και άλλων αναπτυξιακών προγραμμάτων στη χώρα, μέσω του ΟΗΕ και των συνεργατών του. Ωστόσο, από τον Αύγουστο φέτος, οι περικοπές χρηματοδότησης έχουν οδηγήσει στην αναστολή ή το κλείσιμο 422 δομών υγείας στη χώρα. (Ως δικαιολογία για τις περικοπές, ένας ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης Τραμπ επικαλέστηκε αναφορές για απόπειρες των Ταλιμπάν να παρεμποδίσουν τη βοήθεια.)

Επίσημα γνωστές ως «Family Health Houses» και στελεχωμένες από μαίες όπως η Άτιφα, έναν καθαριστή και έναν φρουρό, οι κλινικές παρείχαν φροντίδα σε γυναίκες και παιδιά σε περιοχές όπου οι κοινότητες δεν έχουν πρόσβαση σε άλλες δομές υγείας. Σε εθνικό επίπεδο, περισσότερες από 100 τέτοιες κλινικές έκλεισαν λόγω των περικοπών. Η επίδραση, σε πολλές περιπτώσεις, ήταν καταστροφική.
Τον Απρίλιο, ο Άλι Χασάν έσπευσε με την έγκυο σύζυγό του Μαριάμ στην τοπική «Family Health House» στο Τάικο, άλλη μια απομακρυσμένη κοινότητα του Νταϊκούντι, όταν εκείνη παραπονέθηκε για πόνο και πίστευε ότι ήταν κοντά στον τοκετό. Μετά από ώρες αναμονής για τη μαία, συνειδητοποίησαν ότι η κλινική είχε κλείσει. Η μαία είχε απολυθεί. Απελπισμένοι για ιατρική βοήθεια, κατευθύνθηκαν σε ένα νοσοκομείο του δήμου, περίπου πέντε ώρες με το αυτοκίνητο. Ήταν πολύ μακριά. Τόσο η Μαριάμ, 38 ετών, όσο και το παιδί τους υπέκυψαν λίγο μετά την άφιξή τους στο νοσοκομείο. «Υπήρχε πιθανότητα να σώσουμε και τη μητέρα και το παιδί… ή τουλάχιστον τη μητέρα [αν η κλινική ήταν ανοιχτή]», είπε η Σεδίκα, μαία στο νοσοκομείο του δήμου, στο TIME.
«Όλες φοβόμαστε ότι εμείς ή τα παιδιά μας μπορεί να πεθάνουμε»
Ο διευθυντής του νοσοκομείου, Εζταουλάχ Αλιζάντα, συμφώνησε, προσθέτοντας: «Αυτές οι γυναίκες ζουν πολύ μακριά και μερικές φορές ο τοκετός ξεκινά κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Μέχρι να φτάσουν, είναι κοντά στο να πεθάνουν». Παγκοσμίως, η τάση έχει κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η πολυετής παρέμβαση τοπικών και διεθνών φορέων έχει κάνει τις γυναίκες σήμερα πιο πιθανό να επιβιώσουν από τον τοκετό σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, με τη μητρική θνησιμότητα — δηλαδή τους θανάτους γυναικών ανά 100.000 γεννήσεις — να έχει μειωθεί κατά 40% από το 2000 έως το 2023, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).
Αλλά οι περικοπές θα μπορούσαν να ωθήσουν το Αφγανιστάν, που ήδη υποφέρει από σχετικά υψηλά ποσοστά μητρικών θανάτων, ακόμα πιο πίσω. Σχεδόν τα δύο τρίτα των παγκόσμιων μητρικών θανάτων συμβαίνουν σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, που επηρεάζονται από «ευθραυστότητα ή σύγκρουση», σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Όπως είπε η Κουρσίτ, 30χρονη έγκυος στο TIME: «Όλες φοβόμαστε ότι εμείς ή τα παιδιά μας μπορεί να πεθάνουμε».
Πέρα από τις έγκυες γυναίκες, οι κλινικές παρείχαν φροντίδα και για τα μικρά παιδιά — και τα «λουκέτα» έχουν προκαλέσει φόβο σε πολλούς, όπως στην 24χρονη Μαριάμ που έχει τρία μικρά παιδιά. Πέρυσι, έχασε την 5 μηνών κόρη της όταν εκείνη αρρώστησε. Μη έχοντας χρήματα για ταξί, η Μαριάμ προσπαθούσε να την οδηγήσει πεζή στην πλησιέστερη κλινική, περίπου μία ώρα από το σπίτι της. Τώρα, η πλησιέστερη δομή υγείας απέχει τη διπλάσια απόσταση ακόμα και με αυτοκίνητο. «Ο χειμώνας [όταν η περιοχή καλύπτεται από χιόνι, περιορίζοντας την κίνηση]», λέει στο TIME, «είναι ακόμα πιο τρομακτικός».
Για τις μαίες, το κλείσιμο των κλινικών τούς έχουν στερήσει τα προς το ζην σε μια ήδη σοβαρά καταπονημένη οικονομία. «Γίνομαι πιο αδύναμη και μεγαλύτερη κάθε μέρα», είπε η Γκουλ Τσαμάν, μαία στην κοιλάδα Βάρας στο Νταϊκούντι, στο TIME, φοβούμενη τι θα συμβεί όταν εξαντλήσει τις αποταμιεύσεις της. «Φοβάμαι για μένα και για το μέλλον των παιδιών μου».
Η Άτιφα, η μαία στο Μελμαστόκ, επίσης φοβάται. Λέει ότι πλέον δεν έχει ούτε τα απαραίτητα υλικά για να δουλέψει ιδιωτικά και αναγκάζεται να απορρίπτει τους ασθενείς της.
Δυστυχώς, οι χειρότεροι φόβοι της επαληθεύτηκαν όταν μπήκε σε τοκετό τον Ιούλιο. Χωρίς προμήθειες για να βοηθήσει με ασφάλεια τη Σόγκρα, η Άτιφα την παρέπεμψε σε άλλη κλινική περίπου δύο ώρες μακριά με αυτοκίνητο. «Δεν ξέρω αν συνέβη στο δρόμο ή σε εκείνη την κλινική», λέει η Άτιφα, «αλλά έχασε το παιδί της».
Με πληροφορίες από Time Magazine