ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΕΣ, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΙΣ ΒΛΕΠΟΥΜΕ!

 

Από τη Βασιλική Σιούτη

Γυναικοκτονίες γίνονταν πάντα, αλλά δεν συζητούσαμε γι’ αυτές, επειδή δεν ήταν κοινωνικά ορατές. Η βία κατά των γυναικών παλιότερα απασχολούσε ελάχιστα έως καθόλου και στην πράξη υπήρχε μια αδικαιολόγητη ανοχή, τόσο από τους θεσμούς όσο και από την ελληνική κοινωνία. Αυτό που έχει αλλάξει εδώ και λίγο καιρό είναι το κοινωνικό ενδιαφέρον που αυξήθηκε για το θέμα των γυναικοκτονιών ‒ άλλωστε και ο όρος, που εδώ και λίγο καιρό χρησιμοποιείται στον δημόσιο διάλογο και στη χώρα μας, αυτό υποδηλώνει.

Στη 2η ετήσια έκθεση για τη βία κατά των γυναικών, που δημοσιεύτηκε πριν από δύο μήνες, η γυναικοκτονία αναφέρεται ως η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας και σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ στο 58% των δολοφονιών γυναικών παγκοσμίως ο δράστης ήταν είτε ο πρώην ή νυν σύντροφος τους είτε κάποιο μέλος από την οικογένεια, γεγονός «που σημαίνει ότι 137 γυναίκες σε όλο τον κόσμο δολοφονούνται καθημερινά από ένα μέλος της οικογένειάς τους». Το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών έχει ακόμα πιο δραματικές διαστάσεις για τις γυναίκες με αναπηρία, τις γυναίκες Ρομά ή τις μετανάστριες, οι οποίες αντιμετωπίζουν επιπλέον ρατσιστικές συμπεριφορές και φτώχεια, όπως επισημαίνει η καθηγήτρια του Ποινικού Δικαίου του ΑΠΘ Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου.

Η βία κατά των γυναικών στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στον κόσμο

Τα δεδομένα που υπάρχουν στη χώρα μας δεν δείχνουν κάποια ιδιαίτερη αύξηση των γυναικοκτονιών τα τελευταία χρόνια, ο ετήσιος αριθμός των καταγγελλόμενων εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας όμως έχει αυξηθεί από 1.303 που ήταν το 2010 σε 5.669 το 2020. Από τα παλιότερα χρόνια δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα για την έμφυλη βία στην Ελλάδα, καθώς η αστυνομία έχει ξεκινήσει την καταγραφή του φύλου του θύματος και του δράστη, όπως και τη μεταξύ τους σχέση μόλις από το 2020 και μετά.

Από τα πρόσφατα στοιχεία που υπάρχουν προκύπτει πως το 73,5% των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι γυναίκες και το 93% των δραστών είναι άνδρες. Τεκμηριώνεται δηλαδή ότι η πλειονότητα των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι γυναίκες, ενώ οι δράστες ενδοοικογενειακής βίας είναι σχεδόν στο σύνολό τους άνδρες.

Την περασμένη χρονιά, οι κλήσεις στη γραμμή SOS 15900, από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο, έφτασαν τις 7.809. Από αυτές οι 5.405 αφορούσαν καταγγελίες περιστατικών βίας κατά γυναικών από νυν ή πρώην συντρόφους τους. Από αυτές τις κλήσεις, οι 3.730 έγιναν από τις ίδιες τις γυναίκες, ενώ οι 1.675 από τρίτα πρόσωπα.

Στα 43 συμβουλευτικά κέντρα του Δικτύου Δομών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας απευθύνθηκαν 4.449 γυναίκες ή άνθρωποι από το περιβάλλον τους και 175 γυναίκες με τα παιδιά τους φιλοξενήθηκαν στους 19 ξενώνες που υπάρχουν για να προσφέρουν προστασία στις γυναίκες που δέχονται βία από το περιβάλλον τους.

Αλλά και στην Ευρώπη οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν εκτεταμένη παρενόχληση και βία. Επίσης, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, συχνά, όταν δέχονται επίθεση, δεν το καταγγέλλουν, σύμφωνα με τα ευρήματα της πρόσφατης έρευνας του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (FRA). Ένα χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τη βία κατά των ανδρών από αυτήν κατά των γυναικών είναι ότι η πρώτη συμβαίνει συνήθως σε δημόσιους χώρους από άτομα που δεν γνωρίζουν, ενώ οι γυναίκες συνήθως βιώνουν τη σωματική βία στο σπίτι και ο δράστης συχνά ανήκει στο περιβάλλον τους. Αυτό έχει κι άλλες συνέπειες, όπως εξηγεί η έρευνα: «Όταν το περιστατικό βίας συμβαίνει σε δημόσιο χώρο, συνήθως βρίσκονται εκεί άλλα άτομα που μπορούν να παρέμβουν ή να ενεργήσουν ως μάρτυρες, αυτό όμως δεν συμβαίνει συνήθως όταν το περιστατικό βίας συμβαίνει στο οικογενειακό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι, γενικά, οι γυναίκες και οι άνδρες θύματα περιστατικών βίας δεν βρίσκονται στην ίδια θέση όσον αφορά την αναζήτηση βοήθειας, την καταγγελία των περιστατικών στην αστυνομία ή την εξέταση των περιστατικών στο δικαστήριο».

Εξαιτίας του φόβου της σωματικής ή σεξουαλικής επίθεσης ή παρενόχλησης, οι γυναίκες συχνά αυτοπεριορίζονται, αποφεύγοντας μέρη όπου δεν υπάρχει πολύς κόσμος ή περιοχές που δεν γνωρίζουν.

Όπως αναφέρει η έρευνα, το 64 % των γυναικών αποφεύγει τουλάχιστον μερικές φορές να πηγαίνει σε μέρη όπου δεν υπάρχει κόσμος από τον φόβο πιθανής επίθεσης ή παρενόχλησης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών ανέρχεται σε 36%. Αυτό, δηλαδή το ότι ο κόσμος δεν είναι εξίσου ασφαλής για τις γυναίκες και τους άνδρες στην Ελλάδα τουλάχιστον, μέχρι πρότινος θεωρούνταν περίπου ως αυτονόητο και κανονικότητα, χωρίς να υπάρχει η αντίληψη ότι πρόκειται περί διάκρισης κατά των γυναικών και περιορισμού της ελευθερίας τους. Όπως συμπεραίνει η έρευνα του FRA, η αποφυγή του κινδύνου μπορεί να είναι μια λογική αντίδραση, ωστόσο δεν πρέπει να επηρεάσει τη δυνατότητα και την ισότητα στη χρήση του δημόσιου χώρου.

Σύμφωνα με μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), πάνω από το 35% των γυναικών που σκοτώθηκαν παγκοσμίως δολοφονήθηκαν από τον σύντροφό τους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό δολοφονιών ανδρών που σκοτώθηκαν από τις συντρόφους τους είναι 5%. Στη μελέτη του ΠΟΥ υπάρχει αναφορά και στα λεγόμενα «εγκλήματα τιμής» σε βάρος γυναικών, για τις δολοφονίες των οποίων παρατηρείται ακόμα και σήμερα ανοχή σε ορισμένες κοινωνίες, όταν θεωρούν ότι παραβίασαν κάποιους ηθικούς νόμους ή παραδόσεις. Υπάρχουν και οι δολοφονίες από άγνωστους δράστες, οι οποίες συνήθως συνοδεύονται από σεξουαλική βία ή μισογυνισμό.

Καθώς σε πολλά μέρη του κόσμου οι δράστες ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να μένουν ατιμώρητοι, ο ΟΗΕ από το 2013 έχει καλέσει τα κράτη να λάβουν μέτρα κατά της βίας εναντίον των γυναικών και να θεσπίσουν ένα νέο, ενισχυμένο νομοθετικό πλαίσιο για τη λογοδοσία και τον τερματισμό της ατιμωρησίας των δραστών.

 

Η εισαγωγή του όρου «γυναικοκτονία»

Ο όρος «γυναικοκτονία» δεν είναι νομικός, καθώς προέρχεται από τις κοινωνικές επιστήμες, αλλά τελευταία χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά σε διεθνείς οργανισμούς και οργανώσεις πολιτών. Κυρίως όμως χρησιμοποιείται εδώ και καιρό εκτενώς στη Λατινική Αμερική (Μεξικό, Γουατεμάλα κ.α.) λόγω της μεγάλης αύξησης βίαιων δολοφονιών γυναικών.

Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων ορίζει τη γυναικοκτονία ως δολοφονία γυναικών εξαιτίας του φύλου τους και περιλαμβάνει τη δολοφονία μιας γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από τον ερωτικό της σύντροφο ή ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, καθώς και κάποιες άλλες περιπτώσεις.

Ο ΠΟΥ έχει υιοθετήσει τον όρο γυναικοκτονία από το 2012, ορίζοντάς τον ως ανθρωποκτονία από πρόθεση που έχει σχέση με το φύλο και συνήθως διαπράττεται από άνδρες που είχαν κακοποιητική συμπεριφορά, απειλούσαν ή εκφόβιζαν τις γυναίκες αυτές, οι οποίες μπορεί να βρίσκονταν σε θέση αδυναμίας σε σχέση με αυτούς.

Πριν από έξι χρόνια, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, στο πλαίσιο μελέτης για τη βελτίωση της συλλογής δεδομένων για τη βία κατά των γυναικών στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., επισήμανε ότι η γυναικοκτονία δεν αναγνωρίζεται ως διακριτό αδίκημα στο Ποινικό Δίκαιο των κρατών μελών της Ε.Ε. ούτε υπάρχει νομικός ορισμός σε όλα τα κράτη-μέλη, με συνέπεια, κατά το Ινστιτούτο, «τη μη ορθή αποτύπωση του μεγέθους αλλά και των μορφών της στα στατιστικά στοιχεία των κρατών-μελών».

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε να συμπεριληφθεί η έμφυλη βία ως διακριτό έγκλημα στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, αλλά υπάρχουν πολλοί νομικοί που διαφωνούν με αυτό.

Τον Οκτώβριο, στην Κύπρο, με πρόταση νόμου που κατέθεσε η πρόεδρος της Βουλής στην ολομέλεια, το έγκλημα της γυναικοκτονίας αναγνωρίζεται ως διακριτό ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και οι αστυνομικές αρχές θα ταξινομούν τις υποθέσεις που αφορούν δολοφονίες γυναικών ως γυναικοκτονίες, δεν θα τις ενσωματώνουν στη γενική λίστα των δολοφονιών.

Στην Ελλάδα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας τον περασμένο Νοέμβριο απέστειλε εγκύκλιο προς τους εισαγγελείς Πρωτοδικών της χώρας με αφορμή τη βία και τις δολοφονίες κατά γυναικών που απασχόλησαν την κοινή γνώμη «για την ανάγκη διακριτής τυποποιημένης ποινικής πρόβλεψης ή και για αναγωγή αυτής ως διακεκριμένης παραλλαγής της ανθρωποκτονίας του άρθρου 299 Π.Κ.».

Η νομική αντιμετώπιση της γυναικοκτονίας στην Ελλάδα

Σε πρόσφατη εκδήλωση της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ για τη νομική αντιμετώπιση της γυναικοκτονίας, η κ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου ανέφερε ότι στον Ποινικό Κώδικα το φύλο του θύματος δεν θεωρείται σημαντικό για τον προσδιορισμό της αξιόποινης συμπεριφοράς και ούτε θα έπρεπε να είναι, κατά τη γνώμη της (και την κυρίαρχη άποψη των νομικών στη χώρα μας), παρά τις διαφορετικές προτάσεις που κατατίθενται τον τελευταίο καιρό. «Τιμωρώντας γενικά κάθε ανθρωποκτονία και κάθε σωματική βλάβη, ο Έλληνας νομοθέτης συμπορεύεται με την πρακτική που ακολουθείται ευρύτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναδεικνύοντας την ανάγκη για “ίση” μεταχείριση των φύλων και όχι για “ειδική” μεταχείριση των γυναικών». Βέβαια, το ότι στο Ποινικό Δίκαιο τα θύματα μπορεί να είναι τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, ανέφερε, δεν σημαίνει ότι η διαφορά φύλου ή η μειωμένη δυνατότητα αντίδρασης στην προσβολή δεν λαμβάνεται υπόψη ως επιβαρυντικός παράγοντας.

Σύμφωνα με την κ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, βάσει του άρθρου 82Α του Ποινικού Κώδικα, εάν τελεστεί ένα έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών του φύλου του, η ποινή επαυξάνεται. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 79 του Ποινικού Κώδικα, το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για τον δράστη, ενώ με αυξημένη ποινή απειλούνται και όλες οι σωματικές βλάβες σε βάρος αδύναμων ατόμων (ανηλίκων, υπερηλίκων, συζύγων ή συντρόφων κ.ά.) που συνοικούν με τον δράστη ή έχουν μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας. Αντίστοιχες ρυθμίσεις υπάρχουν και για τις σωματικές βλάβες, τις προσβολές της ελευθερίας και της γενετήσιας αξιοπρέπειας μελών της ίδιας οικογένειας. «Επομένως, δεν απαιτείται νέα διάταξη για τη γυναικοκτονία στο ποινικό μας δίκαιο» κατά την άποψή της, καθώς «η ανθρωποκτονία αντιμετωπιζόταν πάντα με πολύ υψηλές ποινές: ισόβια κάθειρξη ως μόνη ποινή μέχρι τον Ιούνιο του 2019, ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών από τον Ιούλιο του 2019 έως προσφάτως. Με αντίστοιχα υψηλές ποινές απειλούνται και για τις σωματικές βλάβες ‒συχνά σοβαρές‒, οι οποίες κατά κανόνα προηγούνται της ανθρωποκτονίας, και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα».

 

Η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμα αξιόπιστα στοιχεία

Η Ε.Ε. εδώ και τρία χρόνια έχει δημιουργήσει Παρατηρητήριο για τη Γυναικοκτονία, το οποίο αναφέρει ότι η Ελλάδα «δεν είναι ακόμα σε θέση να συγκεντρώσει αξιόπιστα και συγκρίσιμα στοιχεία για τους απαιτούμενους δείκτες. Αυτό συνιστά στόχο και υποχρέωση που απορρέει από την κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Η δυσκολία συγκέντρωσης των παραπάνω δεικτών προκύπτει από κενά της νομοθεσίας και από ελλείψεις στα συστήματα καταγραφής των αρμόδιων φορέων όλων των κρατών-μελών της Ε.Ε.».

Στη χώρα η Ελληνική Αστυνομία τροποποίησε το σύστημα καταγραφής των αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας πριν από δύο χρόνια, περιλαμβάνοντας πλέον στα στοιχεία της και πληροφορίες για τη σχέση θύματος δράστη και το είδος της βίας. Καθώς η Δικαιοσύνη δεν διαθέτει πληροφοριακό σύστημα για τα αδικήματα της ενδοοικογενειακής βίας, όμως, όπως αναφέρει η έρευνα της Γ.Γ Ισότητας, η συλλογή των στοιχείων γίνεται κατόπιν αποστολής αιτήματος στην εισαγγελία του Αρείου Πάγου, η οποία κοινοποιεί το αίτημα στις 63 εισαγγελίες Πρωτοδικών της χώρας, οι οποίες με τη σειρά τους ανατρέχουν στις δικογραφίες των προηγούμενων ετών. Δηλαδή, όπως σημειώνεται, πρόκειται για μια προσπάθεια ποσοτικής προσέγγισης του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας και όχι για την πιστή απεικόνισή του.

 

Λίγα περιστατικά καταγγέλλονται

Όσοι ασχολούνται με το θέμα της βίας κατά των γυναικών επισημαίνουν ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα το γεγονός ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των περιστατικών καταγγέλλεται και ακόμα λιγότερα φτάνουν στη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε., μόλις το 13-14% των γυναικών καταγγέλλει πράξεις βίας που σχετίζονται με το φύλο τους.

«Οι αιτίες είναι πολλές», όπως εξήγησε στην ομιλία της για τις γυναικοκτονίες η κ. Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου. «Τα παιδιά, η οικονομική εξάρτηση από τον άνδρα, ο φόβος αλλά και ο κοινωνικός περίγυρος είναι εξίσου ανασταλτικοί παράγοντες. Πριν από λίγο καιρό ακούστηκε ότι μια γυναίκα που σκοτώθηκε από τον σύζυγό της στη Μάνη μπροστά στο ανήλικο παιδί τους κακοποιούνταν συστηματικά, αλλά δεν το αποκάλυπτε γιατί φοβόταν τον “στιγματισμό”, τις κοινωνικές συνέπειες που θα είχε η αποκάλυψη».

Τον περασμένο Ιούλιο, μετά τη δολοφονία μιας 31χρονης γυναίκας από τον σύζυγό της στη Δάφνη, καταγγέλθηκε δημόσια ότι η γυναίκα αυτή είχε υποστεί ξανά βία από τον άνδρα της και ότι σε άλλο περιστατικό που είχε προηγηθεί εναντίον της, πάλι από τον άνδρα της, μια γειτόνισσα είχε ενημερώσει την αστυνομία και την είχε καλέσει για να προστατεύσει το θύμα, πλην όμως οι αστυνομικοί ήρθαν και έφυγαν χωρίς καν να παρέμβουν, υποεκτιμώντας προφανώς το περιστατικό. Ο δράστης τελικά σκότωσε την ανυπεράσπιστη γυναίκα, η οποία δεν είχε τολμήσει να τον καταγγείλει, παρότι την κακοποιούσε, αλλά και όταν τρίτο πρόσωπο ειδοποίησε την αστυνομία, αυτή δεν προστάτευσε το θύμα.

Ούτε η αυτεπάγγελτη δίωξη των εγκλημάτων κατά γυναικών, όμως, έχει βοηθήσει στην αύξηση των διώξεων, αναφέρει η κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όταν οι πράξεις τελούνται στο πλαίσιο της οικογένειας. «Οι γείτονες, οι συγγενείς ή οι φίλοι γνωρίζουν ή υποπτεύονται τη βία που ασκείται στο πλαίσιο της οικογένειας, αλλά κατά κανόνα σιωπούν. Φοβούνται να επέμβουν ή ελπίζουν ότι, σιωπώντας, μπορεί και να βελτιωθούν τα πράγματα και να διατηρηθεί τελικά η οικογένεια ενωμένη. Συχνά πιέζουν την γυναίκα να υπομείνει την κατάσταση “για το καλό των παιδιών της”».

Η (ελλιπής) μέριμνα

Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα κάποια Γραφεία Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας που λειτουργούν στις 14 περιφέρειες της χώρας και στις διευθύνσεις αστυνομίας κάθε νομού για την προστασία των θυμάτων καθώς και για την επιμόρφωση του αστυνομικού προσωπικού, τα οποία ωστόσο έχουν σημαντικές ελλείψεις. Υπάρχει η 24ωρη τηλεφωνική γραμμή βοήθειας SOS 159008 και 43 συμβουλευτικά κέντρα που παρέχουν ενημέρωση και πληροφόρηση σε θέματα ισότητας των φύλων και αντιμετώπισης της βίας και κάποιοι ξενώνες φιλοξενίας που παρέχουν διαμονή με ασφάλεια και σίτιση σε γυναίκες θύματα έμφυλης βίας και στα παιδιά τους.

Όπως επισημαίνει, όμως, πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ), «τα θύματα περιπλανώνται ανάμεσα σε διαφορετικούς τόπους συνδρομής, π.χ. συμβουλευτικά κέντρα, στέγες, υπηρεσίες δήμων, αστυνομικά τμήματα, δικηγόρους, την Εκκλησία κ.α., ενώ χρειάζεται ένας ενιαίος τόπος ο οποίος να παρέχει συνολικές υπηρεσίες».

Άλλο ένα ζήτημα που θίγει στα συμπεράσματά της η ίδια έρευνα είναι ότι η συνολική ποινική διαδικασία χρονίζει, οι δράστες κυκλοφορούν ελεύθεροι και επιστρέφουν στο σπίτι τους, ενώ δεν υπάρχουν και οι σχετικές αντοχές από τα θύματα. «... μπορεί μια μήνυση να εκδικαστεί τρία χρόνια μετά ή να βγει ένας νόμος παραγραφής και να θέτει στο αρχείο ελαφριές σωματικές βλάβες λόγω παραγραφής», οπότε το θύμα δεν θα εισακουστεί και δεν θα δικαιωθεί ποτέ.

Ετήσια Έκθεση

Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας ΚΕΘΙ
Έρευνα: «Κοινωνικές αναπαραστάσεις, πεποιθήσεις και στερεότυπα για την ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών στην Ελλάδα»

 

Γυναικοκτονίες, επιτέλους τις βλέππουμε!
Η βία κατά των γυναικών παλιότερα απασχολούσε ελάχιστα έως καθόλου και στην πράξη υπήρχε μια αδικαιολόγητη ανοχή, τόσο από τους θεσμούς όσο και από την ελληνική κοινωνία. Φωτ.: Eurokinissi

Τι λένε οι επαγγελματίες της αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών
Μια ενδιαφέρουσα έρευνα του ΚΕΘΙ

Μια πρόσφατη έρευνα του ΚΕΘΙ γύρω από την εμπειρία των επαγγελματιών που ασχολούνται με την αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών παρουσιάζει κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα που φωτίζουν σημαντικά το φαινόμενο της έμφυλης βίας στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον επαγγελματικό κλάδο των δικηγόρων που ασχολούνται με αυτό το θέμα, η βία κατά των γυναικών είναι ένα φαινόμενο διαδεδομένο, ορατό και αθέατο, με την ιδιαιτερότητα ότι η αθέατη πλευρά του, που είναι και το μεγαλύτερο κομμάτι κατά την εκτίμησή τους, δεν αποδεικνύεται εύκολα, ώστε να περιβληθεί την έννομη προστασία. «Το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας είναι εκτεταμένο και εντεινόμενο στην ελληνική κοινωνία, με ορατές αλλά και αθέατες πλευρές, που συχνά παραμένουν εντός της οικογένειας».

Οι κοινωνικοί λειτουργοί που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν ότι με βάση την εμπειρία τους οι λόγοι που οι γυναίκες-θύματα δεν εγκαταλείπουν την κακοποιητική σχέση είναι, μεταξύ άλλων, «η ψυχολογική και οικονομική εξάρτηση από τον σύζυγο, τα κοινωνικά στερεότυπα και οι αναχρονιστικές αντιλήψεις για τον ρόλο της γυναίκας και τη θέση της στην κοινωνία, η έλλειψη υποστηρικτικού οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος, τα χαλαρά προσωπικά όρια, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και ο φόβος».

Σημαντικές είναι και οι αρνητικές αναφορές τους για την αστυνομία, καθώς «από πολλές συμμετέχουσες αναφέρθηκε ως ένας φορέας που λειτουργεί με στερεοτυπικές αντιλήψεις και δρα άκρως αποθαρρυντικά για τις γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας».

Ως προς το προφίλ των γυναικών που μπορούν να γίνουν θύματα, οι περισσότεροι κοινωνικοί λειτουργοί αναφέρουν «ότι θύμα ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να γίνει οποιαδήποτε γυναίκα, ωστόσο υπάρχει και η άποψη ότι οι γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας παραβλέπουν ή αδυνατούν για διάφορους λόγους να αναγνωρίσουν εξαρχής τις ενδείξεις κακοποιητικής συμπεριφοράς στον σύντροφό τους με αποτέλεσμα να εγκλωβίζονται σε σχέσεις και να καταλήγουν αντιμέτωπες με φαινόμενα συντροφικής και ενδοοικογενειακής βίας».

Για τους δράστες αναφέρουν ότι πρόκειται για άτομα χειριστικά που δημιουργούν μια σχέση εξουσιαστική και εξαρτητική με τη σύντροφό τους. «Απαιτούν από τη γυναίκα αποκλειστικότητα και την οδηγούν σταδιακά σε πλήρη απομόνωση από το υπόλοιπο κοινωνικό της περιβάλλον. Στους λόγους για τους οποίους δρα έτσι ο θύτης περιλαμβάνεται το παρελθοντικό οικογενειακό περιβάλλον βίας. Επίσης, οι εξαρτήσεις, οι καταχρήσεις και τα ψυχιατρικά προβλήματα θεωρήθηκαν ως επιβαρυντικός παράγοντας για τη συμπεριφορά του δράστη, αλλά όχι ως αποκλειστικός, αφού η απόδοση των ευθυνών στις καταχρήσεις και στις εξαρτήσεις δεν εξηγεί το γιατί η βία ασκείται μόνο στη σύντροφο».

 

Γυναικοκτονίες, επιτέλους τις βλέππουμε!
Στη 2η ετήσια έκθεση για τη βία κατά των γυναικών, που δημοσιεύτηκε πριν από δύο μήνες, η γυναικοκτονία αναφέρεται ως η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας και σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ στο 58% των δολοφονιών γυναικών παγκοσμίως ο δράστης ήταν είτε ο πρώην ή νυν σύντροφος τους είτε κάποιο μέλος από την οικογένεια. Φωτ.: Eurokinissi

 

Ως προς τα χαρακτηριστικά του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών στην Ελλάδα σήμερα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, επιβεβαιώνεται η υπόθεση ότι «το χαρακτηριστικό που προβλέπει με μεγαλύτερη ακρίβεια την άσκηση βίας εντός του οικογενειακού πλαισίου είναι η κανονικοποίηση της βίας ως μέσου έκφρασης και ο ενστερνισμός του προτύπου του άνδρα-κυρίαρχου σε μια ανισότιμη συντροφική σχέση». Η έρευνα συμπεραίνει δηλαδή ότι ένας από τους βασικότερους παράγοντες της έμφυλης βίας είναι «η γενικά αποδεκτή ιεραρχική κατανομή των έμφυλων ρόλων που καθιστούν την κοινωνική θέση των ανδρών πλεονεκτικότερη έναντι των γυναικών». Σημαντική όμως είναι και η παράμετρος της «κοινωνικά κατασκευασμένης ενοχοποίησης ή αυτο-ενοχοποίησης του θύματος (victim blaming) και της επίσης κοινωνικά κατασκευασμένης ανοχής και προβολής νομιμοποιητικών λόγων δικαιολόγησης ή ανοχής της βίας για το δράστη».

Οι ερωτώμενοι επαγγελματίες δεν παραλείπουν να αναφέρουν το χαμηλής λειτουργικότητας σύστημα απονομής Δικαιοσύνης, που συνοδεύεται από αίσθημα ατιμωρησίας των δραστών, κάτι που συμβάλλει στη συνέχιση του φαινομένου της έμφυλης βίας.

Μία άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι βασικό ρόλο στην ερμηνεία της βίαιης συμπεριφοράς των δραστών διαδραματίζουν η οικογένεια και τα γονεϊκά πρότυπα. «Ο δράστης μαθαίνει να συμπεριφέρεται βίαια είτε ως θύμα είτε ως μάρτυρας σκηνών βίας κυρίως στην οικογένεια του. Έτσι, η επιθετικότητα λειτουργεί ως μέσο επίλυσης των συγκρούσεων και ελέγχου της συμπεριφοράς των άλλων…»

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας του ΚΕΘΙ, «ο ρόλος της πατριαρχίας θεωρείται ο πλέον κρίσιμος παράγοντας, επιβεβαιώνοντας τις φεμινιστικές προσεγγίσεις που αποδίδουν έμφαση στις πατριαρχικές δομές της κοινωνίας, οι οποίες ενθαρρύνουν τη βία από τους άνδρες προς τις γυναίκες… Οι γυναίκες θεωρείται πως ακόμη κατέχουν λιγότερη κοινωνική δύναμη συγκριτικά με τους άνδρες και συνεκδοχικά κατέχουν λιγότερα μέσα για την αντιμετώπιση της ανδρικής συζυγικής/συντροφικής βίας».

Ορισμένοι από τους επαγγελματίες που έρχονται καθημερινά σε επαφή με γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας υποστήριξαν ότι «οι άνδρες που φέρουν πατριαρχικές απόψεις είναι περισσότερο πιθανό να κακοποιούν τις συντρόφους τους, ιδιαίτερα με τη χρήση “εξαναγκαστικών” πρακτικών ελέγχου που στοχεύουν στην απομόνωση των γυναικών από διάφορα κοινωνικά υποστηρικτικά πλαίσια».

Στα συμπεράσματα της έρευνας επισημαίνεται ότι η πατριαρχία διατρέχει οριζόντια τις σχετικές προσλήψεις και αναδεικνύει ότι τα στερεότυπα για το φύλο είναι βαθιά ριζωμένα στη συλλογική συνείδηση και υπαγορεύουν στάσεις, συμπεριφορές και πρακτικές. Όσο για τις μεταφεμινιστικές ετεροτοπίες, αυτές «δεν μπορούν να διαταράξουν τις κυρίαρχες, κατά βάση, ανδροκεντρικά οριζόμενες έμφυλες νόρμες. Όσο και αν προκύπτουν γυναικείοι χαρακτήρες, πρακτικές και συμπεριφορές που διαταράσσουν την ηγεμονική κανονικότητα, οι πατριαρχικές δομές φαίνεται ότι έχουν την ικανότητα είτε να σιγούν είτε να απορροφούν και να ενσωματώνουν τις όποιες εναλλακτικές αναγνώσεις».

Ενδιαφέρουσες όμως είναι και κάποιες προτάσεις που γίνονται από τους επαγγελματίες και παρουσιάζονται στην έρευνα του ΚΕΘΙ, όπως η θεσμική σύσταση διεπιστημονικής ομάδας για τον χειρισμό αυτών των υποθέσεων και φορέα ψυχολόγων για συζητήσεις με τους συζύγους και συντρόφους. Προτείνεται επίσης να γίνουν καμπάνιες ώστε να μάθουν οι γυναίκες τις δυνατότητες που έχουν και το πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι» να παρέχει βοήθεια και για την ενδοοικογενειακή βία· να ενθαρρυνθούν οι άνδρες στην αναζήτηση ψυχολογικής βοήθειας, να μάθουν ότι η ψυχοθεραπεία/ψυχανάλυση δεν είναι ντροπή· να εμπιστευτούν, επίσης, οι γυναίκες τις δομές που υπάρχουν και εκείνες να τις στηρίξουν· να ενισχυθεί η εκπαίδευση στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας πάνω σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας, η οποία κρίνεται απαραίτητη· να αντιμετωπιστεί η υποστελέχωση των συμβουλευτικών κέντρων και δομών, καθώς υπάρχει έλλειψη προσωπικού όλων των ειδικοτήτων· κυρίως να ενημερωθούν όλες οι γυναίκες για τα δικαιώματά τους και το θεσμικό πλαίσιο προστασίας τους.

Αναφορά υπάρχει και στην ανάγκη πρόσθετης εκπαίδευσης όσων χειρίζονται περιστατικά έμφυλης βίας που αφορούν τις διαδικτυακές μορφές βίας κατά των γυναικών (cyber violence), όπως είναι η διαδικτυακή παρακολούθηση ή η διαδικτυακή παρενόχληση. Διαπιστώνεται, επίσης, ότι απαιτούνται σε τοπικό επίπεδο περισσότερες δομές και υπηρεσίες για να υποστηρίξουν τις γυναίκες ώστε να απομακρυνθούν από ένα κακοποιητικό περιβάλλον. Σημαντική θεωρείται, όπως αναφέρει η έρευνα στα συμπεράσματά της, και η καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης ανάμεσα στους αρμόδιους φορείς και η άρση των στερεοτυπικών προσλήψεων των ίδιων των επαγγελματιών που ασχολούνται με το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών μέσα από συνεχή ενημέρωση και επανεκπαίδευση.

Το βασικό συμπέρασμα της έρευνας στο οποίο καταλήγει η έκθεση που την παρουσιάζει είναι πως κυρίαρχο ζητούμενο αποτελεί η αλλαγή των στάσεων και των αντιλήψεων του γενικού πληθυσμού σε θέματα ισότητας των φύλων και ατομικών δικαιωμάτων, η οποία όμως απαιτεί μακροχρόνιες παρεμβάσεις σε πολλά επίπεδα και πολιτική βούληση προκειμένου να τερματιστούν η ανοχή και η συγκάλυψη αυτών των φαινομένων.

Γυναικοκτονίες, επιτέλους τις βλέππουμε!
Όσοι ασχολούνται με το θέμα της βίας κατά των γυναικών επισημαίνουν ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα το γεγονός ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των περιστατικών καταγγέλλεται και ακόμα λιγότερα φτάνουν στη Δικαιοσύνη. Φωτ.: Eurokinissi

Αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών σε 4 πράξεις

Οι παρεμβάσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της έμφυλης βίας μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερα επίπεδα, σύμφωνα με την κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, η οποία επικαλείται τις οδηγίες της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης και τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα.

-Η εκπαίδευση «από τη νηπιακή ηλικία αγοριών και κοριτσιών, με την ελπίδα ότι θα διαμορφωθεί μια σχέση ισοτιμίας και σεβασμού ανάμεσά τους». Αλλά το σχολείο δεν είναι αρκετό, υποστηρίζει, επισημαίνοντας ότι ο τρόπος ανατροφής των παιδιών στην οικογένεια είναι επίσης σημαντικός και ότι ακόμα και άνθρωποι που τα αγαπούν μπορεί να τους μεταφέρουν εσφαλμένα πρότυπα. Το μήνυμα της αλλαγής στάσης πρέπει να περάσει σε όλη την οικογένεια, υποστηρίζει, αλλά η χώρα μας δεν φαίνεται να έχει επηρεαστεί πολύ από τις συστάσεις αυτές και η τηλεόραση κατακλύζεται από εκπομπές που όχι μόνο δεν συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας άλλης αντίληψης αλλά είναι και προσβλητικές για την αξιοπρέπεια των γυναικών.

-Να «σπάσει» το τείχος σιωπής που περιβάλλει τις οικογενειακές σχέσεις και επιτρέπει τη συνέχιση της κακοποίησης των γυναικών. Να καταστεί δηλαδή εφικτή η παροχή βοήθειας, ακόμα και αν η ίδια η γυναίκα δεν έχει το θάρρος να καταγγείλει μόνη της την πράξη. Ιδιαίτερο βάρος πρέπει να δοθεί σε άτομα που έρχονται σε επαφή με τα θύματα, όπως είναι οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό. Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, όπως εξηγεί η κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, καθιερώνει στο άρθρο 40 την υποχρέωση ακόμα και των ιδιωτών να αναγγείλουν στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μια αξιόποινη πράξη που αντιλαμβάνονται οι ίδιοι και διώκεται αυτεπαγγέλτως. «Ο νόμος 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία έχει προβλέψει επίσης την υποχρέωση αυτή για τους εκπαιδευτικούς και αντίστοιχο καθήκον έχουν και οι γιατροί δημόσιων νοσοκομείων, οι οποίοι υποψιάζονται ότι κάποιο ιατρικό περιστατικό που χειρίζονται προκλήθηκε από την τέλεση εγκληματικής πράξης σε βάρος του θύματος. Η υποχρέωση αναφοράς που έχουν δεν καλύπτει μόνο τις περιπτώσεις πρόκλησης θανάτου αλλά και όλες τις πιθανές αξιόποινες πράξεις, και αυτό πρέπει να κοινοποιηθεί με συστηματικό και αποτελεσματικό τρόπο».

 

Γυναικοκτονίες, επιτέλους τις βλέππουμε!
Από τα παλιότερα χρόνια δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα για την έμφυλη βία στην Ελλάδα, καθώς η αστυνομία έχει ξεκινήσει την καταγραφή του φύλου του θύματος και του δράστη, όπως και τη μεταξύ τους σχέση μόλις από το 2020 και μετά. Φωτ.: Eurokinissi

 

Όπως διαπιστώνει όμως, οι διατάξεις αυτές προφανώς δεν είναι αρκετές, αν κρίνει κανείς από «τα πενιχρά μέχρι σήμερα αποτελέσματά τους», γι’ αυτό και θεωρείται αναγκαία «η διαμόρφωση συγκεκριμένων πρωτοκόλλων για την εξασφάλιση της “μηχανικής” αντίδρασης γιατρών, νοσηλευτών και διδακτικού προσωπικού ‒ όταν τα θύματα είναι ανήλικα».

-Η οργάνωση ενός μηχανισμού υποστήριξης των γυναικών που αποφασίζουν να καταγγείλουν τις εναντίον τους πράξεις. Η υποστήριξη των γυναικών που δέχονται βία δεν μπορεί να επαφίεται σε ΜΚΟ, αναφέρει η κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου. «Ο τρόπος αντιμετώπισης των καταγγελιών από την αστυνομία είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικός. Όταν μια γυναίκα απευθύνεται στην αστυνομία περιμένει αφενός να της παρασχεθεί προστασία και αφετέρου να πραγματοποιηθεί μια έρευνα ώστε να επιβεβαιωθεί η καταγγελία και να κινηθεί ποινική δίωξη. Ωστόσο πολύ συχνά αυτό δεν συμβαίνει: η αστυνομία αφήνει τη γυναίκα χωρίς βοήθεια και υποβαθμίζει την ένταση της βίας σε μια απλή οικογενειακή διαφορά».

Γι’ αυτό, όπως εξηγεί, απαιτείται να διαμορφωθεί ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο για τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να αντιμετωπίζει η αστυνομία τέτοιου είδους καταγγελίες. Απαιτείται, επίσης, «σταθερά επαναλαμβανόμενη εκπαίδευση των αστυνομικών, η οποία πρέπει να καλύπτει όχι μόνο την ενδοοικογενειακή βία αλλά και να προσφέρει εφόδια και για τη διαπίστωση πράξεων εμπορίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναικών, όπου επίσης παρουσιάζονται προβλήματα». Η αναφορά των περιστατικών βίας κατά των γυναικών στον εισαγγελέα είναι απαραίτητη «ώστε να παρασχεθεί η αναγκαία προστασία στο θύμα, εφόσον αυτός λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία του».

-Λήψη μέτρων κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και διασφάλιση στην πράξη ότι δεν θα υπάρξουν δευτερογενής και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση και εκφοβισμός.

Τόσο η κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου όσο και οι περισσότεροι νομικοί στην Ελλάδα επισημαίνουν ότι οι νόμοι για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών είναι επαρκείς, αρκεί να εφαρμοστούν και να υπάρχει πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση του φαινομένου.

Ένα από τα πιο συνηθισμένα εργαλεία συλλογής αποδεικτικών στοιχείων σε μια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης είναι το κιτ βιασμού (rape kit), το οποίο βοηθά σημαντικά την αστυνομία να βρει και να συλλάβει τον δράστη.

Στις ΗΠΑ, όπου κάθε δύο λεπτά μια γυναίκα πέφτει θύμα σεξουαλικής επίθεσης, το rape kit είναι ένα από τα πιο σημαντικά και έγκυρα βοηθητικά μέσα που συμβάλλουν στο να οδηγηθεί ο δράστης στη Δικαιοσύνη. Μετά από μια σεξουαλική επίθεση οι γυναίκες μπορούν να ζητήσουν (ή τους προτείνεται από την Αρχή στην οποία θα απευθυνθούν) να υποβληθούν σε ιατροδικαστική εξέταση για τη συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων που θα χρειαστούν για να καταγγελθεί ο δράστης.

Ένας γιατρός ή κάποιος νοσηλευτής με εξειδίκευση θα διεξαγάγει λεπτομερώς την εξέταση του θύματος, σύμφωνα την ορισμένη διαδικασία. Πρώτα παίρνει το ιστορικό, συμπληρώνοντας συγκεκριμένα φυλλάδια. Έπειτα συλλέγει κάθε στοιχείο που μπορεί να υπάρχει στο σώμα του θύματος, όπως σάλιο, αίμα, σπέρμα, ούρα, κύτταρα δέρματος και τρίχες, παίρνοντας επιχρίσματα, ξύνοντας κάτω από τα νύχια του θύματος και χτενίζοντας τα μαλλιά του. Στη συνέχεια φωτογραφίζονται τραύματα, μώλωπες, αμυχές, αν υπάρχουν. Κάθε παρατήρηση ή εύρημα από τη σωματική εξέταση καταγράφεται. Μετά την προσεκτική συλλογή τους, όλα τα στοιχεία φυλάσσονται στο κιτ βιασμού. Σε γενικές γραμμές, οι εξεταστές πρέπει να συλλέγουν τα αποδεικτικά στοιχεία DNA εντός 72 ωρών από το έγκλημα.

Τα περισσότερα κιτ βιασμού περιλαμβάνουν λεπτομερείς οδηγίες για τον εξεταστή, έντυπα για την τεκμηρίωση και τη χρήση των αποδεικτικών στοιχείων που θα συγκεντρωθούν, σωληνάρια και δοχεία για τα δείγματα του αίματος και των ούρων, σακούλες για τα ρούχα και όποια άλλα αποδεικτικά στοιχεία, μπατονέτες για τη συλλογή βιολογικών αποδεικτικών στοιχείων, ένα χάρτινο σεντόνι πάνω στο οποίο το θύμα κάθεται για να εξεταστεί, γυάλινα πλακίδια, αποστειρωμένο νερό και φυσιολογικό ορό, φακέλους, κουτιά και ετικέτες. Κάθε γιατρός ή νοσηλευτής μπορεί να πραγματοποιήσει την εξέταση των θυμάτων ακολουθώντας τις λεπτομερείς οδηγίες που παρέχονται στο κιτ, ορισμένα νοσοκομεία ωστόσο διαθέτουν ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό, ιατροδικαστή σεξουαλικής επίθεσης (SAFEs) ή νοσηλευτή σεξουαλικής επίθεσης (SANEs). Οι SANEs και οι SAFEs είναι εκπαιδευμένοι να διενεργούν τις εξετάσεις αυτές, που εκ των πραγμάτων είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες, και να μειώνουν το τραύμα των θυμάτων.

Η εμπειρία στις ΗΠΑ έχει δείξει ότι χάρη στα προγράμματα στα οποία συμμετέχουν εκπαιδευμένοι εξεταστές η συλλογή των πολύτιμων αποδεικτικών στοιχείων για τη διερεύνηση υποθέσεων βιασμού γίνεται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα και ακρίβεια, γεγονός που οδηγεί σε πολύ υψηλότερα ποσοστά δίωξης των δραστών.

Στις ΗΠΑ έχουν συλληφθεί πολλοί δράστες χάρη στα στοιχεία DNA που συλλέχθηκαν από τα κιτ βιασμού, παρότι σε μερικές Πολιτείες υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στην ανάλυσή τους.

Στην πρώτη του μορφή το κιτ βιασμού εμφανίστηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970, όταν το γυναικείο κίνημα άρχιζε να έχει απήχηση και να καταγγέλλονται οι βιασμοί και οι σεξουαλικές επιθέσεις. Η Μάρθα Γκόνταρντ, μια Αμερικανίδα συνήγορος θυμάτων από το Σικάγο, λέγεται ότι συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία και στην εξέλιξή του, ασκώντας πίεση για την υιοθέτησή του, καθώς μέχρι τότε χιλιάδες γυναίκες βιάζονταν κάθε χρόνο, αλλά η αστυνομία πολλές φορές δεν πίστευε τα θύματα. Επειδή τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονταν στα νοσοκομεία ως τότε συχνά ήταν ελλιπή ή αλλοιωμένα, σκέφτηκε τη δημιουργία του κιτ βιασμού, ενός τυποποιημένου τρόπου συλλογής και διατήρησης των εγκληματολογικών στοιχείων από τα θύματα βιασμού.

 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ