ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΥΜΒΕΙ, σε λίγες ημέρες –μπορεί τελικά να χρειαστούν λίγες εβδομάδες– το περιστατικό έξω από το Ζάππειο, με την αυτοπυρπόληση μιας δημοσιογράφου, δεν θα απασχολεί κανέναν εκτός από τα συγγενικά και φιλικά της πρόσωπα, ίσως και μερικούς ακόμη. Για τους περισσότερους θα θεωρηθεί κάτι που απλώς κάποτε συνέβη. Θα αποτελεί παρελθόν και παραμένει ερωτηματικό αν θα αφήσει κάτι πίσω του. Φοβάμαι πως, όσο συνταρακτικό κι αν ήταν το γεγονός, όσο βίαια αλλά και αφυπνιστικά κι αν λειτούργησε για κάποιους, ιδιαιτέρως εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο συνέβη –δεν είναι συνηθισμένη, άλλωστε, μια αυτοπυρπόληση σε δημόσια θέα–, γρήγορα θα ξεχαστεί, θα γίνει παρελθόν, θα περάσει στη μνήμη κάποιων ίσως, αλλά στη συλλογική μας μνήμη μάλλον όχι. Έχει πολλά να θυμάται αυτή η μνήμη, πολλά βιώματα, τραύματα και θύμισες, δεν βρίσκει εύκολα χώρο για να εγγράψει κάπου ότι ένα ζεστό καλοκαίρι μια γυναίκα που την έλεγαν Αύρα, ετών 67, που είχε κάποτε μια κανονική ζωή, επέλεξε έναν τόσο θλιβερό τρόπο για να φύγει από αυτήν. Δεν ήταν ένα ιδιαίτερα προβεβλημένο πρόσωπο, από αυτά που μας απασχολούν καθημερινά, άλλωστε, για να συγκεντρώσει πολλά βλέμματα. Δημοσιογράφος ήταν, αλλά από αυτές που δεν έκαναν πολλή φασαρία και δεν σήκωναν μεγάλη σκόνη.
Δεν γνωρίζω τους λόγους που οδήγησαν έναν άνθρωπο σε ένα τόσο βίαιο τέλος. Πολλά από όσα γράφτηκαν τις μέρες που ακολούθησαν την αυτοπυρπόληση μπορεί να έχουν μικρές ή μεγάλες δόσεις αλήθειας, μπορεί και όχι. Σε μια τέτοια πορεία αυτοκαταστροφής, μόνο αυτός/-ή που το επιχειρεί γνωρίζει ακριβώς γιατί το κάνει· και αυτή που το έκανε μάλλον δεν προϊδέασε κανέναν γι’ αυτό. Έτσι συμβαίνει συνήθως. Οι αυτόχειρες δεν προειδοποιούν και όσοι προειδοποιούν σπάνια μετατρέπονται σε αυτόχειρες. Ίσως όμως και να μην έχουν σημασία όλα αυτά, αν είναι αλήθεια ή ψέματα. Ίσως μεγαλύτερη σημασία έχει να αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο διαχειριστήκαμε την αυτοπυρπόλησή της. Άλλωστε η Αύρα δεν μπορεί να μας πει οτιδήποτε πια για όλα αυτά, δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Για μια ακόμα φορά, δεν υπήρξε η δημοσιογραφία που θέλει να ψάχνει, να διασταυρώνει, να διερευνά πρόσωπα και αίτια και μόνο όταν έχει μια πλήρη εικόνα να δίνει την αλήθεια, με σεβασμό σε εκείνους στους οποίους απευθύνεται. Στην προκειμένη περίπτωση, η αυτόχειρας αρχικά δεν είχε καν όνομα και επίθετο, το μόνο που έλεγαν πως γνώριζαν αυτοί που εντελώς επιδερμικά έγραψαν την πληροφορία ήταν πως είχε ψυχολογικά προβλήματα και ήταν άστεγη!
Όταν συνέβη το περιστατικό, γράφτηκε με περίσσια ευκολία ότι επρόκειτο για μια γυναίκα που «ήταν άστεγη, με ψυχολογικά προβλήματα». Αυτό εντάσσεται σε μια γνωστή ιστορία που αφορά τον τρόπο με τον οποίο ασκείται σε ένα μεγάλο μέρος της η δημοσιογραφία των ημερών μας. Κάποιος αναφέρει μια πληροφορία, πολλοί την αναπαράγουν «αμάσητη», συμβαίνει το περίφημο copy-paste και σε ελάχιστο χρόνο γεμίζουν ιστοσελίδες με την ίδια ακριβώς πληροφορία, συχνά χωρίς να αλλάξουν δυο λέξεις από το πανομοιότυπο κείμενο.
Για μια ακόμα φορά, δεν υπήρξε η δημοσιογραφία που θέλει να ψάχνει, να διασταυρώνει, να διερευνά πρόσωπα και αίτια και μόνο όταν έχει μια πλήρη εικόνα να δίνει την αλήθεια, με σεβασμό σε εκείνους στους οποίους απευθύνεται. Στην προκειμένη περίπτωση, η αυτόχειρας αρχικά δεν είχε καν όνομα και επίθετο, το μόνο που έλεγαν πως γνώριζαν αυτοί που εντελώς επιδερμικά έγραψαν την πληροφορία ήταν πως είχε ψυχολογικά προβλήματα και ήταν άστεγη! Πώς το γνώριζαν, από πού το γνώριζαν, πώς ήταν σίγουροι γι’ αυτά που έγραφαν είναι από αυτά τα ερωτήματα που πάντα μένουν μετέωρα ή έχουν κάποιες φορές αβέβαιες απαντήσεις. Αυτά όλα αφορούν τη δημοσιογραφία.
Υπάρχουν κάποια άλλα, όμως, που αφορούν και την ίδια την κοινωνία και το πώς ένα μεγάλο κομμάτι της αντιδρά και ερμηνεύει μια τέτοια ιστορία. Όταν η αυτόχειρας απέκτησε όνομα και επαγγελματική ιδιότητα (και μάλιστα αυτή ήταν δημοσιογραφική), τα μίντια άφησαν στην άκρη τις βεβαιότητες της «άστεγης με ψυχολογικά προβλήματα». Ήδη ήταν εκτεθειμένα ανεπανόρθωτα γιατί αν δεν ήταν δημοσιογράφος, δεν θα έδιναν καμιά σημασία στην αυτοπυρπόληση της γυναίκας έξω από το Ζάππειο, όπως έκαναν τις πρώτες μέρες. Από εκεί και πέρα, ανέλαβαν τα περίφημα κοινωνικά δίκτυα να πάρουν θέση, ένα μέρος της κοινωνίας δηλαδή, στον βαθμό που οι χρήστες τους είναι ενδεικτικό μέρος αυτής της κοινωνίας.
Με γνώμονα τη στοίχιση πίσω από κόμματα, απόψεις και βεβαιότητες, άρχισαν να θέτουν ερωτήματα που είχαν περισσότερο ρητορικό χαρακτήρα. Οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων φαίνονταν να γνωρίζουν και έδιναν σαφείς απαντήσεις σε όλα, επηρεασμένοι από τις δικές τους αλήθειες. Φώναξε ή όχι πριν από το απονενοημένο ότι «δεν είχε να φάει», όπως έγραφαν τα πρώτα ρεπορτάζ, επικαλούμενα μαρτυρίες αστυνομικών που ήταν παρόντες; Είχε ή όχι σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα; Είχε την οικονομική δυνατότητα για να τα καταφέρει στη ζωή της ή όχι; Στον συχνά άγριο κόσμο των κοινωνικών δικτύων διατυπώθηκαν σωροί από βεβαιότητες, οι οποίες εντάχθηκαν στην προσωπική λογική μας και στις αντιλήψεις μας, για τις οποίες συνήθως έχουμε τόση σιγουριά που δεν χωράνε χαραμάδες αμφιβολίας. Είμαστε απόλυτοι για όλα αυτά και μπροστά σε αυτές τις βεβαιότητές μας, που υπηρετούν τις αλήθειες μας, ξεχνάμε τα στοιχειώδη. Τον σεβασμό που οφείλουμε στο πρόσωπο μιας γυναίκας που έφυγε από τη ζωή και μάλιστα με τόσο σκληρό τρόπο. Και αυτός ο σεβασμός εκφράζεται μόνο με σιωπή, ιδιαίτερα σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν δεν γνωρίζουμε πολλά. Σιωπή και αυτογνωσία.
Αυτή η σιωπή θα μπορούσε να λειτουργήσει λυτρωτικά, ίσως καθοριστικά για την αυτογνωσία μας, για τον εαυτό μας. Ίσως τότε να ξανασκεφτόμασταν τις αξιολογικές ιεραρχήσεις μας, μερικά βασικά και στοιχειώδη πράγματα δηλαδή. Έχει διαφορετική αξία η αυτοπυρπόληση μιας άγνωστης άστεγης από την αυτοπυρπόληση μιας δημοσιογράφου; Υπάρχει δίχτυ ασφαλείας για έναν άνθρωπο που έχει ψυχολογικά θέματα (και πόσοι δεν έχουμε;) ώστε να προστατευτεί όταν πρέπει; Ζούμε σε ανθρώπινες κοινωνίες, με στήριξη από το κράτος όταν απαιτείται; Υπάρχει –και πόσο ενεργή είναι– η έννοια της αλληλεγγύης μέσα στην κοινωνία; Αναρωτιόμαστε ποτέ για τα δράματα της διπλανής πόρτας ή αρκούμαστε στο να πέφτουμε από τα σύννεφα όταν συμβαίνουν; Έχουν θέση στην κοινωνία μας οι αδύναμοι;