Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΕΠΙΚΑΛΕΙΤΑΙ τη Διακήρυξη των Αθηνών ως στρατηγική νομιμοποίησης των αθέμιτων απαιτήσεών της στο Αιγαίο και αντιδρά με καλυμμένες απειλές στην ανακοίνωση του πρωθυπουργού για την υλοποίηση των Θαλάσσιων Πάρκων, που έχουν σκοπό να προστατεύσουν το περιβάλλον στις Κυκλάδες και στο Ιόνιο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με το τηλεοπτικό μήνυμά του τη Δευτέρα, με το οποίο ανακοίνωσε ότι θα υλοποιήσει την υπόσχεση για τη δημιουργία των δύο Εθνικών Θαλάσσιων Πάρκων, στο Ιόνιο και στις νότιες Κυκλάδες, έκανε το πολυαναμενόμενο βήμα μπροστά σε μια αυτονόητη (και ευρωπαϊκή) υποχρέωση προστασίας του περιβάλλοντος. Η συνέχεια ήταν περίπου αναμενόμενη και η κυβέρνηση λογικά είναι προετοιμασμένη μαζί με τους συμμάχους της (κυρίως τη Γαλλία εδώ) να αντιμετωπίσει μια πιθανή κρίση που θα επιχειρήσει να προκαλέσει η Τουρκία το επόμενο διάστημα.
Παρά τη μετριοπάθεια με την οποία κινείται ο Κυριάκος Μητσοτάκης και παρότι η ελληνική κυβέρνηση άφησε εκτός της ανακήρυξης τα Δωδεκάνησα, για τα οποία υπάρχουν οι μεγαλύτερες τουρκικές ενστάσεις, η Άγκυρα αντέδρασε δηλώνοντας ότι ισχύει η αντίρρηση που είχε γνωστοποιήσει και πέρσι.
Η τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει να στέλνει μηνύματα μέσω του τουρκικού Τύπου ότι δεν αποδέχεται «τετελεσμένα» (έτσι χαρακτηρίζει τις ανακοινώσεις για τα Θαλάσσια Πάρκα) και ότι θα ανακηρύξει και αυτή τα δικά της, κάτι για το οποίο κανείς δεν έχει φυσικά αντίρρηση αν κινούνται εντός των τουρκικών ορίων, αλλά προφανώς εδώ πρόκειται άλλη μια φορά για καλυμμένη απειλή.
Στην πραγματικότητα, με την ανακοίνωση που εξέδωσε το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών μετά την ανακοίνωση του Έλληνα πρωθυπουργού, καθιστά σαφές για άλλη μια φορά ότι η Τουρκία δεν σκοπεύει να επιτρέψει καμία ενέργεια της Ελλάδας στο Αιγαίο, ακόμα και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντός της, που αποτελεί και ευρωπαϊκή υποχρέωση, χωρίς την έγκρισή της. Χαρακτηρίζει τις νόμιμες ενέργειες της Ελλάδας ως μονομερείς, επιχειρώντας να επιβάλει στην πράξη τη συνεταιρική διαχείριση του Αιγαίου. «Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι η Τουρκία είναι πάντα έτοιμη να συνεργαστεί με την Ελλάδα ως ένα από τα δύο παράκτια κράτη στο Αιγαίο Πέλαγος», αναφέρει το τουρκικό ΥΠΕΞ στην ανακοίνωσή του.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ύφος της τουρκικής ανακοίνωσης και είναι χαρακτηριστικό του είδους της διπλωματίας που ασκεί, παρουσιάζοντας τις επεκτατικές της επιδιώξεις ως προτάσεις συνεργασίας. Επικαλείται ρητορικά το διεθνές δίκαιο και εμφανίζεται ως ένα κράτος που θέλει καλές σχέσεις με τους γείτονες, για να επιβάλει τις παράνομες απαιτήσεις της, εμποδίζοντας την Ελλάδα να ασκήσει τα κυριαρχικά δικαιώματά της. Bullying, δηλαδή, με προσωπείο διαλόγου.

Η ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ, η οποία αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα διπλωματικής χειραγώγησης και καλυμμένων απειλών, στην κατακλείδα της αναφέρει: «Η Τουρκία διατηρεί τη θέση της ότι πρέπει να υιοθετηθεί μια ειλικρινής και συνολική προσέγγιση για την επίλυση των ζητημάτων με βάση το διεθνές δίκαιο, την ισότητα και την καλή γειτονία, στο πλαίσιο της Διακήρυξης των Αθηνών για τις Φιλικές Σχέσεις και την Καλή Γειτονία της 7ης Δεκεμβρίου 2023, η οποία δίνει προτεραιότητα στον διάλογο και τη συνεργασία και αντικατοπτρίζει το πνεύμα που και οι δύο πλευρές επιθυμούν να διατηρήσουν στις τουρκο-ελληνικές σχέσεις».
Από τη μία δηλαδή η Τουρκία χαρακτηρίζει ως μονομερείς ενέργειες τις νόμιμες αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης για τα Θαλάσσια Πάρκα, για την καθυστέρηση των οποίων έχει δεχθεί επίπληξη από την Ε.Ε., και από την άλλη ζητά να γίνουν αποδεκτές οι πραγματικά μονομερείς απαιτήσεις της σε βάρος της Ελλάδας, ερμηνεύοντας τη Διακήρυξη των Αθηνών ως συναίνεση της Ελλάδας στην ατζέντα της.
Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, με μία ανακοίνωση που ικανοποίησε ακόμα και επικριτές του στο εσωτερικό, απάντησε στην Τουρκία ότι «η άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ελληνική κυριαρχία δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης», αναφέροντας ότι η καθιέρωση των Εθνικών Θαλάσσιων Πάρκων στο Ιόνιο και στο Αιγαίο Πέλαγος γίνεται με περιβαλλοντικά κριτήρια σε περιοχές ελληνικής κυριαρχίας, υπενθυμίζοντας τα αυτονόητα, ότι η ελληνική κυριαρχία στην περιοχή ορίζεται από τις διεθνείς συνθήκες.
Η τουρκική κυβέρνηση ωστόσο συνεχίζει να στέλνει μηνύματα μέσω του τουρκικού Τύπου ότι δεν αποδέχεται «τετελεσμένα» (έτσι χαρακτηρίζει τις ανακοινώσεις για τα Θαλάσσια Πάρκα) και ότι θα ανακηρύξει και αυτή τα δικά της, κάτι για το οποίο κανείς δεν έχει φυσικά αντίρρηση αν κινούνται εντός των τουρκικών ορίων, αλλά προφανώς εδώ πρόκειται άλλη μια φορά για καλυμμένη απειλή.

Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι κρίσιμης σημασίας να προχωρήσει η υλοποίηση των εξαγγελιών της για τα Θαλάσσια Πάρκα. Είναι κάτι που το ζητούν από καιρό η Ε.Ε. και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, ενώ έχει δεχτεί πολιτική κριτική για την καθυστέρηση από «σαμαρικούς» και «καραμανλικούς», οι οποίοι την κατηγορούν για υποχωρητικότητα απέναντι στην Τουρκία και τις παράλογες απειλές της. Πρόκειται για μια κριτική από την οποία έχει σημαντικό πολιτικό κόστος και η οποία δεν ασκείται μόνο από δεξιά. Εξίσου έντονη κριτική για την καθυστέρηση να προχωρήσει με τα Θαλάσσια Πάρκα έχει δεχθεί και από στελέχη, βουλευτές και ευρωβουλευτές του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.
Σημαντική για την Ελλάδα στην αντιμετώπιση των τουρκικών απειλών για τα Θαλάσσια Πάρκα είναι η υποστήριξη της Γαλλίας, η οποία, σύμφωνα και με σχετικά πρόσφατες δηλώσεις του Εμανουέλ Μακρόν, θεωρείται δεδομένη, κάτι καθόλου αυτονόητο για τους υπόλοιπους εταίρους εντός Ε.Ε.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, υποστήριξε ότι όσα ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός ήταν μόνο η αρχή και ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να θεσμοθετεί νέα Θαλάσσια Πάρκα και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου, «καθώς η θάλασσα και τα είδη που φιλοξενεί είναι αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας».
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις που πιέζουν χρόνια για την υλοποίηση των Θαλάσσιων Πάρκων παραμένουν επιφυλακτικές. Η WWF σε ανακοίνωσή της ανέφερε πως τα δύο θαλάσσια πάρκα στις Κυκλάδες και στο Ιόνιο θα γίνουν οι μεγαλύτερες θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές, «εφόσον ολοκληρωθούν οι διαδικασίες προστασίας τους και υλοποιηθούν οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες», ζητώντας αυτές «να μη μείνουν στα χαρτιά».
Για το θέμα αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2019 είχε παραπέμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το 2021 ο πρωθυπουργός είχε δεσμευτεί ότι το 2022 θα προχωρούσε τη διαδικασία, κάτι που δεν συνέβη, με αποτέλεσμα πριν από λίγο καιρό η Ε.Ε. να καλέσει την κυβέρνηση ξανά να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την προειδοποίηση ότι αν δεν λάβει ικανοποιητική απάντηση, μπορεί να ζητήσει την επιβολή οικονομικών κυρώσεων.