ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ, πλην εξαιρέσεων, υπέρ της κουλτούρας του cancel, της απόσυρσης καλλιτεχνικών έργων ή του «σβησίματος» συγγραφέων για τις ιδεολογικές ή πολιτικές τους εμπλοκές. Αντιλαμβάνομαι όμως πως αυτό είναι μια σύνθετη συζήτηση που αφορά και άλλες διαστάσεις, την ηθική απαξία, την αντίδραση σε καταστάσεις που προκαλούν αγανάκτηση και φυσικά την ιδιαίτερη περίσταση, την ιστορική στιγμή.
Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως είναι λάθος σήμα η απόφαση του Oposito, ενός μικρού εκδοτικού οίκου που έχει δώσει ενδιαφέροντα δείγματα ανήσυχης κοινωνικής και πολιτισμικής σκέψης, για την «αποδέσμευσή» του σε σχέση με το βιβλίο της κοινωνιολόγου Eύα Ιλούζ «Ψυχρή τρυφερότητα. Η άνοδος του συναισθηματικού καπιταλισμού».
Διάβασα άρθρα και δηλώσεις της Ιλούζ για όλα αυτά που συμβαίνουν στο Ισραήλ. Όντως δεν βγαίνει έξω από τα όρια της κριτικής στην ισραηλινή ακροδεξιά και στον τρόπο που, κατά τη γνώμη της, έχει υφαρπάξει και αλλοιώσει το νόημα του σιωνισμού. Όπως και η πλειονότητα των Εβραίων –και πολύ περισσότερο των Ισραηλινών, εκεί μιλάμε για ελαχίστους– δεν φτάνει ως τη ριζική αναθεώρηση της οπτικής για το κράτος του Ισραήλ ή για τα εγκλήματα στη Γάζα με όρους γενοκτονίας. Ακόμα και ο πολύ τολμηρός συγγραφέας, ο Νταβίντ Γκρόσμαν, που παραδέχεται πλέον πως υφίσταται γενοκτονία, δεν αμφισβητεί εκ βάθρων το κεκτημένο του Ισραήλ μέχρι το 1967.
Δεν είναι όλοι-ες πρόθυμοι-ες να σκύψουν βασανιστικά στις πηγές, να αναθεωρήσουν κάτι από το βλέμμα τους, να αλλάξουν ενδεχομένως την οπτική γωνία τους. Ιδίως όταν ξέρουν πως θα τους αποκηρύξουν οι «δικοί τους» ή ότι πρέπει, σώνει και καλά, να επαναλαμβάνουν το ποίημα για να είναι αρεστοί.
Οι κριτικές ασκούνται στους εποικισμούς της Δυτικής Όχθης, στις μιλιταριστικές και αυταρχικές εκτροπές, στη συγκρότηση ενός ρατσιστικού εθνο-θρησκευτικού πλέγματος καταπίεσης. Ο Γκρόσμαν λέει, ας πούμε, πως η κουλτούρα της κατοχής και της επέκτασης των εποικισμών «μας διέφθειρε» − με άλλα λόγια, δεν αποδέχεται μια αφήγηση της Ιστορίας που βλέπει εξαρχής ρατσισμό και ιμπεριαλισμό σε κάθε μορφής σιωνισμό. Θα έπρεπε άραγε να αποσυρθούν και τα δικά του μυθιστορήματα, επειδή δεν πάει ως το τέρμα;
Όπως καταλαβαίνει κανείς από τις διαμάχες και γύρω από τα κινήματα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, δεν υπάρχει ομοφωνία στο πλαίσιο της ανάλυσης ή σε εκτιμήσεις για πρόσωπα και ιστορικές εμπειρίες. Συναντά κανείς συλλογισμούς απορριπτικούς για την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ (με όρους εναντίωσης σε αυτό που θεωρείται ως ιδρυτικά αποικιακό σχέδιο) αλλά και ένα πλατύ φάσμα άλλων επιχειρημάτων που εκτείνονται από τον Γιοζέπ Μπορέλ και την ισπανική κυβέρνηση ως ένα σοβαρό τμήμα αυτών που θεωρούν πως ένας «δημοκρατικός και προοδευτικός» σιωνισμός μπορεί να συμβιβαστεί με τα παλαιστινιακά δίκαια ή να αλλάξει τους άνισους όρους συμβίωσης των δυο λαών στην περιοχή.
Διαφορετικές αναγνώσεις των πραγμάτων και της Ιστορίας επιδρούν μαζί με τη μια ή άλλη εθνική-εθνικιστική συναισθηματική εξάρτηση και φυσικά την κοινωνική και συμβολική θέση των ανθρώπων που «διαμορφώνουν άποψη», είτε από πρώτο χέρι είτε εξ αποστάσεως. Μεταρρυθμιστικές και πιο ριζοσπαστικές θεάσεις συνυπάρχουν με παρεξηγήσεις και με εντάσεις μεταξύ τους.
Είναι, από την άλλη, εκατοντάδες οι συγγραφείς −ξένοι και Έλληνες− που είτε δεν έχουν πάρει θέση, είτε, διαβάζοντας κάτω από τις γραμμές κάποιων δηλώσεων, φαίνεται να πιστεύουν ότι εκεί γίνεται απλώς ένας «πόλεμος» με «ατυχείς υπερβολές» ή ότι το κακό ξεκίνησε με τις επιθέσεις της Χαμάς (ενώ τα όσα προηγούνται των επιθέσεων της Χαμάς στη μακρά διάρκεια σαν να έχουν σβηστεί από τον χάρτη του μυαλού τους ή διαβάζονται χλιαρά).
Δεν είναι όλοι-ες πρόθυμοι-ες να σκύψουν βασανιστικά στις πηγές, να αναθεωρήσουν κάτι από το βλέμμα τους, να αλλάξουν ενδεχομένως την οπτική γωνία τους. Ιδίως όταν ξέρουν πως θα τους αποκηρύξουν οι «δικοί τους» ή ότι πρέπει, σώνει και καλά, να επαναλαμβάνουν το ποίημα για να είναι αρεστοί. Οι γνώμες είναι πολλές, περισσότερες όμως οι σοφιστείες και οι σιωπές. Τις σιωπές τις θεωρώ ακόμα πιο ντροπιαστικές και ανάξιες.
Έρχομαι όμως στην περίπτωση της Ιλούζ. Τα βιβλία της είναι από εκείνα που έχουν προσφέρει πολλά στην κριτική κατανόηση των σύγχρονων πολιτισμικών μηχανισμών στις κοινωνίες του προηγμένου καπιταλισμού. Είναι τεκμήρια διανοητικής χειραφέτησης και ευαισθησίας. Διασταυρώσεις των λεπτών καρπών της κριτικής κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας των ανθρώπινων σχέσεων με μια πολιτισμική ανάλυση που επιμένει στην κατασκευή των μοντέλων ευτυχίας, αυτοπραγμάτωσης και επιτυχίας στις κοινωνίες της ολικής εμπορευματοποίησης.
Θα αντιτείνει κανείς, καλά όλα αυτά, όμως το γεγονός της γενοκτονίας είναι εδώ. Πολλοί-ές, ανάμεσά τους κι εγώ και άλλοι, αργήσαμε να το παραδεχτούμε στην όλη φρίκη του, να το ονοματίσουμε. Απαράκαμπτο, συγκλονιστικό. Αυτό πρέπει να μας καίει πάνω από όλα, πάνω από μπακάλικους γεωπολιτικούς ρεαλισμούς ή φιλελεύθερες υποκρισίες που συχνά βλέπουν το δέντρο και όχι το δάσος.
Αν όμως η Ιλουζ είναι φωνή που δυσαρέστησε αναμφίβολα ως «αντιισραηλινή» –δηλαδή αντεθνική− τις κρατικές αρχές στο ίδιο το Ισραήλ και αν η σκέψη της έχει έναν απελευθερωτικό προσανατολισμό, πώς μπορούμε εδώ να της αποδίδουμε το κρίμα όλων εκείνων των συγγραφέων που, όντως, είτε το βουλώνουν, είτε ρητορεύουν μόνο για τη «Χαμάς», αναπαράγοντας πάντα τον μύθο του Ισραήλ ως ακρίτα των «δυτικών φιλελεύθερων αξιών»;
Αυτό που ξέρω είναι ότι από Σεπτέμβρη, στο μάθημα επιλογής με τον τίτλο «Θέματα κοινωνικής φιλοσοφίας», θα εξακολουθήσω να δίνω εργασίες (όπως και πέρσι και πρόπερσι) και πάνω στα βιβλία της Ιλούζ. Όχι διότι τα έργα των συγγραφέων είναι στο απυρόβλητο (πολύ περισσότερο οι ίδιοι ως περσόνες και υπεύθυνες φωνές), αλλά γιατί πιστεύω στην αξία ενός στοχασμού που συχνά υπερβαίνει τον χαρακτήρα ή τα όποια προσωπικά και πολιτικά όρια του δημιουργού του.
Υπάρχει περιθώριο για πολιτικούς-συμβολικούς αγώνες και πράξεις ηθικής εναντίωσης. Αν, για παράδειγμα, η Ιλούζ έβγαζε τα βιβλία της ή περιφερόταν για διαλέξεις υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού ή έστω ως προστατευόμενη συγγραφέας του συγκεκριμένου καθεστώτος, δεν θα είχα καμία ένσταση σε μια κίνηση όπως αυτές του Oposito. Δεν είναι όμως μια τέτοια περίπτωση.
Ο χώρος του κινήματος κατά της γενοκτονίας είναι και θα παραμείνει, αντικειμενικά, πληθυντικός. Περιέχει τον πιο ριζοσπαστικό αντισιωνισμό –που δεν είναι αντισημιτικός γιατί οραματίζεται έναν πολυπολιτισμικό, ενιαίο πολιτικό χώρο Εβραίων, Αράβων, Χριστιανών, Μουσουλμάνων− αλλά και πολλές-ούς οι οποίοι, όπως είπαμε, έχουν ακόμα την ελπίδα πως μπορεί να υπάρξει ένα δημοκρατικό και πραγματικά αντιρατσιστικό κράτος του Ισραήλ. Δεν είναι εύκολη η συμφωνία ούτε η υιοθέτηση κάποιας κοινής γλώσσας, αφού, όπως και σε άλλα κινήματα δικαιωμάτων, οι διαφορές αγγίζουν και φιλοσοφικές και ταυτοτικές αγωνίες.
Ήρθε όμως η γενοκτονία σαν κάτι που μας ταράζει και μας υποχρεώνει να ακούσουμε και την άλλη άποψη, την πιο «ακραία». Γιατί πολύ απλά η εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων και η ισοπέδωση σπιτιών, υποδομών, στοιχειώδους ζωής είναι ακραία και οριακή εμπειρία και πλέον δεν μας επιτρέπεται να σφυρίζουμε τους παλιούς σκοπούς απέναντι στο τερατώδες. Πρέπει, ωστόσο, να διαφυλαχτεί πάση θυσία ο χώρος της ελευθερίας και της κριτικής σκέψης, η δυνατότητα να διαβάζουμε, να ακούμε, να κρίνουμε και φωνές που δεν έχουν τη δική μας ανάγνωση της Ιστορίας και της πολιτικής. Δεν θα έχουμε ούτε τις ίδιες λέξεις, ούτε έναν, ως διά μαγείας, ταυτόσημο τρόπο κρίσης. Οι άνθρωποι δεν φτάνουν στα ίδια συμπεράσματα, ακόμα και αν συχνά τα γεγονότα και το τρομαχτικό τους αποτύπωμα φέρνουν πιο κοντά εκείνους τουλάχιστον που αφυπνίζονται και κινητοποιούνται.