Η κουζίνα του Αυγούστου ανοίγει το απόγευμα
Και έχει μόνο τα βασικά, δηλαδή περίπου τα πάντα.
ADVERTORIAL
Ο Αύγουστος είχε πάντα έναν δικό του ρυθμό. Παρά το τετριμμένο της υπόθεσης, οι πόλεις αδειάζουν, οι δρόμοι ησυχάζουν και ο χρόνος μοιάζει να παίρνει μια βαθιά ανάσα πριν το φθινόπωρο. Για πολλούς, όπως και για τον Μάνο και την οικογένειά του, ο Αύγουστος είναι ο μήνας των διακοπών, εκείνος ο μικρός θησαυρός του χρόνου που απαιτεί λεπτό χειρισμό. Το μικρό ενοικιαζόμενο σπίτι στην άκρη της παραλίας είναι αρκετά κοντά στην Αθήνα, ούτε δυο ώρες. Η ανακάλυψή του έγινε προ πενταετίας και από τότε είναι fully booked για τις ημέρες άδειας του Μάνου που μαζεύονται πάντα τον πιο δύσκολο μήνα. Αυτά δεν χάνονται, γι’ αυτό και κλείνονται νωρίς. Η πραγματική πολυτέλεια εκεί, δεν είναι η θέα ή το air condition. Το σπίτι έχει ένα μικρό κουζινάκι, που δεν χωρά πολλά, αλλά χωρά ακριβώς όσα χρειάζονται για να μαγειρέψεις για δυο παιδιά.
Όλη τη χρονιά, η καθημερινότητά τους μετριέται σε ξυπνητήρια, τάπερ και υπενθυμίσεις κολλημένες στο ψυγείο. Μεσημεριανό πάντα ακριβώς μετά το σχολείο, το σνακ νωρίς το απόγευμα, ύπνος την ίδια ώρα κάθε βράδυ. Όμως τον Αύγουστο, όλα αλλάζουν. Όχι γιατί το επιβάλλει κάποια απόφαση, απλά συμβαίνει. Το πρωί ξεκινά αρκετά αργά. Ένα γρήγορο πρωινό, ένας δεύτερος καφές για τους γονείς και μετά ολόκληρη η μέρα μια αχανής παραλία. Η θάλασσα κρατά τα παιδιά απασχολημένα για ώρες. Ο Μάνος και η Ελένη το ξέρουν καλά: όσο τα νερά είναι ήρεμα, όλα λειτουργούν ρολόι. Με την διαφορά ότι αυτή την περίοδο, κανείς δεν κοιτάζει την ώρα. Η πείνα έρχεται ακόμη πιο αργά. Και τότε, αναγκαστικά, «ανοίγει» η κουζίνα.
Η κουζίνα του Αυγούστου δεν έχει πρόγραμμα. Δεν έχει καν μενού. Έχει ό,τι φρέσκο και οικονομικό βρέθηκε το ίδιο πρωί στο κλασικά αγαπημένο «σούπερ» της περιοχής και ό,τι εμπνεύστηκε επιτόπου: ψητά λαχανικά με φέτα, φρέσκια ντοματοσαλάτα, φρυγανισμένο ψωμί. Τα παιδιά τσιμπολογούν ό,τι προλάβουν πριν ξεμυτίσουν πάλι για τον κήπο και το απογευματινό παιχνίδι. Δεν υπάρχει τίποτα οργανωμένο, κι όμως όλα βρίσκονται στη θέση τους. Για λίγες εβδομάδες, η κουζίνα του Αυγούστου γίνεται το δικό τους νοητό ρολόι. Ένα πρόγραμμα χωρίς πρόγραμμα. Τα παιδιά ξέρουν ότι κάποια στιγμή -νωρίς το απόγευμα- «τρώμε». Όχι γιατί μαγειρεύονται σπουδαία πιάτα, αλλά γιατί γύρω από αυτό το τραπέζι υπάρχει χρόνος. Υπάρχει καλοκαίρι στα ντουζένια του, μετρημένο σε budget, αλλά πραγματικά γεμάτο.
Σε μια από τις τελευταίες ημέρες των διακοπών, το απογευματινό τραπέζι θα καθυστερήσει αισθητά. Όχι λόγω κάποιου απροσδόκητου γεγονότος, ούτε από έλλειψη προγραμματισμού. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς το γιατί. Ο Μάνος έχει καθίσει αναπαυτικά με ένα βιβλίο στο χέρι και δεν λέει να το αφήσει. Η Ελένη κοιμάται στην ξαπλώστρα με το ένα παιδί στην αγκαλιά της. Το δεύτερο παιδί ζωγραφίζει ξαπλωμένο στο πάτωμα με τα πόδια στον κρύο τοίχο για δροσιά. Κανείς δεν ζητά τίποτα. Όλα μοιάζουν λυμένα. Οι ώρες περνούν και όταν εν τέλει σηκώνονται να ετοιμάσουν κάτι, η πείνα μοιάζει αρκετά ανυπόμονη. Ο ήλιος έχει πέσει και το τραπέζι στρώνεται βιαστικά με εύκολες, χορταστικές γεύσεις. Από εκείνες που κουμπώνουν τέλεια με αυτήν την ελαφριά ζάλη του καλοκαιριού. Οι Lidl σακούλες όλο και κάτι έχουν για επιδόρπιο. Παγωτό το βράδυ, όπως κάνουν οι «μεγάλοι». Τα μαλλιά ακόμα βρεγμένα και τα πόδια ξυπόλυτα. Όπως ακριβώς το απαιτεί η περίσταση. Ο Αύγουστος έχει έναν τρόπο να σε καθυστερεί γλυκά. Να σε κάνει να ξεχνιέσαι, όχι γιατί κάτι συμβαίνει, αλλά γιατί επιτέλους δεν χρειάζεται να συμβαίνει τίποτα. Οι μέρες γεμίζουν με όλα εκείνα τα «μικρά». Μια μπουκιά και μια σιέστα. Μια βόλτα στο «σούπερ» γιατί είναι σούπερ, όπως λένε και τα παιδιά.
Σε μερικές μέρες, το μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα θα μείνει πίσω για έναν ακόμα χρόνο, όπως και το κουζινάκι που χωράει μόνο τα βασικά. Ο Μάνος θα επιστρέψει στη δουλειά και τα παιδιά στις δικές τους υποχρεώσεις. Αλλά δεν πειράζει πολύ, γιατί κάτι καλό έχει μείνει. Κάτι που δεν πιάνεται ούτε με το χέρι, ούτε με την κάμερα. Είναι η εικόνα ενός τραπεζιού με πιάτα σχεδόν άδεια και τζιτζίκια στο ακουστικό φόντο. Είναι η σιγουριά πως η ζωή μπορεί, έστω για λίγο, να κυλήσει αργά και χωρίς προσπάθεια. Είναι η ανάμνηση πως, έστω και για μερικά απογεύματα, όλα μπορούν να είναι στη θέση τους σχεδόν από μόνα τους. Και οι τέσσερις τους να είναι μαζί, κάτω από το μεγάλο δέντρο της αυλής, με το φως να φεύγει και τις πετσέτες ακόμα νωπές απ’ τη θάλασσα. Ο Αύγουστος δεν κρατά για πάντα. Αλλά για όσο κρατά, έχει το δικαίωμα να κάνει τα πάντα λίγο πιο απλά. Και τον αφήνουμε.