Το Έβα Βίκτορ είναι ηθοποιός και σεναριογράφος που βασικά πραγματεύεται τις νευρώσεις της αναγκαστικά ψηλής και ταλαντούχας, όπως λέει η ίδια, περσόνας που έχει λανσάρει τα τελευταία χρόνια, και έγινε viral με μικρά σκετς στα social και στο Comedy Central. Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το «Sorry Baby», που βραβεύτηκε για το σενάριό του στο Φεστιβάλ του Sundance και απέσπασε μερικές από τις θερμότερες κριτικές της χρονιάς, εκθέτει το εκφραστικό του πρόσωπο με πιο διακριτικές και πολύπλοκες συσπάσεις, στην επώδυνη διαδρομή της ψυχικής ίασης και της συμφιλίωσης με τον εαυτό της πρωταγωνίστριας, της 29χρονης Άγκνες, καθηγήτριας κολεγίου, της νεότερης εδώ και 25 χρόνια στο campus, που ανακαλεί, μέσα από φλασμπάκ, το «κακό πράγμα» που της συνέβη όταν ήταν τελειόφοιτη. Τον βιασμό από τον μέντορα-καθηγητή που ειδωλοποίησε δεν τον βλέπουμε, αν και είναι μια περίσταση που δεν δίστασε να κατονομάσει στην ώρα της, να εμπιστευτεί στην καλύτερή της φίλη και συγκάτοικο Λίντι (Ναόμι Άκι) και ευθαρσώς, αλλά μάταια, προσπάθησε να μοιραστεί με τη διοίκηση του ιδρύματος.
Το ζόρι, οι αυτοκτονικές τάσεις που διαβεβαιώνει πως ανήκουν στο παρελθόν και η βαριά μοναξιά που νιώθει βγαίνουν στη σέντρα όταν η Λίντι την επισκέπτεται τέσσερα χρόνια μετά την αποφοίτηση, δειπνούν με τους παλιούς της παρέας, και κυρίως με τη βλοσυρή Νατάσα, που της κρατάει κακία, και συνειδητοποιούν πως δεν θα γίνουν ποτέ ξανά οι κολλητές που κάποτε ήταν – τουλάχιστον η Άγκνες βλέπει τις αυταπάτες να διαλύονται σαν τα λίγα ψήγματα της αυτοπεποίθησης που της έχουν απομείνει. Το «Sorry Baby», μια φιλόδοξη απόπειρα του Βίκτορ να αναγάγει το ανείπωτο τραύμα σε προσβάσιμη τέχνη, ίσως μιλά περισσότερο για το πένθος μιας φιλίας: η Άγκνες πασχίζει να ξεπεράσει έναν (απωθημένο;) έρωτα για την ανοιχτά queer συνοδοιπόρο που μάλιστα εμφανίζεται με την πολύ αυστηρή σύντροφό της και το παιδί της, οριστικοποιώντας την απόσταση μεταξύ της ιδεατής σχέσης που είχε πλάσει και μιας νοσταλγικής, αν και τυπικής υποκατάστατης πλατωνικότητας.
Την απώλεια της θερμής ορμής, ενός αυθορμητισμού που συγκρούστηκε μετωπικά με ένα οδυνηρό σοκ, το Βίκτορ τη χειρίζεται με το ιδιοσυγκρασιακό του δίκτυο κινήσεων και στάσεων, ένα κουβάρι αμυντικών μηχανισμών που συχνά συνοψίζει στη διάλεκτο του στιγμιαίου stand up, μεταφράζοντας το άβολο σε κωμικό, όχι πάντα ή, τουλάχιστον, όχι στον βαθμό που θα επιδίωκε. Διακατέχεται από το άγχος της αστείας εκφοράς, δημιουργώντας μεγάλες σκηνές για να χτίσει την ιδανική αντίδραση της Άγκνες, ένα meta-comedy που υπενθυμίζει φλύαρα πως υπάρχει κάτι πολύ σοβαρό στον πυρήνα του. Στο πορτρέτο αυτό άλλοτε υστερεί σε πειστικότητα, ειδικά στη μετατραυματική επαφή της με τον εξίσου κοινωνικά αδέξιο γείτονα, και πιο συχνά επαναλαμβάνει την επωδό της ετοιμόρροπης μοναχικότητας, ενώ η σκηνή του δικαστηρίου, εκεί που αναγκάζεται να εξηγήσει για ποιον λόγο επιθυμεί να εξαιρεθεί από τα καθήκοντα της ενόρκου, είναι απλά ιδιοφυής, συμπαγής στο πώς αντιλαμβάνεται η ίδια τη δυσλειτουργικότητά της στα μάτια των αγνώστων.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0