Η πιο συναρπαστική σελίδα στην ιστορία του σκακιού γράφτηκε το 1972, στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, όταν ο παγκόσμιος πρωταθλητής της Σοβιετικής Ένωσης Μπορίς Σπάσκι αντιμετώπισε τον Αμερικανό διεκδικητή του τίτλου, Μπόμπι Φίσερ, σε μια σειρά αγώνων στην Ισλανδία. Τα φώτα και οι κάμερες στράφηκαν με πρωτοφανή ένταση στο Ρέικιαβικ, η σκακιστική μανία σάρωσε την Αμερική που μετέδιδε ζωντανά τα ματς, για πρώτη και τελευταία φορά, διότι ένα λαϊκό παιδί από τη Νέα Υόρκη απειλούσε την παντοκρατορία των Ρώσων μετρ σε ουδέτερο έδαφος αλλά σε κρίσιμη περίοδο, καθώς η καθεμιά από τις δύο πλευρές χρησιμοποίησε συμβολικά ένα ευγενές άθλημα για προπαγάνδα και πατριδοκαπηλία. Μόνο που για τον Φίσερ η πίεση για τη νίκη δεν ήταν εξωτερική αλλά μια αρρώστια του μυαλού που απλώς εκδηλώθηκε δημόσια στη διάρκεια των αναμετρήσεων, ενώ είχε ξεκινήσει χρόνια πριν και εξελίχθηκε εκτός ελέγχου στο υπόλοιπο της περιπέτειάς του με την αμερικανική κυβέρνηση, και κυρίως του δαίμονές του. Παρανοϊκός και ψυχωσικός, ο Φίσερ αποτελεί το έξοχα ειρωνικό παράδειγμα του κορυφαίου και ενδεχομένως εξυπνότερου αθλητή εβραϊκής καταγωγής που, εκτός από φανατικός αντικομμουνιστής, ανάμεσα στις πολλές μανίες καταδίωξης που τον χαρακτήριζαν, αποδείχθηκε και αμετανόητος αντισημίτης! Πίστευε ακράδαντα πως όλοι τον κυνηγούν, ειδικά δε οι πράκτορες των αντιπάλων του, ότι του βάζουν κοριούς στα τηλέφωνα, προσπαθούν να τον δηλητηριάσουν, να τον παγιδέψουν, να τον τρελάνουν και να ρίξουν τα αεροπλάνα στα οποία επέβαινε. Άλλαζε συνεχώς τους όρους συμμετοχής του, εκβίαζε και κανείς δεν ήξερε με σιγουριά αν θα εμφανιζόταν στο τραπέζι – ακόμη και οι δικοί του συνοδοί. Μετά τον θρίαμβό του με κινήσεις που εξέπληξαν ακόμη και τους σοφότερους του αθλήματος, η συνέχεια του επονομαζόμενου και «Μότσαρτ του σκακιού» είναι ιστορικά γνωστή και άδοξη. Τον αυξανόμενο παραλογισμό του προσπαθεί να συλλάβει σκηνοθετικά ο ουδέτερος Έντουαρντ Ζούιγκ, ενώ το σενάριο του Στίβεν Νάιτ (Dirty Pretty Things, Eastern Promises) δίνει όλα τα στοιχεία, αλλά μένει η εντύπωση πως το ζουμερό κομμάτι της ταραχώδους ζωής του ιδιοφυούς σκακιστή είναι η βουτιά στο άγνωστο που ακολούθησε, δηλαδή η μυστηριώδης εξαφάνισή του, η αυτοεξορία του, η διαμάχη του με το κράτος που υποτίθεται πως εκπροσώπησε σε εθνικό επίπεδο και η άξαφνη επανεμφάνισή του, πριν ζητήσει άσυλο στην Ισλανδία από ένα όχι και τόσο ανεξήγητο γύρισμα της τύχης. Ως κινηματογραφική φιγούρα, ο Φίσερ ήταν το αόρατο αντικείμενο μιας παλιότερης ταινίας, το Searching for Bobby Fischer, όπου δεν εμφανιζόταν αλλά αποτελούσε τον φαντασματικό στόχο του σκακιστή νεαρού πρωταγωνιστή. Στο Θυσιάζοντας ένα Πιόνι, ο Τόμπι Μαγκουάιρ υποδύεται με την περιορισμένη του εκφραστικότητα ένα πιόνι στην ίδια τη σκακιέρα του μυαλού του, ξυπνώντας πειστικά μετά τη μέση του φιλμ, ενώ ο Λίεβ Σράιμπερ ενσαρκώνει τον Μπορίς Σπάσκι, μια καταπιεσμένη βεντέτα του Ανατολικού Μπλοκ, κι ενώ δεν έχει ενδιαφέροντα διάλογο στον ρόλο, πιάνει τον σωστό αέρα του κοντρολαρισμένου νικητή που αναγκάζεται να υποκλιθεί στο μεγαλύτερο και πιο επιθετικό ταλέντο όλων των εποχών. Η ταινία έχει τη δομή ενός κλασικού sports movie, δίνοντας έμφαση στο συγκινησιακό αποκορύφωμα της μονομαχίας, με την αναμενόμενη μετατροπή του (αυτο)στοιχειωμένου μάρτυρα σε εφήμερο ήρωα.