Συνήθως τέτοιου είδους συμβουλές είναι δίκοπο μαχαίρι. Το κοινό περιμένει πολλά, τα πάντα και τίποτε, πάει να δει μια ταινία και τελικά μένει με το παράπονο πως οι εξωγήινοι δεν προσγειώθηκαν στην αίθουσα, ή δεν προέκυψαν τρισδιάστατα, οργασμικά συμπεράσματα. Το θέμα είναι τι πάει κανείς να ανακαλύψει στο σινεμά. Τα μεγάλα έργα στην πλειοψηφία τους κινούνται γύρω από ένα ανθρώπινο αίνιγμα, σκαλίζουν το πάθος ή την παθολογία του, ενώνουν τις κοινωνικές συνισταμένες που τον διαμορφώνουν, φτιάχνουν ένα πλήρες σύμπαν, πειστικό και ανάγλυφο, που περιλαμβάνει τη μήτρα και τις επιπτώσεις των πράξεών του. Βρίσκονται πάνω από τη θαυμαστική λογική και πιο βαθιά από τη συγκίνηση που προκαλούν οι πολύ καλές ταινίες. Και, φυσικά, λειτουργούν σαν αχρονικές παραβολές, ταξίδια από το παρελθόν που δεν έχουν σταματήσει ακόμη. Ενοχλούν γιατί μας θυμίζουν το μέλλον - το μεγαλείο της αδιευκρίνιστης δυσφορίας.

Όπως είναι και η περίπτωση του Ντάνιελ Πλέινβιου, ενός ανθρώπου που ψάχνει πετρέλαιο στα τέλη του 19ου αιώνα, κάπου στο Τέξας, και βρίσκεται φορτωμένος με ένα παιδί, «δώρο» από το θάνατο ενός συναδέλφου του εν ώρα εργασίας, και με ένα δείγμα της περιουσίας που θα αποκτήσει στο πέρασμα των χρόνων. Από αδέκαρος χρυσοθήρας μετατρέπεται σε μεγιστάνα του πετρελαίου μετά από μια μυστηριώδη πληροφορία που του δίνει ένας νέος άντρας. Παίρνει το ρίσκο και μετακομίζει σε ένα χωριουδάκι, όπου προσπαθεί να ικανοποιήσει τους πολίτες της κοινότητας και να πάρουν όλοι το μερτικό τους. Ο νέος, χαρισματικός, μειλίχιος και ταλαντούχος ιεροκήρυκας που φιλοδοξεί να ηγηθεί του ποιμνίου και να προβάλει μια πνευματικότερη πλευρά του βίου, έρχεται σε μια συνεχή κόντρα με τον Πλέινβιου. Ο Πολ Ντάνουποδύεται και τους δύο άντρες-κλειδιά στη ζωή του Πλέινβιου, τον πληροφοριοδότη και τον πάστορα. Μυριζόμαστε πως είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, και ο Άντερσονθέλει να παρουσιάσει τους Πολ και Ιλάι αφαιρετικά διχασμένους, σαν τον Ιανό της υποκρισίας μέσα από το καλοστημένο μαγαζάκι της εκκλησίας. Το ενδιαφέρον σημείο της ιστορίας είναι πως ο Πλέινβιου υποτίθεται πως είναι ένα αρχέτυπο, και πρότυπο, αρχικαπιταλιστή. Ένας τέτοιος άνθρωπος ποτέ δεν θα διανοείτο να συγκρουστεί με το δόγμα και το εκκλησίασμα, αλλά θα το αξιοποιούσε για να εδραιωθεί περισσότερο. Το παράδοξο λοιπόν εξηγείται με το ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ένα αγρίμι που πάνω απ' όλα βάζει τον εαυτό του και νιώθει φριχτές τύψεις για τις πράξεις του, αλλά δεν είναι σε θέση να τις παραδεχτεί. Η περιφρόνηση τον τυφλώνει, το μίσος του καλπάζει. Ο ευαγγελιστής Ιλάι, ένας πρώιμος Έλμερ Γκάντρι, εκνευριστικός ψευδοπροφήτης με υπόγειες φιλοδοξίες, πρέπει να καταστραφεί αφού ταπεινωθεί μπροστά σε όλους, και ο Πλέινβιου το κάνει με χαιρεκακία και αγριάδα - και στους δυο χαρακτήρες του Ντάνο, με αποκορύφωμα μια κιουμπρική τελική σκηνή κοροϊδίας και ολικής καταστροφής. Είναι τόσο ζυμωμένος με τη μοναδική επιλογή επιβίωσης του, τον πλουτισμό εις βάρος οποιουδήποτε υποψιαστεί πως τον παρεμποδίζει, που παρανοεί ακόμη και το ίδιο του το παιδί, που έχασε την ακοή του σε μια μεγάλη έκρηξη στην πετρελαιοπηγή. Ο Πλέινβιου ανήκει στη ράτσα του Κέιν. Είναι τραυματισμένος και προσπαθεί να εξευτελίσει το κοινωνικό σύστημα, να του πάρει τα σώβρακα και να πεθάνει μόνος κι έρημος, αλλά νικητής σε μια μάχη υλιστικού αυτισμού. Συναισθηματικά, ο Πλέινβιου αγγίζει το μηδέν. Απορρίπτει την ιδέα της οικογένειας και της εκκλησίας και το κάνει σταδιακά, όσο διαφθείρεται από τη δύναμη της οικονομικής ευρωστίας και την αναπηρία της έλλειψης εμπιστοσύνης.

Ο Άντερσον μπήγει δυνατά το παλούκι στη γη σε ένα συμβολικό βιασμό της: από τα σπλάχνα της αναβλύζει μαύρο αίμα και λερώνει τον εκμεταλλευτή της. Με την ίδια έννοια, του αφαιρεί το υπέρτατο δικαίωμα να αποκτήσει σπλαχνική σχέση με οποιονδήποτε και τον καταδικάζει σε μια σισύφεια προσκόλληση στην επέκταση του εγώ εις βάρος της ανθρωπιάς του. Το γρήγορο και συχνά φλασάτο στιλ του Άντερσον, με τα ατελείωτα πισωγυρίσματα και τις πολλαπλές ιστορίες, υποχωρεί μπροστά στο μεγαλείο μιας απλής, ευθύγραμμης αφήγησης, που σκοτεινιάζει σαν μπουρίνι όσο περνάει η ώρα. Ξεκινάει με μια εικοσάλεπτη περιγραφή της επιμονής του Πλέινβιου, χωρίς λόγια, και αμέσως μετά δίνει το βήμα στην πρωτότυπη και ιδιαίτερα ευφάνταστη μουσική του Τζόνι Γκρίνγουντ να καλύψει το φάσμα του ψυχισμού, της παράνοιας και του τοπίου - και κυρίως στον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, να ανθίσει σε μια μνημειώδη ερμηνεία.

Στο παρελθόν ο Άντερσον έπαιρνε το πάνω χέρι χρησιμοποιώντας αδύναμους πρωταγωνιστές, όπως ο Μαρκ Γουόλμπεργκ και ο Άνταμ Σάντλερ, ή δίνοντας έμφαση σε ένα ικανότατο ensemble, όπως στο Magnolia. Για τους φανατικούς θαυμαστές του, ο Λιούις φαίνεται να επικρατεί χωρίς οίκτο και λίγο πέρα από την ισορροπία της ταινίας. Δεν είναι έτσι. Ο Ιρλανδός ηθοποιός, τιτάνιος και επιμελής σε επίπεδο σεμιναρίου, δημιουργεί από την αρχή (σε αντίθεση με αβανταδόρικα βιογραφικούς ρόλους, που πατάνε σε υπαρκτά πρόσωπα και τη φιλμική ανακατασκευή τους) ένα χαρακτήρα που είναι ταυτόχρονα μπροστά από την εποχή του και κοινωνικό ανάθεμα, βασιζόμενος στην ομιλία και τη συμπεριφορά της περιόδου. Ο ρεαλισμός που επιδιώκει σύντομα τον κατοικεί και τον ξεπερνάει. Ως Πλέινβιου παίρνει μια απόσταση απ' όλους, και ο τρόπος που τους μελετά εξονυχιστικά συνδυάζει το αρπαχτικό που θα ξεσκίσει τους αντιπάλους του και το πολιτικό ον που θα εξουδετερώσει τους αντιπάλους, με λακωνικές διαδικασίες. Και στη διαδικασία εκτραχύνεται σαν ταύρος, υπενθυμίζοντας μας πάντα το λάκκο από τον οποίο βγήκε έρποντας και το στόχο που καλείται να εκπληρώσει. Ο Butcher Bill από τις Συμμορίες της Νέας Υόρκηςήταν απλά μια προθέρμανση. Ετοιμαστείτε για τον προπάτορα των καπιταλιστικών δεινών, τον μοναχικό καβαλάρη που παντρεύει τον ευπροσήγορο τζέντλεμαν με το φονιά της Άγριας Δύσης.

Από την κάμερα του Άντερσον παρελαύνουν αναφορές στον Θησαυρό της Σιέρρα Μάντρε(μέρος της πλοκής, ο αρχικός τόνος και η προφορά του Λιούις), του Γίγαντα(το σκηνικό των πετρελαιοπηγών και το Τέξας), το Greedτου Στροχάιμ (φόρος τιμής στον δόλιο McTeague), ο Πολίτης Κέινστην προτελευταία σκηνή, στην έπαυλη με το γιο του, και η Λάμψητου Κιούμπρικ στο υπερφωτισμένο σπλάτερ/γοτθικό φινάλε. Αυτά όμως αφορούν τους σινεφίλ. Το σύνολο της ταινίας είναι σφιχτό και ενωμένο σε έναν αδιαίρετο σκοπό. Λέει την ιστορία της απληστίας μέσα από τα ελάχιστα πάθη και τα τραγικά λάθη ενός λειψού αλλά θηριώδους θύματος, που «τελειώνει» λερωμένος μεν από το αίμα αλλά καθαρός από τις ανθρώπινες εξαρτήσεις, τον συναισθηματικό εθισμό και τις θολές πνευματικές μαλακίες. Εκεί τον οδήγησε το βλέμμα του, εκεί κατέληξε, σέρνοντας αργά το κουφάρι του σαν δεινόσαυρος. Κλήθηκε να διαλέξει ανάμεσα σε οικογένεια και θρησκεία και τους έστειλε όλους στο διάολο (τον τελικό προορισμό του), όπως ξαπόστειλε και το σύστημα αθροιστικών αξιών που τίμησε όπως του άξιζε. Το κόκκινο και το μαύρο.