O Τέρρυ Παπαντίνας, 56 ετών, είναι μουσικός και ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά. Γεννήθηκε στην Καστοριά, μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, ενηλικιώθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλήτεψε για λίγο καιρό και επέστρεψε για να μεσουρανήσει στην πρωτοεμφανιζόμενη ανεξάρτητη ροκ σκηνή της Ελλάδας του'70. Ταλαντούχος, γοητευτικός και άπιαστος σαν τον υδράργυρο, συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους μουσικούς της εποχής (Σιδηρόπουλο, Bicycle, Παπάζογλου), έγινε ίνδαλμα αλλά και φορέας της ροκ υποκουλτούρας, γνήσιο τέκνο του sex, drugs and rock 'n' roll, όπου συχνά ενυπάρχουν η αντίδραση και η αυτοκαταστροφή. Σήμερα, απομονωμένος και περιθωριοποιημένος σε συγκλονιστικές εκ βαθέων εξομολογήσεις μπροστά στην κάμερα, αποκαλύπτει μια ψυχική πραγματικότητα που αντανακλά ένα κοινωνικό φαινόμενο.

Ναρκισσισμός («I fucking helped build this city, man!») και φαντασιακός αυτοθαυμασμός («ακόμη κι αν ήμουν όντως ο μεγαλύτερος loser όλων των εποχών, δεν θα έπρεπε να πάρω βραβείο γι' αυτό;») πνίγονται σε έναν ωκεανό παράνοιας και θρήνου για μια μεγάλη ευκαιρία πεταμένη στα σκουπίδια. Το ντοκιμαντέρ του Αθυρίδη, που δεν μοιάζει με κανένα, είναι μια αφήγηση ζωής ενός τελματωμένου ανθρώπου που δεν έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό, και δεν θα μάθουμε ποτέ πραγματικά αν ήθελε να γίνει πρώτο όνομα ή αν ο φυγόκεντρος χαρακτήρας του δεν άντεξε τις σποραδικές, αρχηγικές τάσεις που εμφάνισε σε όσα σχήματα κι αν δοκιμάστηκε - ερωτικά, μουσικά και εν τέλει κοινωνικά. Οι πιο ανατριχιαστικές σκηνές έρχονται όταν βρίσκεται στο πατρικό του στην Καστοριά, καπνίζοντας στωικά, ταπεινωμένος για την ανάγκη του να επιστρέψει με την ουρά στα σκέλια, ένα μεγάλο παιδί που ακόμη μαλώνει με τη γηραιά μητέρα του για τα λεφτά που δεν του έδωσε για την κιθάρα που έπρεπε να αγοράσει, ή όταν βρίζεται με τον αδελφό του που τον απαξιώνει σε κάθε μίζερο τηλεφώνημά τους.

Οι παύσεις, το κενό, ο θυμός του, βουβός ή εκρηκτικός, είναι χειρότερα κι από καταβύθιση σε ουσίες. Πρώην τζάνκι, ερωτικός και ποθητός άνδρας στα νιάτα του (μας το λένε ερωμένες του), καβγατζής για ψύλλου πήδημα (μας το λένε οι συνεργάτες του), εξαρτημένος από τις αντιφάσεις και τη χρόνια πίκρα του για το σύστημα και τις επιλογές του, ο Παπαντίνας είναι το flip side της ροκ μυθολογίας, ένα χαμένο κορμί με κλονισμένο χιούμορ, βαθιά αίσθηση ήττας και την αστρόσκονη του εστέτ να έχει μετατραπεί σε γλαρωμένη παραίτηση, που μας προκαλεί να τον κρίνουμε ανελέητα αλλά και να υποκλιθούμε στο υπέροχο και περήφανο ηλεκτρικό του κλάμα, ή τις ντροπαλές μελωδίες που αυτοσχεδιάζει με την ακουστική του κιθάρα, μερικές από τις οποίες ακούμε ως soundtrack της ταινίας - το «Mexican Blanket» είναι μια αυθεντική αναφορά στις ρίζες και τις επιδράσεις του.

Αν το T for Trouble είχε σκοπό να με κάνει να βουτήξω στην κατάντια του Παπαντίνα σαν να ήμουν κι εγώ μέλος της fucked up minority του, το κατάφερε και με το παραπάνω. Ωστόσο, η ταινία λειτουργεί και πέρα από τον ψυχολογικό στρόβιλο του αντιήρωά της και τις κατατεθειμένες απόψεις των άλλων γι' αυτόν. Μου μοιάζει, άκου τώρα, με το Hurtlocker, με τον Παπαντίνα στον ρόλο του πυροτεχνουργού που δεν βρίσκει πουθενά λημέρι, παρά μόνο στην πρώτη γραμμή ενός απροσδιόριστου πολέμου χωρίς πρόσωπο, φάτσα με τον θάνατο, ριψοκίνδυνος χωρίς να ξέρει το γιατί, χωμένος σε μια αποστολή αυτοκτονίας χωρίς τη λυτρωτική αντίστροφη μέτρηση, παρέα με το τικ τακ της βόμβας που κρύβει στην ψυχή του. Happy, με την ελπίδα να μην είναι προσωρινό, ending, το γεγονός ότι ο Παπαντίνας βρήκε δουλειά στο Aν Club, κάτι που αναιρεί την αμίμητη ρήση του, «Όλοι με λένε να πάμε κάπου, αλλά κανείς δεν με προσκαλεί».