Τοποθετημένη στη Νέα Υόρκη το 1981, όταν η παρακμάζουσα αμερικανική μεγαλούπολη μαστιζόταν από την εγκληματικότητα, η τρίτη ταινία του Τζ.Σ Τσάντορ, μετά το Margin Call και το All is Lost, αφηγείται την προσπάθεια του μετανάστη επιχειρηματία Άμπελ Μοράλες να ακολουθήσει απαρέγκλιτα τον δρόμο της νομιμότητας, με τον άμεσο κίνδυνο να τιναχτούν οι κόποι ετών στον αέρα: καθημερινά άγνωστοι χτυπάνε τους οδηγούς της εταιρείας του και κλέβουν το πετρέλαιο που μεταφέρει στα βυτία της δικής του ιδιοκτησίας, ενώ η Επιθεώρηση Οικονομικού Εγκλήματος τον απειλεί με εξοντωτικά πρόστιμα για παρατυπίες. Ο Άμπελ στέκει αγέρωχος, αλλά αρχίζει να ανησυχεί στο ξέφραγο αμπέλι του απροστάτευτου καπιταλισμού τον οποίο πίστεψε και παντρεύτηκε: η σύζυγός του είναι κόρη παλιού μαφιόζου και το μόνο που γνωρίζει από business είναι το στυλ του μπαμπά, γι' αυτό και οσμίζεται γρηγορότερα την απειλή που έρχεται. Ο Τσάντορ φτιάχνει μια μετα-γκανγκστερική ταινία, με στιβαρά πλάνα και μια αίσθηση κομψής παρακμής, αρκετά λόγια και κάπως στημένη μέσα στο concept του λεπτού ρεβιζιονισμού της. Αποδομεί τη σχεδόν οπερατική τραγωδία του Νονού με μια υποψία Τζέιμς Γκρέι στον αμφίβολο προσδιορισμό των χαρακτήρων και των διλημμάτων. Τα Χρόνια της Βίας είναι ένα φιλμ για τον συμβιβασμό με φόντο την ήδη γνωστή απογοήτευση του περίφημου αμερικανικού ονείρου σε όσους ασπάζονται τα υλικά ιδανικά του και κυνηγάνε μονίμως την ουρά των υποσχέσεων που ευαγγελίζεται. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του έργου είναι ο Μοράλες (το επώνυμό του υπονοεί σαφώς την ηθική που πρεσβεύει ένας φιλόδοξος και αυτοδημιούργητος άνδρας μέσα σε μια πισίνα γεμάτη καρχαρίες). Ο Όσκαρ Άιζακ φοράει ένα ακριβό κίτρινο παλτό για να ξεχωρίζει, ως σύμβολο κομψότητας και class, και παλεύει να θέσει όρους υγιούς ανταγωνισμού σε ένα περιβάλλον που τον κοιτάει αφ' υψηλού, καταπίνοντας την προφορά του και ανακαλώντας, όποτε πιεστεί, τη σκληρότητα που τον έφερε στη θέση που βρίσκεται.