ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ

 

Προχωρώντας στυλιστικά την ταινία μικρού μήκους/βιντεοκλίπ για το τραγούδι «Bad Motherfucker» της δικής του ροκ μπάντας, ο Ίλια Ναϊσούλερ βρήκε την απαραίτητη εμπιστοσύνη από τον Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ του Night Watch και του Wanted και ανέπτυξε μια μεγάλου μήκους ασταμάτητη περιπέτεια με πρωταγωνιστή τον (Hardcore) Χένρι του τίτλου, έναν τύπο που δεν θυμάται τίποτε, λαμβάνει εντολές από έναν αδίστακτο, παντοδύναμο πολέμαρχο, τον Έικαν, που μάλλον απήγαγε τη γυναίκα του, υποβοηθείται αλλά και κατευθύνεται από έναν μυστήριο και επίσης ανίκητο Βρετανό, τον Τζίμι, που μπορεί να είναι σύμμαχός του και σκοτώνει όποιον βρει μπροστά του, όποτε φορτίζει επαρκώς τα μηχανικά του μέρη, διότι αυτή η ζωντανή φονική μηχανή είναι περισσότερο ρομπότ παρά άνθρωπος, όπως και οι περισσότεροι, μισθοφόροι κατά κύριο λόγο, που εμπλέκονται στην ιστορία. Το Hardcore Henry είναι ταυτόχρονα αυστηρά POV και αιμοσταγέστατο GRP, δηλαδή ένα παιχνίδι όπου τον ρόλο του δράστη αναλαμβάνει όποιος κρατά στα χέρια του το τηλεχειριστήριο, και η ματιά ανήκει αποκλειστικά στον πρωταγωνιστή, τον οποίο δεν βλέπουμε. Με την κάμερα σταθερά στο υποκειμενικό πλάνο του Χένρι, η τεχνική δουλειά του Ναϊσούλερ, των τριών οπερατέρ του και του επιτελείου του είναι ανώτατου επιπέδου, καθώς το μοντάζ πάνω στη δράση και τα τραγούδια που έχουν επιλεγεί δημιουργεί μια ρευστή αίσθηση πλοκής ή, μάλλον, κυνηγητού, αδιάκοπου και αστραπιαίου. Φυσικά, μιλάμε για ένα κινηματογραφικό videogame με ήρωα κάποιον που μοιάζει στον Τζέισον Μπορν στο κομμάτι της αμνησίας και των πολεμικών ικανοτήτων, με το κοντέρ των αναλώσιμων θυμάτων να τρέχει δαιμονιωδώς, σε βαθμό αναισθησίας. Το ανθρώπινο κομμάτι σώζουν το συνταγολογημένο χιούμορ και η πολλαπλή προσωπικότητα του Σάρλτο Κόπλι ως Τζίμι, που φέρνει στον νου μια νεαρή εκδοχή του Ντάνιελ Ντέι Λιούις, στρατολογημένο από τους Μόντι Πάϊθον στα πιο τρελά τους. Σε αυτήν τη ρωσο-αμερικανική παραγωγή οι Ρώσοι αποδεικνύουν πως μπορούν κι αυτοί με τη σειρά τους να ενταχθούν σε μια δυτική κινηματογραφική ματιά, μιλώντας τη γλώσσα άλλων φορμά, ουσιαστικά προσανατολισμένοι σε ένα κοινό που, αν δει την ταινία, αμέσως θα αναζητήσει την οικιακή εφαρμογή της.