Όπως και το Nowhere Boy, έτσι και το Jimi είναι δύο μουσικές βιογραφίες που, ακριβώς εξαιτίας των περιορισμών τους, αναγκάζονται να καταφύγουν σε άλλες προσεγγίσεις για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, σαν έργα εν καιρώ λογοκρισίας. Ο περιορισμός αμφότερων είναι ταυτόσημος: δεν περιέχουν την πρωτότυπη μουσική των τεράστιων καλλιτεχνών με τους οποίους καταπιάνονται, επειδή οι κληρονόμοι του Τζον Λένον και του Τζίμι Χέντριξ αντίστοιχα αρνήθηκαν να παραχωρήσουν τα δικαιώματα προς εκμετάλλευση, άγνωστο για ποιους λόγους – προφανώς γιατί δεν τους δόθηκε ο πλήρης έλεγχος του έργου ή δεν τους ζητήθηκε η έγκριση ή γιατί αυτή είναι η πάγια τακτική τους, βάζοντας ένα προπέτασμα ανάμεσα στο σινεμά και τη χρήση της μουσικής σε αυτό το μέσον. Αυτό το κουσούρι δεν σημαίνει πως οι ταινίες αυτές είναι κακές ή εσφαλμένες – τουναντίον. Αντί να επεκτείνονται σε μια πλήρη κάλυψη της ζωής του υποκειμένου, έχοντας τη σιγουριά της δύναμης της μουσικής του, πιάνουν τον ήρωα σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όπως ο Λένον της κρίσιμης εφηβικής ηλικίας με την επιδραστική θεία, την απούσα μάνα και τη γνωριμία με τους Beatles, ή επικεντρώνονται στον χαρακτήρα, όπως γίνεται στο Jimi: Αll is by my side. Γραμμένη και σκηνοθετημένη από τον σεναριογράφο του 12 Χρόνια Σκλάβος, Τζον Ρίντλεϊ, η ταινία δεν παρακάμπτει τα γεγονότα και τους αληθινούς περιφερειακούς ήρωες αλλά συνιστά ένα τρίγωνο που αποτελούν ο Χέντριξ και οι δύο γυναίκες της ζωής του, η μία εκ των οποίων είναι η πρώην του Κιθ Ρίτσαρντς. Όπως και το πρόσφατο Love and Mercy γύρω από την παρανοϊκή διαδρομή του Μπράιαν Γουίλσον των Beach Boys, το Jimi είναι μια μουσική βιογραφία ιδιοσυγκρασίας και αποχρώσεων που ρέπει προς τον στοχασμό παρά στη ροκ υστερία, μια, ας πούμε, ιμπρεσιονιστική προσέγγιση πάνω στην αιωρούμενη εικόνα ενός απρόθυμου ειδώλου, μιας συνισταμένης συγκυριών και ταλέντου, όπως υπονοεί και η ελληνική απόδοση του τίτλου. Κάποια βαρετά περάσματα, προορισμένα αποκλειστικά για τους φανατικούς που ούτως ή άλλως εκστασιάζονται και τους μελετητές που κρατούν σημειώσεις και κάνουν συγκρίσεις, δεν ζημιώνουν αυτήν τη διαφορετική, ευπρόσδεκτη προσθήκη στην ανακάλυψη της ψυχής του Χέντριξ. Ο Αντρέ Μπέντζαμιν των Outcast, εκτός από την ομοιότητα στο πρόσωπο (ως φιγούρα φέρνει περισσότερο στον Prince λόγω ύψους), πιάνει ακριβώς τον ντροπαλά mellow και αυτοκαταστροφικά παθητικό τόνο του Χέντριξ εκτός σκηνής.