Η Λόρι Κόλιερ επιχειρεί τη σκιαγράφηση του εσωτερικού κόσμου μιας ασυμβίβαστης και κοινωνικά απροσάρμοστης γυναίκας με τον τρόπο που το αμερικάνικο σινεμά ξέρει καλύτερα απ'όλους: περιγράφει την εξωτερική αναλγησία και τις συναισθηματικές παραμέτρους για να μας επιτρέψει να διειδύσουμε στον εσωτερικό κόσμο μιας ασταθούς προσωπικότητας.

Το περιβάλλον της Σέρι δεν της ανήκει. Όποτε προσπάθησε να το περιγελάσει ή να το παρακάμψει, την τιμώρησε, με αποκορύφωμα να καταλήξει στη φυλακή. Τα ελευθέρια όνειρά της συνετρίβησαν και αναγκάστηκε να σκύψει το κεφάλι και, σαν καλή μαθήτρια, να επιδείξει καλή διαγωγή, για να τελειώνει από τη στενή και να δει τι θα κάνει με τη ζωή της. Όπως θεωρεί πως ξεπλήρωσε το χρέος της στην κοινωνία για τις απερισκεψίες της, έτσι περιμένει πως θα της επιστραφούν τα χρέη που άφησε πίσω. Δηλαδή, το δικαίωμα να ζήσει κανονικά με το μίνιμουμ των δικών της όρων και φυσικά η ανάκτηση της κηδεμονίας της κόρης της. Έλα που επιτηρείται και ελέγχεται με το που περπατάει, οιονεί ελεύθερη, στα γνώριμα μονοπάτια της. Εκτός από την εκούσια απόφασή της ν'αλλάξει, η απότομη ενηλικίωσή της στα πάντα που αφορούν τη συμπεριφορά της δεν βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο τον αδάμαστο χαρακτήρα της. Αντιδρά και δεν περνάει εύκολα το δικό της. Δεν της είναι εύκολο να πιάσει μια δουλειά της προκοπής και για να μη θεωρήσει η ίδια τον εαυτό της υποδουλωμένο, προβαίνει σε σεξουαλικές εξυπηρετήσεις, γιατί γνωρίζει οτι κάτι τέτοιο θα της ζητηθεί ούτως ή άλλως. Η σχέση της με την κόρη της δεν θα μπει σε ισχύ με το καλημέρα. Αγαπάει, αλλά δεν εισακούεται. Σ' ένα πράγμα δεν είναι καλή: στο να ζητήσει βοήθεια όταν τη χρειάζεται.

Το Sherrybaby είναι ακριβώς αυτό το ταξίδι στο σημείο μηδέν, στο άπλωμα του χεριού, στην αμφίδρομη σχέση που ποτέ δεν κατάφερε να έχει μια κακομαθημένη και χαλασμένη κοπέλα. Η Τζίλενχαλ δεν κάνει παραχωρήσεις στη σκληρότητα του χαρακτήρα της, ακόμη κι αν, όπως ο Γκόσλινγκ στο Half Nelson, δεν μπορεί να κρύψει μια γοητευτική πλευρά, μια καλόκαρδη όψη και ένα ανθρώπινο βάθος. Τις καταχρήσεις και τα ξενύχτια και τα όργια τα υπονοεί και τα φέρει σαν ψυχικές ρυτίδες, όχι απαραίτητα ενοχικές, αλλά ποινικοποιημένες για κάποιον λόγο που η νεότητά της δεν μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί. Είναι το ζωντανό παράδειγμα πως οι έγκλειστοι δεν ανήκουν στο περιθώριο, μόνο και μόνο γιατί δεν δύνανται να φέρονται σαν τη χρυσή πλειοψηφία. Την υποκρισία και το ένα κλικ παραπάνω σε όλα της, τον αντικρίζει καθημερινά στην αμηχανία και στην άρνηση.

Η Κόλιερ έστησε κάπως σχηματικά τον περίγυρο της Σέρι, για να εξυπηρετήσει τα βήματα της ηρωίδας, σπέρνοντας με κάποια ασάφεια μηνύματα ελπίδας και κρυφής αισιοδοξίας. Στα μείον της είναι πως δεν κατάφερε να εντοπίσει σεναριακά έναν αντίποδα δραματικό, έναν χαρακτήρα συμπληρωματικό ή παραπληρωματικό ως προς την ίδια - μόνο παρουσίες που ψευτοκαταλύουν την οργή και τη λαχτάρα της.

Το ενδιαφέρον κομάτι της ταινίας είναι το κέντρο της Σέρι, η απάθειά της, οι μηχανικές κινήσεις της που την πάνε πίσω, την τραβούν στο εθιστικό παρελθόν της και σε όλες τις λάθος κινήσεις της. Επειδή τα ύψη και τα βάραθρα τα έχουμε δει πολύ συχνά, η μεσαία γραμμή παρυσιάζει πρωτοτυπία, ειδικά βγαλμένη από την ακρίβεια και την επιτακτικότητα της Τζίλενχαλ, μιας ηθοποιού που ανέκαθεν τριγύριζε τα σπουδαία (θυμηθείτε πόσο μακριά από τις υπόλοιπες στεκόταν στο ερεβώδες Το χαμόγελο της Μόνα Λίζα), αλλά κανένα όχημα δεν το μετέφερε επαρκώς. Με το Sherrybaby το κατάφερε και με το παραπάνω.

Πρόκειται για μια από τις αξιομνημόνευτες ερμηνείες της χρονιάς, σύγχρονη και τολμηρή, όχι ηθοποιίστικα άκυρη, αλλά δοσμένη με αυταπάρνηση και κόπο. Παραδόξως, οι Χρυσές Σφαίρες την επεσήμαναν, ενώ τα Όσκαρ ποίησαν τη νήσσα - δε χώρεσε, ρε παιδιά, τι να κάνουμε κι εμείς, έπρεπε να μπει και η Κέιτ Γουίνσλετ.