Με τη δεύτερη σκηνοθεσία του, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης καταθέτει τον προβληματισμό του στη σύλληψη και την αφήγηση μιας ταινίας ανάγλυφα και όχι επιγραμματικά. Και στο «Ροζ» η πρόθεση είναι ισχυρότερη της εκτέλεσης, αλλά το μεγάλο ατού είναι η συναισθηματική τόλμη του ήρωα Βασίλη Γκάλη (τον υποδύεται ο ίδος ο Βούλγαρης), ενός ντροπαλού 25άρη ο οποίος γνωρίζει μια 11χρονη Ουκρανή στη διάρκεια γυρισμάτων ενός ντοκιμαντέρ για τους μετανάστες και αναπτύσσει μαζί της μια οικογενειακή σχέση – εξομολογητική, αγνή και αταξινόμητη. Ο Βασίλης γράφει μουσική και αναπολεί τη σχέση του με μια Ιρλανδέζα που ερωτεύθηκε την Πρωτοχρονιά στο Βερολίνο. Η μικρή του φίλη ανακουφίζει την ψυχή του, τις ανασφάλειες και τις τρικυμίες του, σε έναν δεσμό υπέρβασης και αντισυμβατικής επικοινωνίας που βασίζεται σε καλλιτεχνική διαίσθηση και άδολα (και άδηλα) αισθήματα. Πρόκειται για μια πολύ ωραία ιδέα, ευγενική και άξια προσοχής· ένα μικρό ορόσημο για μια γενιά με ειδικές ανάγκες στην αναζήτηση της επαφής και της επικοινωνίας, καθώς κινηματογραφικά δομείται με τη μορφή ημερολογίων και εκφέρεται σε προσωπικό τόνο. Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, ωστόσο, επαναλαμβάνει τα νοήματα και δεν βοηθάει το δράμα (την εσωτερική πλοκή, αν προτιμάτε) να προχωρήσει, έτσι ώστε να ταυτίστεί ο θεατής με κάτι πιο ολοκληρωμένο, πέρα από το αρχικό στήσιμο του Βασίλη, της Σνεζάνα και του κόσμου που τους περιβάλλει και τους ενοχλεί – ή απουσιάζει από τις προσλαμβάνουσές τους. Υπάρχει έντονη παρατήρηση, εξαιρετικός σχεδιασμός ήχου και μουσικής, αίσθηση της απουσίας και της ανάγκης, μια δόση εικαστικής αναζήτησης, αλλά και μια συνολική σκηνοθετική ματιά που διαχέεται αντί να συγκεντρώνεται στα βήματά της.