Μετριότατη μεταφορά του μυθιστορήματος του νομπελίστα Πορτογάλου συγγραφέα Ζοζέ Σαραμάνγκου. Όλα τα στοιχεία, το βιβλίο, το θέμα, ο σκηνοθέτης Μεϊρέγιες σε φόρμα και με τη φόρα του Επίμονου Κηπουρού, το δυνατό επιτελείο ηθοποιών συνηγορούσαν στην επιτυχία της ταινίας... Kι όμως, το αποτέλεσμα είναι κουρασμένο και αναμενόμενα συμβολικό, παρά το νευρώδες ύφος του Βραζιλιάνου δημιουργού. Ξεκινά σαν θρίλερ, με την ανεξήγητη ασθένεια που τυφλώνει όλους του κατοίκους μιας πόλης, και τη μοναδική γυναίκα που δεν έχει προσβληθεί να προσπαθεί να βάλει μια τάξη στο νοσοκομείο όπου κρατούνται σε καραντίνα οι νοσούντες. Ο σύζυγός της είναι γιατρός και στη φυλακή-νοσοκομείο επικρατεί χάος: Οι μισοί βρίσκονται σε ημιάγρια κατάσταση, καθώς οι μερίδες του φαγητού είναι περιορισμένες, και οι άλλοι μισοί προσπαθούν να επιβάλλουν την τάξη και να θέσουν σε εφαρμογή ένα λογικό σχέδιο που θα περισώσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η γυναίκα γίνεται μάρτυρας ανατριχιαστικών εικόνων εξαθλίωσης και ο σύζυγός της (δεν υπάρχουν ονόματα) είναι γιατρός και βοηθάει όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του κάτω από αυτές τις ακραίες καταστάσεις.

Η ταινία είναι μια φανταστική διαδικασία πάνω σε ένα υφέρποντα ρεαλισμό, που ο Σαραμάνγκου θεωρεί χειροπιαστό για δραματικούς λόγους. Όλοι εμείς οι ανώνυμοι συμμέτοχοι στην εξαχρείωση χάνουμε σταδιακά το φως μας και καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στα ένστικτα και στην κουλτούρα του ανθρωπισμού που υποτίθεται πως έχουμε κληρονομήσει από τις σπουδές και την ανατροφή μας. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο. Το ηθικό σημείο μηδέν είναι προφανές και η πλοκή ανακυκλώνεται μερικά λεπτά αφότου τα στρατόπεδα έχουν λάβει τις θέσεις τους στη φυλακή. Όπως μαθαίνουμε, η voice over αφήγηση που ισοπεδώνει τις ανάσες και το συναίσθημα αφαιρέθηκε από την εκδοχή που θα προβληθεί στις αίθουσες. Καμιά φορά οι αρνητικές αντιδράσεις στα φεστιβάλ πιάνουν τόπο.