Στην πρώτη σκηνή της ταινίας μια ομάδα παιδιών παίζει στις όχθες της Λίμνης Δοϊράνης. Σύντομα το ανέμελο παιχνίδι τους θα διακοπεί, καθώς ανακαλύπτουν δυο πτώματα. Η ζωή, και ακριβώς δίπλα, για την ακρίβεια πίσω από τις θημωνιές, ο θάνατος. Τα παιδιά θα σπεύσουν να ενημερώσουν για την ανακάλυψη τους ενήλικες που γλεντοκοπούν λίγο παραπέρα, μα εκείνοι θα τα αποπάρουν. Ένας τους, μάλιστα, θα τους αφηγηθεί μια ιστορία για το φάντασμα ενός ψαρά, ένα «παραμύθι» σαν εκείνο που τους είπαν πριν από λίγο τα παιδιά.

 

Έτσι ξεκινούν οι Θημωνιές της Ασημίνας Προέδρου, η οποία στη συνέχεια θα τεμαχίσει την αφήγηση σε τρία κεφάλαια, καθένα αφιερωμένο σε ένα μέλος μιας τριμελούς οικογένειας που ζει στα σύνορα Ελλάδα και Βόρειας Μακεδονίας. Τα γεγονότα διαδραματίζονται στα τέλη του 2015, τη χρονιά του μεγαλύτερου μεταναστευτικού κύματος που υποδέχθηκε(;) ποτέ η χώρα μας.

 

Δεν πρόκειται για μια αφήγηση τύπου Ρασομόν, όπου παρακολουθούμε διαφορετικές εκδοχές της αλήθειας σε σχέση με ένα γεγονός, αν και πλήρη εικόνα για την ιστορία αποκτούμε μόνο μετά το πέρας του τρίτου κεφαλαίου. Το εύρημα αυτό, που δεδομένα θα κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, παρά τη βραδυφλεγή έναρξη της ταινίας, εξυπηρετεί περισσότερο την ανάδειξη γνώριμων παθογενειών της ελληνικής επαρχίας, με την Προέδρου να τηρεί μια στάση μεγαλύτερης ενσυναίσθησης σε σχέση με αρσενικούς ομολόγους της που κινήθηκαν (και κινούνται) σε παρεμφερή θεματικά πεδία, αναγνωρίζοντας στα ίδια πρόσωπα τόσο την ιδιότητα του θύτη όσο και εκείνη του θύματος και τοποθετώντας τις πράξεις και τις συμπεριφορές τους σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.  

 

Τα μουντά χρώματα της φωτογραφίας του Σίμου Σαρκετζή σκιαγραφούν έναν τόπο στερημένο από ελπίδα, η κάμερα στο χέρι δίνει την αίσθηση ενός καθημερινού κατεπείγοντος, όποτε αυτό είναι απαραίτητο, και η Προέδρου στήνει μεθοδικά τη διαδρομή προς την κορύφωση της (αναπόφευκτης) τραγωδίας, θέτοντας τη μεγαλύτερη ερμηνευτική πρόκληση στη νεαρή Ευγενία Λάβδα, η οποία πετυχαίνει συναισθηματικό κρεσέντο ικανό να σου σηκώσει την τρίχα.

 

Αυτό το γαϊτανάκι συγκάλυψης και συνενοχής ολοκληρώνεται πικρά και ειρωνικά, με τα μέλη της κοινότητας να τραγουδούν χαμογελαστά το «Ένα βράδυ βγήκε ο Χάρος για να βρει βιολιά», περιφρονώντας το αληθινό δράμα που συμβαίνει δίπλα τους, άρα την ουσία του τραγουδιού που με τόση ένταση και «ελληνική ψυχή» εκτελούν. Την ίδια ώρα το «φάντασμα του ψαρά» παίρνει τη θέση του στην ιστορία, η αθωότητα αποχωρεί (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και ένα θρακιώτικο μοιρολόι αναρωτιέται για πόσο ακόμα θα δίνουμε την κόρη μας «για ένα ζευγάρι παντούφλες και ένα δαχτυλίδι». Δεν πρόκειται για το πολλά υποσχόμενο φιλμ μιας πρωτοεμφανιζόμενης σκηνοθέτιδας αλλά για την ταινία μιας έτοιμης, σίγουρης για τις επιλογές της δημιουργού, καθώς και για μια αξιόλογη κατάθεση στο πολύπαθο εγχώριο αφηγηματικό σινεμά.