Το πορτρέτο του Που Γι, ο οποίος στα δυο του μόλις χρόνια έγινε ο ενδέκατος και τελευταίος Αυτοκράτορας της Κίνας, είναι η ιδιότυπη βιογραφία ενός ηγέτη μεταβατικού και κυρίως παθητικού σε ένα είδος που μας έχει συνηθίσει σε ξεχωριστούς και ιστορικά αξιοπρόσεκτους επαναστάτες, όπως ο φλογερός αντάρτης Λόρενς της Αραβίας ή ο σοφός ενορχηστρωτής Γκάντι, αν τη συγκρίνουμε με άλλα, μαζικής αποδοχής πολυ-οσκαρικά κινηματογραφικά έπη που προηγήθηκαν. Η προνομιούχα ανατροφή του στην Απαγορευμένη Πόλη και ο μίζερος εγκλεισμός σε στρατόπεδο αναμόρφωσης αμέσως μετά την ανατροπή του καθεστώτος από τους κομμουνιστές εναλλάσσονται αφηγηματικά με αρμόζουσα στιλπνότητα στην υφή από τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, που είναι σαρωτικός και εμπνευσμένος στην τρίτη αγγλόφωνη ταινία του μετά τα, ας πούμε, φροϊδικο-μαρξιστικά Τελευταίο Τανγκό και La Luna, και πρώτη της άτυπης Τριλογίας της Ανατολής – ακολούθησαν το Τσάι στη Σαχάρα και ο Μικρός Βούδας. Ουσιαστικά, ο Που Γι δεν υπήρξε ποτέ ελεύθερος: από παιδί προσπαθούσε να διασχίσει τις πύλες του χρυσού κλουβιού (υπάρχει και τέτοιο στην ταινία) με το ποδήλατό του, αλλά οι φρουροί πάντα τον εμπόδιζαν να δει τον πραγματικό κόσμο που υποτίθεται πως θα γνώριζε καλύτερα κυβερνώντας τον κάποια στιγμή.

 

Αντ’ αυτού, ανέπτυξε δυτικές συνήθειες που του έμαθε ο Σκωτσέζος δάσκαλός του (ο Πίτερ Ο’Τουλ σε μια ερμηνεία γεμάτη υπονοούμενα) και απενοχοποιημένη σωματικότητα με το ξύπνημα του ερωτικού αισθησιασμού, χορταστικό στις εικαστικές του λεπτομέρειες, έτσι όπως προσιδιάζει στο σινεμά του Ιταλού δημιουργού. Πριν καλά καλά υποψιαστεί τι είδους καθήκοντα εκπαιδευόταν να αναλάβει, η μοναρχία καταργήθηκε, η βασιλεία του ακυρώθηκε και αναγκάστηκε να διαφύγει, υποκύπτοντας στα κελεύσματα μιας μεσοβέζικης πολιτικής τερατογένεσης, στην ακόμα πιο μακρινή Μαντζουρία. Από ανήλικος βασιλιάς κατέληξε αυτοκράτορας-μαριονέτα των Ιαπώνων, ένας playboy με αγγλική πόζα, δυτικά ρούχα, μια ερωμένη και μια σύζυγο που το γύρισε στα οπιοειδή, και μια παράλληλη σχέση με Γιαπωνέζα κατάσκοπο, σε μια φάση πολυτελούς παρακμής και απελπισμένης αυταπάτης.

 

Έχοντας ειρωνικά υιοθετήσει το προσωνύμιο του άρχοντα της ενοποίησης, όταν ακόμα βρισκόταν στην Κίνα, στον Που Γι καθρεφτίζεται η ανίσχυρη μοίρα ενός ολόκληρου έθνους μέσα από τον φακό του Μπερτολούτσι, περνώντας από όλα τα στάδια ως έρμαιο της υψηλής διδασκαλίας που δέχθηκε, της σπάνιας τάξης στην οποία ανήκε, αλλά και της αφέλειας που τον διέκρινε, αποτέλεσμα της ματαιωμένης ενηλικίωσής του. Το επίτευγμα του Τελευταίου Αυτοκράτορα είναι ότι αποτελεί ένα έργο τεράστιας κλίμακας με ανάσες στοχασμού και εσωτερικότητας και τη γοητεία του κινηματογραφικού ταξιδιού σε μια ταραγμένη εποχή, γεμάτη γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας, τη στιγμή που είναι πρακτικά αδύνατη η ταύτιση με τον πενιχρό πρωταγωνιστή. Ωστόσο, οι ενδιάμεσοι σταθμοί, η τελετουργική, παρατεταμένη και χιουμοριστική ενθρόνιση, το πρωτόκολλο γύρω από το μικροκαμωμένο παιδί στο φανταχτερό παλάτι, η εξορία, οι μέρες στο κελί, η απελευθέρωση και η καθηλωτική επιστροφή στα εφηβικά του λημέρια και τις αγαπημένες του κρυψώνες, καρφώνονται στη μνήμη.

 

Μετά τα Cesar, τα BAFTA και τις Χρυσές Σφαίρες, η ταινία δεν είχε αντίπαλο στην 60ή απονομή των Όσκαρ το 1988. Χωρίς υποψηφιότητες για τις ερμηνείες, κέρδισε τα βραβεία καλύτερης ταινίας για τον παραγωγό Τζέρεμι Τόμας, ο οποίος έπεισε την κινεζική κυβέρνηση να δώσει άδεια πρώτη φορά για γυρίσματα στα ιστορικά μνημεία του Πεκίνου, σκηνοθεσίας για τον Μπερτολούτσι, σεναρίου για τη σύζυγό του, Κλερ Πεπλόου, μοντάζ, σκηνικών, ήχου, κοστουμιών, μουσικής για το αξέχαστο σκορ των Ριγιούτσι Σακαμότο, Ντέιβιντ Μπερν και Κονγκ Σου και, βέβαια, φωτογραφίας για τις ζωγραφικές συνθέσεις του Βιτόριο Στοράρο (αποκατεστημένες στις πραγματικές τους διαστάσεις και όχι στην αποτυχημένη, αδικαιολόγητη πρόσφατη μετατροπή σε 3D), σαρώνοντας με συνολικά 9 στα 9 Όσκαρ τη χρονιά του Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού, της Ολέθριας Σχέσης, του Hope and Glory του Μπούρμαν και του Broadcast News του Τζέιμς Μπρουκς.