Στα πρώτα χρόνια της ζωής της η όπερα ήταν ένα είδος που απευθυνόταν αποκλειστικά στους ευγενείς. Με την επικράτηση του δόγματος «laissez faire, laissez passer» γεννήθηκε η μεσαία τάξη και δόθηκε στην όπερα η δυνατότητα να διευρύνει το κοινό της, με τους εύρωστους αστούς να συρρέουν. Σταδιακά εξελίχθηκε σε λαϊκό θέαμα, απευθυνόμενο σε ένα ευρύτατο κοινό, μεγάλο μέρος του οποίου ανήκε στην εργατική τάξη.

 

Η κατάσταση παρέμεινε έτσι μέχρι τα μισά του εικοστού αιώνα, όταν η όπερα είδε το target group της να συρρικνώνεται, για να μετατραπεί σήμερα σε θέαμα ειδικού κοινού. Πολλοί λένε πως αυτή θα είναι και η εξέλιξη του σινεμά ή, πιο σωστά, της εμπειρίας της αίθουσας, έλα όμως που η τελευταία βρισκόταν σε μεταβατική περίοδο λόγω (και) της πανδημίας και φαίνεται να ανακάμπτει εσχάτως – δεν το λέμε εμείς, το αποδεικνύουν τα νούμερα. 

 

Στον Μαγικό Αυλό πιτσιρικάς, γιος τρανού τενόρου που έφυγε από τη ζωή, φοιτά στη μουσική σχολή «Μότσαρτ» και μπαίνει στους διεκδικητές του πρωταγωνιστικού ρόλου στον «Μαγικό Αυλό». Ο Φ. Μάρεϊ Έιμπραχαμ εμφανίζεται στον ρόλο στρυφνού διευθυντή, εμφανώς λόγω του εξωκινηματογραφικού βάρους που φέρει ως Σαλιέρι στο Αμαντέους του Μίλος Φόρμαν.

 

Στο πρώτο του εικοσάλεπτο το φιλμ παραπέμπει σε εφηβικό δράμα, μέχρι που ένα βιβλίο ανοίγει πύλη μαγική και οδηγεί τον νεαρό ήρωα σε έναν παραμυθένιο κόσμο, όπου θα πρέπει να περάσει τις ίδιες δοκιμασίες με τον πρίγκιπα Ταμίνο, τον χαρακτήρα που θέλει να υποδυθεί. Η ιδέα ότι η τέχνη κερδίζεται μέσω της εμπειρίας διατρέχει το σύνολο του φιλμ, στην πραγματικότητα, όμως, όλος αυτός ο mainstream εφηβισμός είναι απλά ο μανδύας ώστε το σινεμά να συστήσει και πάλι την όπερα σε ένα ευρύτερο, νεανικό κοινό και να την ξανακάνει λαϊκό θέαμα. Η παραγωγή είναι αρτιότατη, η εικονογραφία γίνεται κάποιες φορές και εντυπωσιακή –η πρώτη εμφάνιση της Βασίλισσας της Νύχτας, με το κυματιστό κουστούμι και τον τεχνητό ουρανό, παραπέμπει σε βιντεοκλίπ της Bjork– ενώ τα φωνητικά είναι μοιρασμένα ανάμεσα στην κλασική τεχνοτροπία και σε pop ιδιωματισμούς – μια απόπειρα ένωσης του παλιού με το νέο. 

 

Σίγουρα κάποιοι θα βρουν το φιλμ απλοϊκό, λόγω της μανιχαϊστικής λογικής που το διέπει –μα έτσι είναι τα παραμύθια–, μερικοί θα θεωρήσουν την αφήγησή του ανερμάτιστη –μα έτσι είναι και ο «Μαγικός Αυλός»– και άλλοι σίγουρα θα ενοχληθούν, εκλαμβάνοντας τη διασκευή ως εκχυδαϊσμό ενός ευγενούς, «ανώτερου» θεάματος. Από την άλλη, εφηβική φαντασία με τέτοια μουσική προτιμάται εκ των πραγμάτων από αντίστοιχες παραγωγές που κατακλύζουν (κυρίως) τη μικρή οθόνη, ενώ έστω κι αν ένα μικρό μέρος του νεανικού κοινού ενδιαφερθεί να ψάξει περισσότερα πράγματα για ένα είδος τέχνης που οι περισσότεροι λογαριάζουν για ελιτίστικο και παρωχημένο, αν όχι για μουσειακό, η ταινία θα έχει πετύχει τον στόχο της.