To 2010 o Μάθιου Βον κλήθηκε να σκηνοθετήσει ένα origin story των μεταλλαγμένων X-men στο σινεμά με το X-Men: First Class. Το ενδιαφέρον στοιχείο εκείνης της ταινίας ήταν ο τρόπος που πάντρευε αρμονικά πραγματικά ιστορικά γεγονότα, όπως η αποτυχημένη απόβαση των Αμερικανών στον Κόλπο των Χοίρων το 1962, με το δράμα των υπερηρώων της Marvel, γεννώντας μια εναλλακτική, μυστική εκδοχή της Ιστορίας, χωρίς, παράλληλα, να διαστρεβλώνει τα βαθύτερα παραγωγικά αίτια επεισοδίων όπως το παραπάνω και την εικόνα τους στον έξω κόσμο.

 

Φυσικά, για μια κομιξάδικη περιπέτεια πρόκειται, δεν μεταλλάχθηκε ξαφνικά ο Βον σε σκηνοθέτη που ενδιαφέρεται να υπηρετήσει κάτι παραπάνω από το είδος και την φόρμα του. Θεματικές όπως η διαφορετικότητα ή η ανάγκη (;) σωτηρίας της ανθρωπότητας υπάρχουν στο έργο, μόνο επειδή τις δανείζεται από εκείνον τον δημιουργό που σύστησε κινηματογραφικά τους X-Men, το όνομα του οποίου δεν θα αναφέρουμε εδώ, επειδή είναι γραμμένο στη γλώσσα της Μόρντορ. Ο Βον δεν έχει κάτι να καταθέσει πάνω σε αυτές, τον ενδιαφέρει περισσότερο πώς γεννήθηκε η έχθρα του καθηγητή Ξαβιέ με τον Μαγκνίτο, τουλάχιστον, όμως, έχει μια καλοπροαίρετη και ανθρωπιστική στάση απέναντι στα πράγματα.

 

Καλούμενος και πάλι να κάνει ένα origin story στη σειρά Kingsman, η οποία, σε αντίθεση με τους X-Men, είναι δικό του κινηματογραφικό παιδί, καταφεύγει εκ νέου στην εναλλακτική ανάγνωση της ιστορίας του εικοστού αιώνα. Μόνο που αυτήν τη φορά η ιστορία αλλάζει για να υπηρετηθεί μια αντιδραστική ατζέντα, κατά την οποία ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος γεννήθηκε ώστε ένας αυτονομιστής Σκοτσέζος να πλήξει την «περήφανη» βρετανική αυτοκρατορία και η Οκτωβριανή επανάσταση ήταν ακόμα ένα εργαλείο στα χέρια αυτής της μακιαβελικής διάνοιας, υπό τις εντολές της οποίας λειτουργούσε ο στενός συνεργάτης της, Λένιν.

 

Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ένας βετεράνος του βρετανικού στρατού που εξελίχθηκε σε πασιφιστή, δηλαδή έγινε «μαλθακός» κατά τον Βον και τους συνεργάτες του, και πρέπει να περάσει μια σειρά από δυσάρεστα γεγονότα, ώστε να ξαναγίνει «άνδρας». Στην πορεία του αυτή προς την ανάκτηση του ανδρισμού του, θα έρθει αντιμέτωπος με τον Ρασπούτιν, το πιο μοχθηρό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η αμφισεξουαλικότητά του, που απειλεί τον straight προσανατολισμό του ήρωα.

 

Είναι πραγματικά απίθανο το πόσο σοβαρά παίρνει όσα έχει να καταθέσει πάνω στην έννοια του ηρωισμού και του ανδρισμού η ταινία του Βον, παρά τα ξεσπάσματα κωμικότητας (ή, πιο σωστά, καφρίλας), όπως η μπαλετική μονομαχία του ήρωα με τον Ρασπούτιν – ένα καλοδεχούμενο ιντερλούδιο χαβαλέ μεν, που ενισχύει την τονική ανισορροπία του εγχειρήματος δε.

 

Ασφαλώς, ο Βον είναι ένας σκηνοθέτης που σχεδιάζει κι ενορχηστρώνει την δράση με μεράκι, αν και όχι απαραίτητα με έμπνευση. Η σεκάνς στα χαρακώματα παραπέμπει στο 1917, για παράδειγμα, ενώ η ανάβαση στο ορεινό λημέρι του αρχι-κακού θυμίζει set-piece του Mission Impossible, με την έκδηλη ψηφιακότητά της να στερεί μεγάλο μέρος από την ένταση και τον εντυπωσιασμό που προκαλούν οι αντίστοιχες σκηνές εκείνου του franchise. Αμφότερες, όμως, έχουν ευρήματα και είναι έτσι ενορχηστρωμένες και μονταρισμένες ώστε να αναδεικνύεται η χορογραφία και η γεωγραφία της δράσης. Στα θετικά του στοιχεία να προσμετρηθεί και ότι εκτιμά τη σημασία ενός μουσικού θέματος στην τόνωση της δράσης, εκεί που σύγχρονοι ομόλογοί του προκρίνουν τον ρυθμό έναντι της μελωδίας.

 

Κρίμα που αυτή η παλιομοδίτικη (πια) αντίληψή του πάνω στο σινεμά δράσης και οι ικανότητές του σε αυτό τίθενται στην υπηρεσία ενός τόσο κακόβουλου και νοσηρού οράματος. Η mid-credit σκηνή του έργου αφήνει υποσχέσεις για ένα sequel τόσο χοντροκομμένο, που υπό άλλες συνθήκες θα ήθελες να δεις και μόνο για να πιστέψεις, όπως λέμε. Έχοντας, όμως, περάσει κάτι παραπάνω από δύο ώρες στο σύμπαν του Kings Man, εύχεσαι να μην έχεις ποτέ αυτή την «χαρά».