Kάθε μεγάλο στούντιο animation έχει τη σφραγίδα του, κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φέρουν οι παραγωγές του και τις κάνουν να ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Η Pixar, η καλύτερη όλων, έχει την εξίσωση ανήλικου κι ενήλικου θεατή και την πυκνή σημειολογία. Η Disney έχει τη μιούζικαλ συνταγή, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την αναγέννησή της στις αρχές των ‘90s και έπειτα. Η Dreamworks έχει τις εξυπνάδες, τα λογοπαίγνια και τις pop αναφορές. Η Laika έχει τη stop motion αισθητική και τη μακάβρια παραδοξότητα. Κι έπειτα, υπάρχει και η Ilumination, η οποία έχει ως trademarks της το σλάπστικ και τη βαβούρα. Αν κλείσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις στο λεπτό ότι βλέπεις δική της ταινία από τη φασαρία. Οι χαρακτήρες μιλούν γρήγορα και υστερικά, το sound design παραπέμπει σε λούνα παρκ, κι αυτό, σε συνδυασμό με τη νευρωσική κινησιολογία των χαρακτήρων και τα φανταχτερά χρώματα, γεννά ένα πληθωρικό αποτέλεσμα, ικανό να στείλει τον γονιό που θέλει να ησυχάσει στο φρενοκομείο. 

 

Για να είμαστε ευθείς, η ιδέα ότι τα παιδιά θα βαρεθούν αν δεν τσιγκλάς ασταμάτητα την προσοχή τους με έντονα ερεθίσματα υποτιμά τη νοημοσύνη τους, ενώ ο εκμηδενισμός της εσωτερικότητας, της απαραίτητης ανάσας σε μια κινηματογραφική ταινία, γεννά θεατές με attention span χρυσόψαρου και οδηγεί σε μοντέλα αφήγησης και αισθητική σαν εκείνες που υιοθετούν σήμερα οι μεγάλες παραγωγές των στούντιο. Ό,τι και να λέμε εμείς όμως, τα παιδιά στηρίζουν εμφατικά, ψηφίζουν Minions δαγκωτό και με τα δύο χέρια και αλίμονό μας αν αψηφούσαμε τέτοια βροντερή λαϊκή εντολή.   

 

Βέβαια, τα Μinions, αυτοί οι χαριτωμένοι κίτρινοι κολαούζοι του υπερ-κακού Γκρου από το Despicable Me, έχουν γεννήσει μια δική τους, ανεξάρτητη από το σινεμά κουλτούρα, που ξέφυγε από αυτή του αγαπημένου παιδικού χαρακτήρα και μετατράπηκε σε εκείνη ενός λαϊκού σοσιαλμιντιακού ήρωα. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει τα Minions να γίνονται φορείς λαϊκής θυμοσοφίας και εκφραστές των αγωνιών του εγχώριου «νοικοκυραίου». Ο τελευταίος, αν από σπόντα βρεθεί να παρακολουθεί το Minions: The Rise of Gru, εύλογα θα αναρωτηθεί γιατί κάνουν συνέχεια σαχλαμάρες και δεν λέει κανένα τους κουβέντα για την ελεύθερη Ελλάδα και τους πέντε Εβραίους που κυβερνούν τον κόσμο, καθώς έτσι τα έχει συνηθίσει. 

 

Είναι κι αυτό ενδεικτικό της απήχησης αυτών των (κατά τα άλλα) αξιολάτρευτων περιφερειακών χαρακτήρων, που είναι τόσο μεγάλη ώστε το brand name τους να ξεπερνά εκείνο του Despicable Me, με αποτέλεσμα μια ταινία σαν αυτή εδώ, που συνιστά ξεκάθαρα prequel του Despicable Me και όχι sequel του spin-off των Minions, να πλασάρεται ως το δεύτερο. H ταινία ακολουθεί έναν δωδεκάχρονο Γκρου, που ονειρεύεται να γίνει διάσημος και τρομερός υπερ-κακός, σαν τους Vicious 6, τους οποίους θαυμάζει. Η συνέντευξη που θα δώσει για να γίνει μέλος τους δεν θα πάει καλά, μα ο Γκρου θα κλέψει μια μαγική πέτρα που τους ανήκει, μπλέκοντας σε μια περιπέτεια από την οποία θα τον ξεμπλέξουν τελικά οι βοηθοί του. Με την τοποθέτηση της δράσης στα ‘70s, oι δημιουργοί καλούνται να αναπλάσουν την εποχή, οπότε θα βρεις μεγαλύτερη σπουδή στον σχεδιασμό του περιβάλλοντα χώρου, σε σχέση με άλλες ταινίες της σειράς. Αυτό, σε συνδυασμό με μια ανάλαφρη τζεϊμσμποντική αύρα, ευρισκόμενη σε συνάρτηση με τις ταινίες του 007 εκείνης της δεκαετίας, γεννά ένα θέαμα πιο ευχάριστο για θεατές μεγαλύτερης ηλικίας σε σχέση με τις τελευταίες ταινίες της σειράς, πάντα στο πλαίσιο μιας ολότελα και συνειδητά αβαρούς οικογενειακής κινηματογραφικής διασκέδασης.