Στον ενδοοικογενειακό «πόλεμο» μεταξύ παντρεμένων ζευγαριών με παιδιά, τα τελευταία είναι συνήθως οι παράπλευρες απώλειες, ο άμαχος πληθυσμός που την πληρώνει ή, ακόμα χειρότερα, οι «νεοσύλλεκτοι» που στέλνονται στην «πρώτη γραμμή», όταν χρησιμοποιούνται από τις αντιμαχόμενες πλευρές ως ασπίδα ή ως μέσο επίθεσης. Η Σολάνζ είναι δεκατριών, έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες που ενθαρρύνονται από τους καλλιτέχνες γονείς της και για ηρωίδα την Γκρέτα Τούνμπεργκ ‒ αλλά δεν θα της το χρεώσουμε, συνάδει με την ηλικία. Ζει, εν ολίγοις, σε μια ευτυχισμένη «φούσκα», μέχρι που οι καβγάδες των γονιών της εντείνονται και όλα φαίνονται να οδηγούν σε διαζύγιο. Σύντομα εμφανίζονται οι ενοχές, η οικειοποίηση της ευθύνης και η αγωνία για το μέλλον, δηλαδή σκέψεις και συναισθήματα που κατακλύζουν τα περισσότερα παιδιά τα οποία βρίσκονται σε ανάλογη θέση.

 

Ήδη από την εισαγωγή αντιλαμβάνεσαι ότι η Σολάνζ δεν θα είναι πια «μικρή» μετά το τέλος του έργου. Δεν είναι μια ιστορία ενηλικίωσης το Petite Solange, είναι μια ιστορία απώλειας της παιδικότητας, με όσες διαφορές συνεπάγεται αυτό στον τόνο και στον στόχο της δημιουργίας. Κάποιοι θα βρουν (δικαιολογημένα ίσως) δραματικές ελλείψεις που καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό από τη μικρή Τζέιντ Σπρίνγκερ, η οποία, πέρα από γλυκύτατη φυσιογνωμία, διαθέτει και ένα υπεραναπτυγμένο για την ηλικία της ερμηνευτικό ένστικτο, ένα βλέμμα που αρθρώνει λέξεις οι οποίες δεν λέγονται. Το παλιομοδίτικο μουσικό score, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γράψει ο Φιλίπ Σαρντ στα ’70s, αποτελεί  ένα ακόμα προτέρημα αυτού του ταπεινού πλην τίμιου (παραλίγο μελο)δράματος.