Το After Love ξεκινά με μια σκηνή όπου η Mary και ο Αhmed, ένα ζευγάρι μεσηλίκων, επιστρέφουν στο σπίτι από μια μουσουλμανική τελετή. Έχουν μια συνηθισμένη συζήτηση, αυτός ακούει μουσική στο βάθος και περιμένει από εκείνη να ετοιμάσει το βραδινό τους τσάι. Καθώς η Mary αναμένει να ζεσταθεί το νερό, αγνοεί αυτό που συμβαίνει την ίδια ώρα, κάτι ασυνήθιστο, κάτι έξω από το καθημερινό τελετουργικό τους, που στην πραγματικότητα είναι τελείως συνηθισμένο και αναπόφευκτο, απλώς εμείς επιλέγουμε να το αγνοούμε, προκειμένου να συνεχίσουμε την ρουτίνα μας: ο Ahmed πεθαίνει. Τα τελευταία του λόγια πριν φύγει από τη ζωή, δε, φανερώνουν άγνοια για το τελετουργικό της χριστιανικής βάπτισης.

 

Η άγνοια, ολοκληρωτική ή μερική, εκούσια ή ακούσια, είναι ένα από τα βασικά μοτίβα αυτού του χαμηλότονου δράματος, το οποίο αφηγείται την ιστορία μιας Βρετανίδας χήρας που διαπιστώνει ότι ο σύζυγός της διατηρούσε μακροχρόνιο, κρυφό δεσμό με μια γυναίκα στη γαλλική ακτή της Μάγχης και αποφασίζει να την επισκεφτεί.

 

Αξιοποιώντας το εύρημα της τραγικής ειρωνείας, με εμάς τους θεατές να γνωρίζουμε πράγματα που κάποιοι ήρωες αγνοούν, ο Αλίμ Καν γεννά ιδιότυπο σασπένς, ανάλογο με εκείνο στο LAttesa (2015) του Πιερο Μεσίνα με τη Ζιλιέτ Μπινός, παίζοντας με τις προσδοκίες μας, οι οποίες διαμορφώνονται μέσα από τις πληροφορίες που διαθέτουμε. Προσδοκίες συχνά εσφαλμένες, επειδή κι εμείς, όπως και οι ήρωες, κάνουμε υποθέσεις χωρίς να γνωρίζουμε την αλήθεια του άλλου. Κι αν θέλουμε να μάθουμε, οφείλουμε απλά να τον ρωτήσουμε και να ακούσουμε. Οφείλουμε, επίσης, να τον εμπιστευτούμε και να μοιραστούμε την αλήθεια μας, όπως κι εκείνος. Έτσι θα γνωριστούμε μεταξύ μας, θα αυτοβελτιωθούμε, θα βοηθήσουμε και τον άλλο να βελτιωθεί και θα βελτιώσουμε ταυτόχρονα και τον κόσμο γύρω μας.

 

Αν η ταινία του Αλίμ Καν μας επιφυλάσσει κάποιο επιμύθιο, είναι το παραπάνω, όπως προκύπτει μέσα από μια ενδιαφέρουσα ίντριγκα και από την ανθρωπιστική προσέγγιση του νεόκοπου δημιουργού, ο οποίος στέκει στο πλευρό των ηρώων του συμπονετικά, χωρίς ποτέ να τους κρίνει. Κι αν δεν επιχειρούσε να αρθρώσει αντιπατριαρχικό λόγο με τρόπο που η διακριτικότητα της σκηνοθεσίας του κάνει να μοιάζει λιγότερο σχηματικός από όσο είναι στην πραγματικότητα, θα είχε υπογράψει ένα από τα καλύτερα βρετανικά δράματα της πρόσφατης μνήμης.