Το σίκουελ του «Meg», μιας αναπάντεχης εισπρακτικής επιτυχίας που έφερε αντιμέτωπο τον Τζέισον Στέιθαμ με έναν προϊστορικό καρχαρία, ξεκινά σχεδόν ιδιοφυώς. Μας μεταφέρει 65 εκατομμύρια χρόνια πίσω στον χρόνο για να παρακολουθήσουμε μια σεκάνς που αναδεικνύει την τροφική αλυσίδα, στην κορυφή της οποίας τοποθετείται ο Μεγαλόδοντας. Σωστά; Λάθος. Γιατί η αφήγηση επιστρέφει άμεσα στο σήμερα και ο σκηνοθέτης Μπεν Γουίτλεϊ βάζει τον Στέιθαμ να ξεπροβάλλει μέσα από τις σκιές. Άρα, όχι, κυρίες και κύριοι και αγαπητά μας παιδιά, δεν βρίσκεται ο Μεγαλόδοντας στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας αλλά ο χαλκέντερος Βρετανός σταρ. Σχεδόν θες να σηκωθείς από το κάθισμα και να χειροκροτήσεις. Δυστυχώς, μάλλον είναι η μοναδική σκηνή μέσα στην ταινία που μπορεί να προκαλέσει αντίστοιχο ενθουσιασμό.

 

Προφανώς, από ένα monster movie, γιατί περί τέτοιου πρόκειται, περιμένεις να είναι εξωφρενικό. Σε τέτοιες ταινίες είναι σχεδόν ανεπίτρεπτο να αφήνεις τους κανόνες της πραγματικότητας να σου χαλάσουν ένα καλό set-piece, αν και γενικότερα, αλλά και ειδικά στο σινεμά αυτού του τύπου, καλό θα είναι να συστήνεις τους κανόνες λειτουργίας της φιλμικής σου πραγματικότητας, διαφορετικά κρατάς τον θεατή σε απόσταση ‒ οι συνθήκες ομαδικής παρακολούθησης για σχολιασμό και χλευασμό, αν και επιθυμητές σε κάποιες (για το καλό των υπόλοιπων θεατών, οικιακές) περιστάσεις, σπάνια συνοδεύονται από ουσιαστική εμπλοκή όσων παρακολουθούν με το θέαμα. Ταυτόχρονα, θα ήθελες το τελευταίο να έχει και μια παραπάνω επιμέλεια στην κατασκευή, ένα build-up στις επιμέρους σκηνές δράσης, την καλλιέργεια μιας αίσθηση του δέους μπροστά σε όσα συμβαίνουν στην οθόνη. Δεν αρκεί (και δεν μπορεί να αρκεί) μόνο ο χαβαλές. 

 

Δυστυχώς, για ακόμα μία φορά ο Βρετανός Μπεν Γουίτλεϊ («Kill List», «Sightseers», «High Rise») δοκιμάζει τις δυνάμεις του στο mainstream σινεμά και απογοητεύει. Η εικονογραφία της μακροσκελούς, υποβρύχιας αλά «Alien» ενότητάς του είναι θολή, ίσως για να κρύψει τις ατέλειες του ψηφιακού design, και δεν διαθέτει το απαιτούμενο σασπένς. Η κατάσταση βελτιώνεται μεν όταν βγαίνουμε στην επιφάνεια, αλλά έτσι όπως ο Γουίτλεϊ μας πηγαινόφερνε άτσαλα από το ένα πεδίο δράσης στο άλλο, δεν προλάβαμε να χαρούμε τις επιδρομές των τεράτων ούτε τις ιδέες – π.χ. ένα POV πλάνο μέσα από το στόμα του μεγαλοκαρχαρία ή η εικόνα του Στέιθαμ να πασχίζει ως άλλος Ρόμπερτ Σο στο «Jaws» να κρατήσει ανοιχτά με τα πόδια του τα σαγόνια του (μεγαλο)καρχαρία. Βέβαια, έστω και αν κρατούν ελάχιστα για να χωνευτούν και να αφήσουν το όποιο αποτύπωμα, αυτές οι ιδέες κάνουν το αποτέλεσμα υποφερτό. Βοηθά και η στιβαρότητα της action περσόνας του Στέιθαμ, ο οποίος, στην παράδοση action πρωταγωνιστών του παρελθόντος, παίζει μεν με τον φακό και μας διαβεβαιώνει ότι όλα θα πάνε καλά και να μην ανησυχούμε, αλλά ταυτόχρονα δείχνει να παίρνει πολύ στα σοβαρά την (εκάστοτε) απειλή. Κι αυτή η προσέγγιση, αν και ερχόμενη από παλιά, καταλήγει να δείχνει πολύ πιο φρέσκια σε μια εποχή που κυριαρχεί η ενίσχυση της λανθάνουσας ή έκδηλης και ηθελημένης meta-υποκριτικής και χαρακτηρολογικής εκδοχής του action hero, ώστε αυτός να εναρμονίζεται με την κυρίαρχη, επιτηδευμένα και ψυχαναγκαστικά εριστική, ασόβαρη, ηθικά ανερμάτιστη και βυθισμένη στην καφρίλα του 9gag νοοτροπία των social media.