Σε μία από εκείνες τις χαριτωμένες, πηγαίες ιταλιάνικες στιγμές λαϊκής αφέλειας οι επιβάτες ενός αεροπλάνου αποχωρούν ένας ένας, χαιρετώντας αμήχανα τον δημόσιο υπάλληλο που κουβαλά σε ένα ξύλινο κουτί το δοχείο με την τέφρα του Πιραντέλο, προκειμένου να εκτελέσει ετεροχρονισμένα την τελευταία επιθυμία του Ιταλού δραματουργού να σκορπιστεί στον Ακράγαντα. Όταν ο υπάλληλος τους ρωτά για ποιον λόγο φεύγουν, εκείνοι του εξηγούν ότι θεωρούν κακή τύχη να ταξιδέψουν μαζί με έναν νεκρό στο αεροπλάνο.

 

Είναι λες και ο Πάολο Ταβιάνι αναγνωρίζει ότι το Leonora Addio είναι στοιχειωμένο από το φάντασμα του αδερφού του Bιτόριο, μαζί με τον οποίο πραγματοποίησαν, μέσω της κοινής φιλμογραφίας τους, μια καίρια κατάθεση στο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό σινεμά του εικοστού αιώνα, και ότι ακόμα λιγότεροι θεατές θα καταδεχτούν να επιβιβαστούν σε αυτήν τη μοναχική φιλμική διαδρομή του – έτσι κι αλλιώς, πόσοι αναζητούν σήμερα το σινεμά των Ταβιάνι;

 

Δεν βαριέσαι. Σαν τον υπάλληλο στην ταινία του, θα πάρει τελικά το τρένο, θα εκτελέσει το καθήκον του, κουβαλώντας την κληρονομιά πολιτικά φορτισμένων εικόνων, του παντρέματος του ρεαλισμού με σουρεαλιστικά στοιχεία, της καταγραφής με τον στοχασμό, και θα προσκαλέσει όσους θελήσουν να γίνουν συνεπιβάτες σε ένα ταξίδι όπου η ουσία βρίσκεται στις επιμέρους στάσεις, από μια υποφωτισμένη ερωτική σκηνή στο τρένο δίπλα στην τέφρα του Πιραντέλο –η ζωή δίπλα στον θάνατο– μέχρι μια ιερή υπόσχεση και ένα λυρικό πέρασμα των εποχών, λίγο πριν η «παράσταση» κλείσει με την οροφή του Teatro dell’ Opera di Roma, ένα χειροκρότημα από ένα αθέατο κοινό φαντασμάτων και τα τελευταία του λόγια που κινούνται κάπου ανάμεσα στον απολογισμό ενός (πιθανού) κύκνειου άσματος αλλά και σε μια λανθάνουσα προτροπή προς όλους εμάς: «Ο χρόνος πρέπει να περάσει και να μας παρασύρει σε όλα τα σενάρια της ζωής μας. Tη δική μου την τύλιξα ήδη και την τοποθέτησα κάτω από τη μασχάλη μου». Όσοι πιστοί, επιβιβαστείτε.