Όταν κέρδισε ένα ανέλπιστο, αλλά πέρα για πέρα δίκαιο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας για το Μυστικό στα Μάτια της το 2009, ο Αργεντινός Χουάν Χοσέ Καμπανέλα έγινε γνωστός σε περισσότερους σινεφίλ. Ο (κινηματογραφικός) κόσμος ήταν δικός του μετά από αυτή την ευτυχή εξέλιξη, εκείνος όμως εξαργύρωσε το χρυσό αγαλματίδιο με περισσότερα επεισόδια αμερικανικής και αργεντίνικης τηλεόρασης και με το «Metegol», ένα animation που χτυπήθηκε από την κριτική και δεν βγήκε ποτέ στη χώρα μας, αν και θα άρεσε στους φαν του επιτραπέζιου ποδοσφαίρου. Ακολούθησε περισσότερη τηλεόραση, μέχρι που το 2019 ο Καμπανέλα επέστρεψε στο σινεμά με το ριμέικ μιας ταινίας του μέντορά του Χοσέ Μαρίνεζ Σουάρεζ.

 

Στο Κόλπο της Νυφίτσας μια παλιά κινηματογραφική σταρ ζει στη σχεδόν παρατημένη έπαυλή της μαζί με άλλους τρεις απόμαχους καλλιτέχνες, τον ηθοποιό σύζυγό της, τον σκηνοθέτη της και τον σεναριογράφο. Το σπίτι είναι σαν μαυσωλείο, υπερφορτωμένο με κειμήλια περασμένων εποχών που η σταρ κρατά σαν άλλη Νόρμα Ντέσμοντ, ώστε να της θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν της. Πρόκειται για ένα σπίτι γεμάτο από φαντάσματα του παρελθόντος – κρατήστε το αυτό. Ο ερχομός ενός ζεύγους νεαρών απατεώνων, που στοχεύουν να πάρουν το ακίνητο για να το γκρεμίσουν και να το μετατρέψουν σε συγκρότημα κατοικιών, επαναδραστηριοποιεί τη γηραλέα τετράδα, η οποία μέχρι εκείνο το σημείο διοχέτευε την ενέργειά της σε αναπολήσεις, αντεγκλήσεις και στην εξολόθρευση της περιστασιακής νυφίτσας που εισέρχεται απρόσκλητη και με διόλου αγαθές προθέσεις στον χώρο – σαφής ο συμβολισμός, αλλά και η προοικονομία.

 

Υπάρχει μια μελαγχολική ταινία για το γήρας και για τη λαχτάρα της χαμένης νιότης μέσα στο φιλμ του Καμπανέλα, οι μουσικές επιλογές του οποίου τονίζουν ειρωνικά το ζήτημα του χρόνου – θα ακούσεις από το «Young at Heart» του Σινάτρα ως το «Big Boys» του Τσακ Μπέρι. Η ταινία αυτή δεν βρίσκεται πάντα σε αρμονία με την άλλη ταινία, τη μακάβρια παρτίδα σκάκι που ανοίγουν οι κάτοικοι της έπαυλης με τους νεαρούς επίδοξους καταχραστές, έστω κι αν το φινάλε της, που κάποιοι θα βρουν τραβηγμένο και άλλοι απολαυστικό δείγμα μαύρης κωμωδίας, οδηγεί την τετράδα σε ένα είδος ξανακερδισμένης νιότης. Στο μεσοδιάστημα εντοπίζεται κάποια φλυαρία, καθώς και μια σαφή θεατρικότητα στον διάλογο και, περιστασιακά, στο στήσιμο.

 

Θα μπορούσες να διαβάσεις την ταινία και ως μια εκδίκηση των boomers, ως μια εμφατική απάντηση της παλιάς γενιάς απέναντι στην επηρμένη νεολαία που (νομίζει πως) τα ξέρει όλα, που επιχειρεί να καρπωθεί όσα δημιούργησε η παλιότερη, χωρίς να έχει ασχοληθεί παρά μόνο εγκυκλοπαιδικά μαζί της, ως μια περιφρονητική φιλμική χειρονομία σε βάρος των ηλικιακών ρατσιστών των καιρών μας. Θα μπορούσες, αν το όραμα του Καμπανέλα ήταν πιο συνεκτικό και πιο προσηλωμένο. Προς Θεού, για θερινό σινεμά το φιλμ την κάνει τη δουλειά, αλλά σε αφήνει και να αναρωτιέσαι πού έχει χαθεί ο δραματουργός του Γιου της Νύφης και ο βιρτουόζος του Μυστικού στα Μάτια της.