Tρία franchise τρόμου έχει γεννήσει ήδη ο Τζέιμς Γουάν: το Saw, το Insidious και το Conjuring. Κι αν ο ίδιος αγαπά το είδος και έχει μάθει από τους καλύτερους τους κώδικες του τρόμου και την τέχνη της υποβολής, δεν δείχνει την ανάλογη επιμέλεια στην επιλογή των συνεργατών του από τη θέση του παραγωγού. Οι διάδοχοί του παραδίδουν δραματικά κατώτερες ταινίες σε σχέση με αυτόν, κάτι που τείνει να γίνει κανόνας, με την τρίτη συνέχεια του Conjuring να μην αποτελεί εξαίρεση. Εδώ το ζεύγος παραψυχολόγων Γουόρεν αναλαμβάνει να αποδείξει την ύπαρξη του Σατανά για λογαριασμό της υπεράσπισης ενός κατηγορουμένου για φόνο, ο οποίος ισχυρίζεται πως έδρασε υπό την επήρεια ενός δαίμονα.

 

Κι αν στα χαρτιά ακούγεται μια ενδιαφέρουσα, δραματουργικά και σημειολογικά υποσχόμενη παραλλαγή στη συνταγή του Conjuring, στην πράξη δεν υπάρχει ίχνος αμφισημίας. Από την αρχή η παρέμβαση του μεταφυσικού Κακού θεωρείται δεδομένη, οι Αρχές δεν αμφισβητούν ποτέ την αυθεντία των Γουόρεν, ενώ το δικανικό σκέλος ελάχιστα αφορά τους δημιουργούς – ευτυχώς, από μια πλευρά, αν κρίνουμε από την πρώτη σκηνή δικαστηρίου, που κινείται στα όρια της παρωδίας. Η άνευρη διαδικασία της συλλογής στοιχείων διακόπτεται από βινιέτες τρόμου, πολύ πιο καταδεικτικές από το σύνηθες και υπερβολικά στηριγμένες στο CGI. Άλλωστε, από την υστερική εισαγωγική σκηνή εξορκισμού ο Μάικλ Τσάβες δείχνει τις προθέσεις του – για να καταλάβεις τη διαφορά, σκέψου ότι στo πρώτο Conjuring έπρεπε να περάσουμε το τεσσαρακοστό λεπτό για να αντικρίσουμε την πρώτη δαιμονική παρουσία. Οι Βέρα Φαρμίγκα και Πάτρικ Γουίλσον είναι, όπως πάντα συνεπείς, η απαραίτητη συνδρομή της ανθρώπινης αγάπης, πέραν της χριστιανικής πίστης, ώστε να παταχθεί το Κακό, είναι μια ευπρόσδεκτη παραλλαγή στο σύνηθες μοτίβο των κινηματογραφικών «εξορκιστών», αλλά αυτό το στοιχείο απαντά και στις δύο προηγούμενες ταινίες.

 

Η καλή εισπρακτική πορεία της ταινίας εξασφαλίζει τουλάχιστον ακόμα μία συνέχεια στις περιπέτειες του ζεύγους Γουόρεν. Ας κάνουμε τον σταυρό μας, όμως, να επιστρέψει ο Τζέιμς Γουάν στην καρέκλα του σκηνοθέτη, διαφορετικά θα καλέσουμε τον εξορκιστή.