Με την ολοκλήρωση και της δεύτερης τριλογίας τίποτε δεν μπορεί να συναγωνιστεί την έκπληξη του πρώτου Jurassic Park (οι δεινόσαυροι ζουν και περπατούν μπροστά μας!) και τη μοχθηρή κοψιά του αμέσως επόμενου, εκεί όπου ο Σπίλμπεργκ δεν αρκέστηκε σε μια εντυπωσιακή εισαγωγή με το μαγικό μουσικό χαλί του Τζον Γουίλιαμς και μια χειρουργικής ακρίβειας αθάνατη σεκάνς με το ποτήρι που τρέμει στο αυτοκίνητο, αλλά εξαπέλυσε ανελέητη επίθεση και μας έκοψε την ανάσα με τη χιτσκοκική πτώση από το σπασμένο παράθυρο του τροχόσπιτου. Όχι πως το τρίτομο, όπως αποδείχθηκε, επαναλανσάρισμα του Κόλιν Τρεβόροου ήταν περιττό. Η ιδέα των ξαμολημένων ερπετών στον πλανήτη υλοποιείται σε αυτή την τελική πράξη, αφού το ευάλωτο Βασίλειο της Νήσου Νούμπλαρ έχει πέσει και το μάντρωμα των ξαναγεννημένων ερπετών εφαρμόζεται και ως πιθανό δραματουργικό απόνερο του χάους που άφησε η αλαζονική πρωτοβουλία της Ingen αλλά και μια καλή ευκαιρία για πολλαπλασιασμό του fun, με την έλευση μιας δόκιμης τεχνολογίας στα εφέ. Ωστόσο, διότι υπάρχει πάντα ένα «αλλά» σαν τον δρόμο προς την Κόλαση που μεταμφιέζεται κάτω από ευγενείς προθέσεις, ένας επιστήμονας (ο Κάμπελ Σκοτ), ο Λιούις Ντότσον, που οι πιο παρατηρητικοί θυμούνται ως χαρακτήρα από το πρωτότυπο του 1993, με σταθερή αντιπαλότητα με την εταιρεία του Ρίτσαρντ Άτεμπρο, ανέπτυξε τη γιγαντιαία Biosyn και υπόσχεται αξιοποίηση του DNA των τεράτων για την ίαση ασθενειών και το καλό της ανθρωπότητας και του πλανήτη. Πλάνη μεγάλη, και το αντιλαμβανόμαστε με κλειστά μάτια σε μια περιπέτεια που ενώνει τις τελείες από την αρχή ως το φινάλε, επαναφέροντας για λόγους νοσταλγίας και αρμονίας τους βασικούς ήρωες και προφήτες κακών μαντάτων από την πρώτη ταινία: τον παλαιοντολόγο Σαμ Νιλ, την αιώνια αγαπημένη του, παλαιοβοτανολόγο Λόρα Ντερν και τον χαοτικό μαθηματικό Τζεφ Γκόλντμπλαμ που προεκτείνει κεφάτα τη stand-up κωμική του περσόνα στο ακόμη πιο ακατάστατο παρόν. Οι παλιοί με τους νεότερους (Κρις Πρατ, Μπράις Ντάλας Χάουαρντ) μαζεύονται σε μια σεναριακή γραμμή που συνδυάζει δύο πλοκές και σηκώνεται από το έδαφος μετά τα πρώτα σαράντα λεπτά σε μια τζεϊμσμποντική καταδίωξη στη Μάλτα. Ενώ το μοντάζ πατάει γκάζι, οι δεινόσαυροι στην ταινία, που πάνω κάτω γνωρίζουμε με το όνομά τους από τα προηγούμενα επεισόδια, μοιάζουν παραδόξως ακίνδυνοι, τα κόλπα τους ελάχιστα επικίνδυνα και η γενικότερη απειλή φαντάζει ξεθυμασμένη, σαν να ανασυντέθηκε σε στούντιο με υπερβολικά θεατρικές γκριμάτσες και μια οικογενειακή διάθεση παραβολής για τη συστημική διαφθορά και την οικολογική συνείδηση. Η Κυριαρχία κλείνει το Jurassic World με γλυκόπικρη και αναμενόμενη αίσθηση ανακεφαλαίωσης και σιγουριάς, αρκετές αναφορικές επωδούς στο πρωτότυπο coup de theatre του δασκάλου Σπίλμπεργκ (που κρατά τον τίτλο του εκτελεστικού παραγωγού, τύποις), περισσότερη θεωρία και σαφώς λιγότερη δίψα για αίμα, πρωτοτυπία και υπόσχεση για δράση και θέαμα.