Μια εκτεταμένη καταστροφή, τεχνητή ή φυσική, μπορεί να συνιστά θέαμα πρώτης τάξης, αν απαλλαχθεί από τις τραγικές της συνέπειες, δηλαδή τις ανθρώπινες, τις υλικές και τις περιβαλλοντικές απώλειες. Όπως και σε άλλα είδη, στις ταινίες καταστροφής η κατάδειξη μιας πράξης μη επιθυμητής στην πραγματική ζωή και η αποτύπωσή της στην απαλλαγμένη από οποιαδήποτε πραγματική συνέπεια κινηματογραφική μορφή της παρέχει στον θεατή την αδρεναλίνη της σχετικής εμπειρίας, δίχως την άμεση, προσωπική εμπλοκή και τον παρεπόμενο κίνδυνο.

 

Ειδικότερα στις ταινίες καταστροφής πηγαίνουμε και για ακόμα έναν λόγο: επειδή θέλουμε να δούμε τον κόσμο να καταστρέφεται. Όχι με τον τρόπο του Τζόκερ στο Dark Knight αλλά με τον τρόπο ενός παιδιού που έχει περάσει μισή ώρα χτίζοντας κάστρα στην άμμο και μετά τα τσαλαπατά με λύσσα, γελώντας με τη σκανταλιά του και απολαμβάνοντας το χάος που προκαλεί, ένα χάος ελκυστικό, ακριβώς επειδή δίνει την ψευδαίσθηση του ελέγχου. Η διάλυση των κάστρων προήλθε από δική του συνειδητή απόφαση, στον χρόνο που το επέλεξε εκείνο, δεν προέκυψε αιφνιδιαστικά από ανεπιθύμητους, εξωγενείς παράγοντες. Αυτή ακριβώς η ψευδαίσθηση του ελέγχου είναι ακόμα ένας λόγος που απολαμβάνουμε τις ταινίες καταστροφής. Επιλέγουμε εμείς τον χρόνο που θα βιώσουμε τις (μη) συνέπειες ενός σεισμού ή μιας εκτεταμένης πυρκαγιάς, αφήνοντας τον τρόπο στον σκηνοθέτη.

 

Από κει και πέρα, υπάρχουν σκηνοθέτες που επιλέγουν να αναδείξουν τη δομή μιας καταστροφής, να εστιάσουν στην έκτασή, στη γενικότερη εικόνα, στο «μεγαλείο» της, εστιάζοντας στο θέαμά της, και υπάρχουν κι εκείνοι που θα την προσεγγίσουν από το ύψος του ανθρώπινου βλέμματος, κλίνοντας προς την προσομοίωση – χαρακτηριστικό το παράδειγμα της σκηνής του τσουνάμι στο παραγνωρισμένο Hereafter του Κλιντ Ίστγουντ.

 

Ως προς το σκέλος της καταστροφής, η νορβηγική ομάδα πίσω από το Burning Sea ανήκει στην πρώτη κατηγορία, ωστόσο οι ταινίες που απαρτίζουν την καταστροφολογική φιλμογραφία της αφιερώνονται στο ανθρώπινο στοιχείο και τη χαρακτηρολογία, εστιάζοντας πολύ λιγότερο στη σωτηρία του κόσμου και περισσότερο σε εκείνη των μελών μιας οικογένειας.

 

Το Burning Sea είναι βγαλμένο από την ίδια πρέσα που γέννησε τα Wave και Quake, δυο ταινίες που μπορεί να μην έχουν το bonus του πολυσυλλεκτικού, αστραφτερού ερμηνευτικού επιτελείου των αμερικανικών ομόλογών τους, ωστόσο το υποκαθιστούν με την κατασκευαστική τους δεινότητα και μια τεχνοκρατική έμφαση στη διαδικασία που δίνει μια αίσθηση ρεαλισμού σε αυτό που βλέπουμε – χαρακτηριστικό παράδειγμα η υποβρύχια σεκάνς με τη ρομποτική κάμερα που αναζητά επιζώντες σε μια βυθισμένη εξέδρα εξόρυξης πετρελαίου.

 

Το Burning Sea, που επιμένει οικολογικά, βρίσκεται λίγο πιο κάτω από τις δύο προηγούμενες ταινίες, καθαρά επειδή το αντικείμενο της καταστροφής του είναι λιγότερο εκτεταμένο και θεαματικό σε επίπεδο εικονογραφίας, πάντα σε σύγκριση με εκείνο των προκατόχων του. Οι φίλοι του είδους, όμως, που φλέγονται για κάτι τέτοια, αναμφίβολα θα το κατευχαριστηθούν.